Σάββατο 26 Απριλίου 2014

ΤΟ ΦΟΡΕΜΑ

     Τον κυνηγούσαν δυο μέρες, χτενίζοντας την εξοχή, ώσπου τους έχασε στους πρόποδες των λόφων, και κρυμμένος τώρα μέσα σ' ένα χρυσό θάμνο, άκουγε τις φωνές τους χαμηλά στην κοιλάδα. Πίσω από ένα δέντρο, στην άκρη των λόφων, κρυφοκοίταξε κάτω στα χωράφια, όπου εκείνοι
λαχάνιαζαν σαν σκύλοι και σκάλιζαν τους φράχτες με τα μπαστούνια τους, ξεσηκώνοντας ένα σιγανό ουρλιαχτό, ενώ η καταχνιά που άρχισε ξαφνικά να πέφτει απ'τον ανοιξιάτικο ουρανό τους έκρυψε απ' τα μάτια του. Η καταχνιά ήταν γι' αυτόν μια μάνα. Ρίχνοντας το παλτό της στους ώμους του, σκέπασε το σχισμένο του πουκάμισο και το ξεραμένο αίμα στη λεπίδα του μαχαιριού. Η καταχνιά τον έκανε να νιώθει ζεστά. Είχε την τροφή και το ποτό της ομίχλης πάνω στα χείλη του και χαμογέλασε μέσα από την κάπα της σα γάτα. Απομακρύνθηκε από τους διώκτες του και την κοιλάδα και κατευθύνθηκε στους λόφους, εκεί που τα δέντρα πύκνωναν και ίσως τον οδηγούσαν στο φως και τη φωτιά και σ' ένα πιάτο σούπα. Σκέφτηκε τα κάρβουνα που θα σφύριζαν σιγανά πάνω στη σχάρα και τη νεαρή μάνα να στέκεται μονάχη. Σκέφτηκε τα μαλλιά της σα φωλιά για τα χέρια του. Έτρεξε ανάμεσα στα δέντρα και βρέθηκε σ' ένα στενό δρόμο. Ποια κατεύθυνση έπρεπε τώρα να διαλέξει; Προς ή μακριά απ' το φεγγάρι; Η ομίχλη έκρυβε το φεγγάρι, αλλά σε μια μεριά τ' ουρανού που είχε καθαρίσει , μπόρεσε να διακρίνει τις γωνίες των άστρων. Περπάτησε προς το βορρά όπου τ' αστέρια, μουρμουρίζοντας ένα τραγούδι χωρίς σκοπό, άκουγαν τα πόδια του να κολλάνε και να ξεκολλάνε στη σπογγώδη γη.
     Τώρα είχε χρόνο να συγκεντρώσει τις σκέψεις του. Αλλά μόλις άρχισε να συγκεντρώνεται μια κουκουβάγια έκρωξε μες στα δέντρα που κρέμονταν πάνω στο δρόμο, και σταμάτησε για να την κοιτάξει, βρίσκοντας μια γνώριμη μελαγχολία στην κραυγή της. Γρήγορα θα ορμούσε ν' αρπάξει κάποιο ποντικό, σκέφτηκε. Την παρατήρησε για μια στιγμή καθώς έσκουζε πάνω στο κλαδί της. Έπειτα, τρομαγμένος από τη θέα της, απομακρύνθηκε βιαστικά μες στη σκοτεινιά, όταν την άκουσε, μ' ένα καινούριο κράξιμο να φτεροκοπάει μακριά. Κρίμα το κουνέλι, συλλογίστηκε, η νυφίτσα θα το ρουφήξει. Ο δρόμος ανηφόριζε στ' αστέρια και τα δέντρα κι η κοιλάδα κι η ανάμνηση των τουφεκιών έσβηναν πίσω του.
     Άκουσε βήματα. Ένας γέρος ακτινοβολώντας από βροχή, πρόβαλε μέσ' από την ομίχλη.
     "Καληνύχτα κύριε", είπε ο γέρος.
     "Δεν έχει νύχτα για το γιο της γυναίκας", είπε ο τρελός. Ο γέρος σφύριξε και απομακρύνθηκε τρέχοντας σχεδόν, προς τη μεριά που ήταν τα δέντρα του δρόμου.
