Κυριακή 12 Ιουλίου 2015

ΟΙ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΕΣ ΜΟΥ

     Πριν από ένα περίπου μήνα, στο αποκορύφωμα της ντικενσιανής μου περιόδου, πήγα στο βιβλιοπωλείο ν' αγοράσω τον "Ζοφερό Οίκο" κι όπως κάθε φορά που πάω να πάρω ένα βιβλίο, καταλήγω να παίρνω δύο ή τρία και μετά να προσπαθώ να τα στριμώξω ανάμεσα στα υπόλοιπα, στα ήδη ασφυκτικά γεμάτα ράφια της βιβλιοθήκης. Ξέρω πολύ καλά ότι όλοι οι μανιώδεις αναγνώστες λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο και ξέρω ακόμα ότι δεν υπάρχει σωτηρία, ούτε με τις δανειστικές βιβλιοθήκες ούτε με τα ebooks: τα βιβλία θα εξακολουθούν να στοιβάζονται και να καταλαμβάνουν όλο και περισσότερο χώρο στα ράφια και τα γραφεία... Πάντως, αυτή τη φορά, αν εξαιρέσουμε τον "Ζοφερό Οίκο", που έχει πάνω από χίλιες σελίδες και μπορεί να χρησιμεύσει ωραιότατα και ως μίνι ατομικό τραπεζάκι, τα δύο επιπρόσθετα βιβλία είναι τόσο λεπτά, που χώρεσαν άνετα στη βιβλιοθήκη. Το πρώτο είναι το "Αν αυτό δεν είναι ωραίο, τότε τι είναι;", του Κερτ Βόνεγκατ, για το οποίο έχω ήδη γράψει, και το άλλο, "Οι Βιβλιοθήκες μου", του Βαρλάμ Σαλάμοφ, για το οποιο θα γράψω σ' αυτό εδώ το post.
     Ο Σαλάμοφ, αν και φανατικός αναγνώστης, δεν είχε ποτέ το πρόβλημα της συσσώρευσης των βιβλίων που ανέφερα πιο πάνω, μιας και η μοναδική βιβλιοθήκη που απέκτησε στη ζωή του ήταν αυτή που είχε όταν ήταν τριών χρονών κι αποτελούνταν από δύο μόνο βιβλία. Στα χρόνια που ακολούθησαν, διάβασε πάρα πολλά βιβλία, δεν ήταν όμως δικά του· ήταν τα βιβλία των δημόσιων βιβλιοθηκών, είτε του δήμου είτε της φυλακής. Πρώτα ήταν η εργατική βιβλιοθήκη στην πατρίδα του, το Βόλογκντα, από την οποία ο Σαλάμοφ θυμάται τη μυρωδιά του φρεσκοκομμένου ξύλου στα ράφια, που "ενωνόταν με τη λεπτή μυρωδιά του χρόνου στο χαρτί και της σκόνης στα βιβλία", γεμίζοντάς τον με ευτυχία. Όταν ο Σαλάμοφ πηγαίνει στη Μόσχα για να σπουδάσει νομικά, δουλεύοντας παράλληλα σ' ένα βυρσοδεψείο, περνά τα βράδια διαβάζοντας σε μια αίθουσα βιβλιοθήκης. Τα πράγματα αλλάζουν το 1929, όταν τον συλλαμβάνουν για πρώτη φορά λόγω της αντισταλινικής του δράσης. Από τότε ως το 1956, που του έδωσαν την άδεια να επιστρέψει επιτέλους στη Μόσχα, οι βιβλιοθήκες του είναι κυρίως οι βιβλιοθήκες των φυλακών. Εξαιρούνται βέβαια, τα χρόνια στα γκούλαγκ της Κολιμά, τον "τόπο του λευκού θανάτου", όπου δεν υπάρχουν βιβλιοθήκες, δεν υπάρχουν καν βιβλία. Μόνο όταν, μισοπεθαμένος, καταλήγει στο νοσοκομείο, έρχεται ξανά σ' επαφή μ' ένα βιβλίο, που τον βοηθά να κρατήσει ζωντανή τη φλόγα της ζωής; "Διάβασα το βιβλίο αυτό με πολλή προσοχή, αρκετές φορές, και