Κάθε χρόνο, εδώ και μια δεκαετία περίπου, τον Δεκαπενταύγουστο τυχαίνει να είμαι στην Αθήνα. Δηλαδή, ψέμματα: δεν τυχαίνει ακριβώς, κατά κάποιο τρόπο επιδιώκω να βρίσκομαι εδώ.
Οποιοδήποτε άλλο μέρος είναι γεμάτο κόσμο κι όλοι έχουν αυτή την αγχωτική επιθυμία να περάσουν καλά και να κάνουν ένα σωρό πράγματα: να ξενυχτήσουν, να μεθύσουν, να μαυρίσουν, να παίξουν ρακέτες... Ειδικά αυτό το τελευταίο, η πιθανότητα δηλαδή να βρεθώ σε μια παραλία όπου διάφοροι παίζουν μανιωδώς ρακέτες και πρέπει να περάσω ανάμεσα από διασταυρούμενα πυρά για να μπω στη θάλασσα, μου φέρνει ίλιγγο και μόνο που το σκέφτομαι. Αντιθέτως, στην Αθήνα επικρατεί απόλυτη ηρεμία: οι δρόμοι είναι άδειοι και τα μαγαζιά κλειστά, άρα, δεν υπάρχει καμία πίεση για οποιαδήποτε δραστηριότητα, μπορώ ν' αφιερώσω όλη τη μέρα στο να μην κάνω ΤΙΠΟΤΑ! Έχω όλο το χρόνο ν' αράζω με φίλους και ν' αναπτύσσουμε αβάσιμες θεωρίες, ν' αναλύουμε τις ταινίες που είδαμε πρόσφατα και να διαφωνούμε για το ποιο είναι το καλύτερο σουβλάκι στο λεκανοπέδιο.
Ή μπορώ να συναντήσω ασυνήθιστους ανθρώπους που τον υπόλοιπο καιρό χάνονται μέσα στην πολυκοσμία. Πραγματικά έχει τύχει αρκετές φορές τέτοια μέρα να γνωρίσω αλλόκοτες περιπτώσεις: Πέρσι, καθώς περπατούσα στην άδεια Πανεπιστημίου, με πλησίασε ένας τύπος κι άρχισε να με συμβουλεύει να πίνω νερά, πολλά νερά, συνέχεια νερά τώρα με τις ζέστες για να μην πάθω αφυδάτωση κι αφού τον διαβεβαίωσα ότι θα το κάνω, συνέχισε να επαναλαμβάνει: "νερά, πολλά νερά, όλη την ώρα νερά..." Έχω τύχει και σε ένα- δυο συνωμοσιολόγους που μου εξηγούσαν κοιτάζοντας γύρω τους ανήσυχα, ότι πίσω από "όλα αυτά" βρίσκονται οι Εβραίοι. Πιο πολύ όμως θυμάμαι την ηθοποιό Ταϋγέτη, που την είχα δει πριν πολλά χρόνια στο τρόλεϋ, ένα από εκείνα τα παλιά, τα κίτρινα, τα σοβιετικά, που για κλιματισμό άφηναν τις πόρτες ανοιχτές. Έμοιαζε βγαλμένη από μιαν άλλη εποχή: φορούσε λευκό πλατύγυρο καπέλο, φόρεμά, κραγιόν και φανταχτερά κοσμήματα -όλα ασορτί, όλα φούξια- και φώναζε στον οδηγό που έτρεχε στους άδειους δρόμους να πηγαίνει σιγότερα γιατί αλλιώς μπορεί να χτυπήσει...