     "Άσε τα κυνηγόσκυλα να ξέρουν" κάγχασε ο τρελός καθώς σκαρφάλωνε στο λόφο, "άστους να ξέρουν". Και πανούργος σαν την αλεπού, γύρισε πίσω, εκεί που ο δρόμος χωριζόταν μες στην καταχνιά σε τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις. 'Κατάρα στ' αστέρια", είπε και προχώρησε προς το σκοτάδι.
     Ο κόσμος ήταν μια μπάλα κάτω απ' τα πόδια του. Την κλωτσούσε καθώς έτρεχε κι αυτή κυλούσε. Τα δέντρα ανηφόριζαν. Κάπου στους βάλτους ούρλιαζε ένα κυνηγόσκυλο που είχε πιαστεί σε παγίδα. Το άκουσε κι έτρεξε πιο γρήγορα νιώθοντας τον εχθρό πάνω στα τακούνια του. "Κάντε πέρα παιδιά, κάντε πέρα", φώναξε, με τη φωνή όμως κάποιου που θα έδειχνε ένα πεφταστέρι στον ορίζοντα.
     Θυμήθηκε ξαφνικά ότι από τότε που δραπέτευσε δεν είχε κοιμηθεί καθόλου και σταμάτησε να τρέχει. Τώρα, το νερό της βροχής κουρασμένο πια να χτυπάει τη γη, έσκαζε πέφτοντας και σκορπιζόταν στον αέρα σαν τους κόκκους της άμμου. Αν μπορούσε να βρει ύπνο, ο ύπνος θα ήταν ένα κορίτσι. Τις δύο τελευταίες νύχτες, πότε τρέχοντας και πότε περπατώντας στην έρημη εξοχή, ονειρευόταν τη συνάντησή τους. "Ξάπλωσε", θα του έλεγε και θα του έδινε το φόρεμά της να ξαπλώσει πάνω του, πλαγιάζοντας και η ίδια στο πλευρό του.
     Όμως, κι αν ονειρευόταν και τα κλαδιά θρόιζαν κάτω από το τρέξιμό του σαν το φουστάνι της, ο εχθρός φώναζε στα χωράφια. Έτρεχε ασταμάτητα αφήνοντας τον ύπνο πίσω μακριά του. Κάποτε ήταν ένας ήλιος, κάποτε ένα φεγγάρι και κάποτε παλεύοντας πέταξε κάτω τον άνεμο, πριν μπορέσει να το σκάσει, όταν ο ουρανός ήταν μαύρος.
     "Πού είναι ο Τζακ", ρωτούσαν στους κήπους του ιδρύματος. "Πάνω στους λόφους μ' ένα χασαπομάχαιρο", έλεγαν χαμογελώντας. Αλλά το μαχαίρι είχε φύγει, πεταμένο και μπηγμένο σ' ένα δέντρο έτρεμε ακόμη εκεί. Δεν ένιωθε ζέστη μες στο κεφάλι του. Έτρεχε ασταμάτητα, ουρλιάζοντας για ύπνο.
     Και κείνη μόνη στο σπίτι έραβε το καινούριο της φουστάνι. Ήταν ένα φανταχτερό χωριάτικο φουστάνι με λουλούδια στο μπούστο του. Λίγες βελονιές έμεναν ακόμη και θα ήταν έτοιμο να το φορέσει. Θα έπεφτε κομψά στους ώμους της και δύο από τα λουλούδια θα πρόβαλλαν πάνω από τα στήθη της.
     Όταν θα περπατούσε με τον άντρα της τα κυριακάτικα πρωινά στους δρόμους του χωριού, τ' αγόρια θα της κρυφοχαμογελούσαν πίσω απ' την παλάμη τους και το σούρωμα του φορέματος γύρω στην κοιλιά της, θα έκανε όλες τις χήρες να κουτσομπολεύουν. Γλίστρησε μέσα στο καινούριο φουστάνι της και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη πάνω από το τζάκι. Είδε ότι ήταν ωραιότερο απ' όσο φανταζόταν. Έδειχνε το πρόσωπο της πιο χλωμό και τα μαλλιά της σκοτεινά. Το άνοιγμα στο λαιμό ήταν χαμηλό.