η αίσθηση του αναγνώστη που με πάθος μπαίνει στον κόσμο του συγγραφέα μου ξαναήρθε. Να γιατί έχει σημασία για μένα να θυμάμαι αυτό το βιβλίο. Τα βιβλία ξαναγύρισαν σε μένα πιο γρήγορα από τις γυναίκες· τα βιβλία είχαν περισσότερη δύναμη από τις γυναίκες." Στο νοσοκομείο, έχει την τύχη να δουλέψει ως βοηθός γιατρού και να μπορέσει να επιβιώσει. Παράλληλα, χάρη στη νοσοκομειακή βιβλιοθήκη, ανακτά την επαφή του με το διάβασμα και ξαναγυρνά σιγά σιγά στη ζωή. Λίγο πριν γυρίσει στη Μόσχα, πιάνει δουλειά σ' ένα εργοστάσιο τύρφης και συγχρόνως ανακαλύπτει μια εκπληκτική δημόσια βιβλιοθήκη: "Η εξαιρετική βιβλιοθήκη του Καράγιεφ -δεν υπήρχε εκεί ούτε ένα βιβλίο που να μην αξίζει να το διαβάσεις- με ανάστησε, με όπλισε για τη ζωή ξανά· όσο γινόταν". Η ζωή, ωστόσο, ποτέ δεν ήταν γενναιόδωρη μαζί του. Ο Σαλάμοφ κωφός, σχεδόν τυφλός και χτυπημένος από τη νόσο του Πάρκινσον, πεθαίνει το 1982, έχοντας δημοσιεύσει στη χώρα του ελάχιστα μόνο από τα έργα του. Το σημαντικότερο, οι "Ιστορίες από την Κολιμά" (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ίνδικτος), δεν δημοσιεύτηκε στη Ρωσία παρά το 1989.
     Το βιβλιαράκι κλείνει με τη φράση "Λυπάμαι που ποτέ δεν ειχα τη δική μου βιβλιοθήκη" και τ' απλά αυτά λόγια, με την ηρεμία και τη στωικότητά τους, κρύβουν μέσα τους όλη τη ρημαγμένη ζωή του συγγραφέα του. Οι φράσεις του, λιτές, απαλές και συγχρόνως σπαρακτικές, μας αφήνουν να μαντέψουμε όσα πέρασε κι ο απογυμνωμένος λόγος του, που θυμίζει Μπάμπελ, χωρίς όμως ίχνος από τη σκληρότητά του, κρύβει μια τρυφερότητα που γίνεται ολοφάνερη όταν μιλά για τα βιβλία, τα οποία του μετάγγισαν τη δύναμη για ζωή και προστάτεψαν την ανθρώπινη υπόστασή του. Όλη αυτή η ταπεινή, ευλαβική αγάπη του Σαλάμοφ για τα βιβλία συμπυκνώνεται στην προτελευταία φράση: "τα βιβλία είναι ό,τι καλύτερο έχουμε στη ζωή, είναι η αθανασία μας".

Υ.Γ.: Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα, σε εξαιρετική μετάφραση της υπέροχης κυρίας των Ελληνικών Γραμμάτων, Κατερίνας Αγγελάκη- Ρουκ.


2 σχόλια:

  1. Πολύ ωραία και ενδιαφέρουσα ανάρτηση! Τι ωραία εικόνα τα βιβλία που στοιβάζονται στην βιβλιοθήκη και καμμιά φορά στοιβάζονται και στα τραπέζια και δίπλα στο κρεβάτι μας και πάει λέγοντας....

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σ' ευχαριστώ! Κι εμένα μ' αρέσουν τα βιβλία που στοιβάζονται στο τραπέζι και το κομοδίνο, αν και φοβάμαι ότι σε λίγο δεν θα'χουμε χώρο να βάλουμε τα πιάτα στο τραπέζι για να φάμε σαν άνθρωποι και θα τρώμε στο όρθιο, με το πιάτο στο χέρι, λες κι έχουμε πάει σε εγκαίνια με μπουφέ... Πολλά φιλιά!

      Διαγραφή