Πώς όμως μου ήρθαν όλα αυτά; Για ποιο λόγο σας τα λέω; Α, ναι. Ο λόγος είναι το φιλμ που σκέφτηκα να αναρτήσω σήμερα, το Slacker του Richard Linklater, το οποίο αφηγείται κάτι παρόμοιο μ' αυτό που γράφω κι εγώ πιο πάνω. Βέβαια, το "αφηγείται" δεν είναι ιδιαίτερα ακριβές σ' αυτή την περίπτωση, αφού στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν κεντρικοί ήρωες, ούτε πλοκή, ούτε καν δράση. Υπάρχουν μόνο σύντομες συναντήσεις και συζητήσεις μεταξύ ανθρώπων που ανήκουν κατά κάποιο τρόπο στο κοινωνικό περιθώριο και περνούν την ώρα τους χωρίς να κάνουν κάτι παραγωγικό. Η κάμερα ακολουθεί κάποιον περαστικό για λίγο, καταγράφει όσα λέει και μετά επικεντρώνεται σε κάποιον άλλο που περνά εκείνη τη στιγμή από το πλάνο. Άλλες συναντήσεις είναι αστείες, άλλες κάπως θλιβερές κι άλλες απλώς παράξενες. Γενικά, δηλαδή, η ταινία είναι παράξενη και πολλές φορές μπορεί ν' αναρωτηθείτε τι είναι αυτό που βλέπετε. Ωστόσο, είναι, κατά τη γνώμη μου, εξαιρετική και, παρά την αμήχανη υποδοχή της όταν κυκλοφόρησε, κατάφερε να εκφράσει και να χαρακτηρίσει τους νέους μιας ολόκληρης γενιάς, αυτής της δεκαετίας του 90 ως "slackers", δηλαδή άτομα που αποφεύγουν τη δουλειά ή γενικότερα την κοπιώδη προσπάθεια. Ε ρε και να ξέραμε τότε πόσο θα αντιστρέφονταν αργότερα οι όροι κι αντί ν' αποφεύγουμε εμείς τη δουλειά, θα απέφευγε η δουλειά εμάς...
Οποιοδήποτε άλλο μέρος είναι γεμάτο κόσμο κι όλοι έχουν αυτή την αγχωτική επιθυμία να περάσουν καλά και να κάνουν ένα σωρό πράγματα: να ξενυχτήσουν, να μεθύσουν, να μαυρίσουν, να παίξουν ρακέτες... Ειδικά αυτό το τελευταίο, η πιθανότητα δηλαδή να βρεθώ σε μια παραλία όπου διάφοροι παίζουν μανιωδώς ρακέτες και πρέπει να περάσω ανάμεσα από διασταυρούμενα πυρά για να μπω στη θάλασσα, μου φέρνει ίλιγγο και μόνο που το σκέφτομαι. Αντιθέτως, στην Αθήνα επικρατεί απόλυτη ηρεμία: οι δρόμοι είναι άδειοι και τα μαγαζιά κλειστά, άρα, δεν υπάρχει καμία πίεση για οποιαδήποτε δραστηριότητα, μπορώ ν' αφιερώσω όλη τη μέρα στο να μην κάνω ΤΙΠΟΤΑ! Έχω όλο το χρόνο ν' αράζω με φίλους και ν' αναπτύσσουμε αβάσιμες θεωρίες, ν' αναλύουμε τις ταινίες που είδαμε πρόσφατα και να διαφωνούμε για το ποιο είναι το καλύτερο σουβλάκι στο λεκανοπέδιο.
Ή μπορώ να συναντήσω ασυνήθιστους ανθρώπους που τον υπόλοιπο καιρό χάνονται μέσα στην πολυκοσμία. Πραγματικά έχει τύχει αρκετές φορές τέτοια μέρα να γνωρίσω αλλόκοτες περιπτώσεις: Πέρσι, καθώς περπατούσα στην άδεια Πανεπιστημίου, με πλησίασε ένας τύπος κι άρχισε να με συμβουλεύει να πίνω νερά, πολλά νερά, συνέχεια νερά τώρα με τις ζέστες για να μην πάθω αφυδάτωση κι αφού τον διαβεβαίωσα ότι θα το κάνω, συνέχισε να επαναλαμβάνει: "νερά, πολλά νερά, όλη την ώρα νερά..." Έχω τύχει και σε ένα- δυο συνωμοσιολόγους που μου εξηγούσαν κοιτάζοντας γύρω τους ανήσυχα, ότι πίσω από "όλα αυτά" βρίσκονται οι Εβραίοι. Πιο πολύ όμως θυμάμαι την ηθοποιό Ταϋγέτη, που την είχα δει πριν πολλά χρόνια στο τρόλεϋ, ένα από εκείνα τα παλιά, τα κίτρινα, τα σοβιετικά, που για κλιματισμό άφηναν τις πόρτες ανοιχτές. Έμοιαζε βγαλμένη από μιαν άλλη εποχή: φορούσε λευκό πλατύγυρο καπέλο, φόρεμά, κραγιόν και φανταχτερά κοσμήματα -όλα ασορτί, όλα φούξια- και φώναζε στον οδηγό που έτρεχε στους άδειους δρόμους να πηγαίνει σιγότερα γιατί αλλιώς μπορεί να χτυπήσει...
Πώς όμως μου ήρθαν όλα αυτά; Για ποιο λόγο σας τα λέω; Α, ναι. Ο λόγος είναι το φιλμ που σκέφτηκα να αναρτήσω σήμερα, το Slacker του Richard Linklater, το οποίο αφηγείται κάτι παρόμοιο μ' αυτό που γράφω κι εγώ πιο πάνω. Βέβαια, το "αφηγείται" δεν είναι ιδιαίτερα ακριβές σ' αυτή την περίπτωση, αφού στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν κεντρικοί ήρωες, ούτε πλοκή, ούτε καν δράση. Υπάρχουν μόνο σύντομες συναντήσεις και συζητήσεις μεταξύ ανθρώπων που ανήκουν κατά κάποιο τρόπο στο κοινωνικό περιθώριο και περνούν την ώρα τους χωρίς να κάνουν κάτι παραγωγικό. Η κάμερα ακολουθεί κάποιον περαστικό για λίγο, καταγράφει όσα λέει και μετά επικεντρώνεται σε κάποιον άλλο που περνά εκείνη τη στιγμή από το πλάνο. Άλλες συναντήσεις είναι αστείες, άλλες κάπως θλιβερές κι άλλες απλώς παράξενες. Γενικά, δηλαδή, η ταινία είναι παράξενη και πολλές φορές μπορεί ν' αναρωτηθείτε τι είναι αυτό που βλέπετε. Ωστόσο, είναι, κατά τη γνώμη μου, εξαιρετική και, παρά την αμήχανη υποδοχή της όταν κυκλοφόρησε, κατάφερε να εκφράσει και να χαρακτηρίσει τους νέους μιας ολόκληρης γενιάς, αυτής της δεκαετίας του 90 ως "slackers", δηλαδή άτομα που αποφεύγουν τη δουλειά ή γενικότερα την κοπιώδη προσπάθεια. Ε ρε και να ξέραμε τότε πόσο θα αντιστρέφονταν αργότερα οι όροι κι αντί ν' αποφεύγουμε εμείς τη δουλειά, θα απέφευγε η δουλειά εμάς...
Με τη σειρά μου καλησπέρα! Τι μεστό, αυθεντικό κείμενο! Εμπεριέχει πολλά δικά μου συναισθήματα και εικόνες κοινές ίσως και σε άλλους λάτρεις της Αθήνας του Δεκαπενταύγουστου με τους παράξενους και μυστήριους που γεμίζουν τους δρόμους.....τα λες πολύ καλύτερα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΘυμάσαι και μια ταινία "Ο Δεκαπενταύγουστος" με την Κουλίεβα στο ρόλο μιαςμητέρας με το παιδί της που ψάχνει να βρει να νοικιάσει σπίτι και την φιλοξενεί ένας άστεγος σε μια ταράτσα;
Το κείμενο με χόρτασε αλλά θα δω και την ταινία.
Ο σωστός τίτλος της ταινίας είναι "Και αύριο μέρα είναι" και δείχνει την Αυγουστιάτικη Αθήνα. Το άλλο είναι του ΦΓιάνναρη με άλλο θέμα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣ' ευχαριστώ πάρα πάρα πολύ για τα καλά σου λόγια, χαίρομαι που σ' άρεσε το κείμενο! Την ταινία του Γιάνναρη την έχω δει και μ' άρεσε ιδιαίτερα. Την ταινία με την Κουλίεβα δεν την ξέρω αλλά θα την ψάξω, φαίνεται ενδιαφέρουσα!
Διαγραφή