     Ένας σκύλος σήκωσε το κεφάλι του και ούρλιαξε μες στη νύχτα. Στράφηκε βιαστικά και τράβηξε τις κουρτίνες.
     Έξω, έψαχναν στο σκοτάδι για έναν τρελό. Είχε πράσινα μάτια, έλεγαν, και ήταν παντρεμένος με μια κυρία. Έλεγαν ότι είχε κόψει τα χείλη της γιατί χαμογελούσε στους άντρες. Τον έκλεισαν κάπου, αλλ' αυτός έκλεψε ένα μαχαίρι της κουζίνας, έσφαξε το φύλακά του, και το' σκασε στις άγριες κοιλάδες.
     Από μακριά εκείνος διέκρινε το φως μες στο σπίτι και παραπατώντας, έφτασε ως τον κήπο. Ένιωθε χωρίς να βλέπει το μικρό φράχτη ολόγυρα. Το σκουριασμένο σύρμα έδερνε τα χέρια του και το ύπουλο χορτάρι σερνόταν στα γόνατά του.  Μόλις διέσχισε το φράχτη, όρμησαν να τον προϋπαντήσουν οι οικοδεσπότες του κήπου, τα κεφάλια των λουλουδιών και το σώμα της παγωνιάς. Είχε σχίσει τα δάχτυλά του, ενώ οι παλιές πληγές έσταζαν ακόμη. Γεμάτος αίματα περπάτησε έξω από το σκοτάδι του εχθρού πάνω στα σκαλοπάτια. Είπε μ' έναν ψίθυρο: "Μην τους αφήσεις να με πυροβολήσουν". Και άνοιξε την πόρτα.
     Εκείνη ήταν στη μέση της κάμαρας. Τα μαλλιά της έπεφταν ακατάστατα και τρία από τα κουμπιά στο λαιμό της ήταν ξεκούμπωτα. Τι έκανε τον σκύλο να ουρλιάξει έτσι; Τρομαγμένη από το ουρλιαχτό, ενώ λικνιζόταν στην κουνιστή πολυθρόνα, έφερε ξανά στο μυαλό της τις ιστορίες που είχε ακούσει. Τι απόγινε η γυναίκα, αναρωτήθηκε καθώς κουνιόταν. Δεν μπορούσε να φανταστεί μια γυναίκα χωρίς χείλη. Τι γίνονται οι γυναίκες χωρίς χείλη, αναρωτήθηκε.
     Η πόρτα άνοιξε χωρίς θόρυβο. Περπάτησε μες στο δωμάτιο, προσπαθώντας να χαμογελάσει, κρατώντας τα χέρια του μακριά το ένα από τ' άλλο.
     "Ω ήρθες", είπε εκείνη.
     Τότε γύρισε στην πολυθρονα της και τον είδε. Είχε παντού αίματα και στα πράσινα μάτια του ακόμα. Έφερε τα χέρια της στο στόμα.
     "Μην πυροβολείς", είπε αυτός.
     Αλλά με την κίνηση του χεριού της, τράβηξε το άνοιγμα του φουστανιού της στο λαιμό και κείνος απόμεινε να κοιτάζει εκστατικός το πλατύ, λευκό μέτωπό της, τα πανικόβλητα μάτια και το στόμα της, και χαμηλότερα, τα λουλούδια στο φόρεμά της. Με την κίνηση του χεριού της το φόρεμα χόρευε τώρα στο φως. Καθόταν μπροστά του σκεπασμένη με λουλούδια. "Κοιμήσου", είπε ο τρελός. Και γονατίζοντας κάτω, ακούμπησε το ταραγμένο κεφάλι του στην ποδιά της.

Ντύλαν Τόμας, μτφρ. Μιράντα Σταυρινού, Η Προοπτική της Θάλασσας, Εκδόσεις Πλέθρον.
Πάμπλο Πικάσο, Ο Τρελός.

2 σχόλια: