Πέμπτη 20 Αυγούστου 2015

Ο ΡΟΜΠΕΡΤ ΛΟΥΙΣ ΣΤΗΒΕΝΣΟΝ ΣΤΙΣ ΝΟΤΙΕΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ

     Δεν ξέρω ποιο ήρθε πρώτο: η αγάπη για τα βιβλία ή η αγάπη για τα ταξίδια. Μάλλον προηγήθηκε η αγάπη για τα βιβλία, όλες αυτές οι φοβερές περιπέτειες σε μακρινά μέρη με ονόματα εξωτικά που γέννησαν μέσα μου την επιθυμία να ταξιδέψω. Ίσως όμως η λαχτάρα του ταξιδιού να προϋπήρχε κι επειδή η μόνη διέξοδος ήταν το νοερό ταξίδι μέσ' από τις περιπλανήσεις των μυθιστορηματικών ηρώων, αγάπησα τόσο το διάβασμα. Σε κάθε περίπτωση, ως παιδί, αγαπούσα με πάθος τους συγγραφείς εκείνους που είχαν ζήσει μια ζωή περιπέτειας και περιπλάνησης ανάλογη με αυτή των ηρώων τους. Ήταν για μένα οι άνθρωποι που είχαν κατακτήσει την απόλυτη ευτυχία, αφού είχαν καταφέρει να συνδυάσουν τα δύο πιο υπέροχα πράγματα στον κόσμο, τη λογοτεχνία και το ταξίδι.
     Μεγαλώνοντας, άρχισα να συνειδητοποιώ την πραγματικότητα με την οποία ερχόμαστε όλοι αντιμέτωποι στη φάση της ενηλικίωσης: τα πράγματα στη ζωή δεν είναι απλά· τα πράγματα στη ζωή είναι περίπλοκα κι ο χειρότερος εχθρός μας σ' αυτόν τον μπερδεμένο, παράλογο κόσμο δεν είναι άλλος από τον εαυτό μας. Ο Χεμινγκουέι, λοιπόν, αφού πήρε μέρος στον Ισπανικό Εμφύλιο, κυνήγησε λιοντάρια στην Αφρική και ήπιε αμέτρητα μοχίτο στην Κούβα, φύτεψε μια σφαίρα στο κεφάλι του, όπως είχε κάνει χρόνια πριν και ο πατέρας του. Ο Κίπλινγκ, που είχε γεννηθεί στην Ινδία και είχε ταξιδέψει σχεδόν παντού, δεν ήταν ένας άνθρωπος μονίμως ερωτευμένος με τον απέραντο κόσμο -κάπως σαν τον Κιμ στο ομώνυμο έργο του- αλλά μονόχνοτος, μοναχικός και πολύ μα πολύ δυστυχισμένος.
     Το ίδιο περίπου συνέβαινε και με τον Ρόμπερτ Λούις Στήβενσον, τον συγγραφέα που έγραψε την πιο θρυλική παιδική περιπέτεια, το Νησί των Θησαυρών, και πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στα τροπικά νησιά του Ειρηνικού. Το 1888 ξεκίνησε από το Σαν Φρανσίσκο το ταξίδι του για τις Νότιες Θάλασσες, έχοντας μαζί του τη μητέρα του, τη γυναίκα του και τον γιο της. Στα τρία επόμενα χρόνια επισκέφθηκε τα νησιά της Χαβάης, την Ταϊτή, τη Νέα Ζηλανδία και τη Σαμόα. Σε όλ' αυτά τα μέρη ανέπτυξε φιλικές σχέσεις με διάφορους ιθαγενείς, όπως τον φύλαρχο Κο-ο-αμούα, "μεγάλο κανίβαλο της εποχής, αφού στην επιστροφή του προς το σπίτι έτρωγε τους εχθρούς που είχε σκοτώσει". Το 1890 εγκαταστάθηκε μόνιμα σ' ένα νησί της Σαμόας, όπου οι ντόπιοι του έδωσαν το όνομα "Τουσιτάλα" (παραμυθάς) κι έρχονταν να τον συμβουλευτούν για όλα τα σημαντικά ζητήματα της κοινότητας.
     Τα πράγματα όμως δεν ήταν τόσο συναρπαστικά όσο φαίνονται. Στην πραγματικότητα, επιθυμούσε διακαώς να γυρίσει στο Εδιμβούργο αλλά ή κατεστραμμένη υγεία του δεν του επέτρεπε ένα τέτοιο μακρινό ταξίδι. Εξαιτίας των χρόνιων προβλημάτων με την υγεία του, η γυναίκα του τον φρόντιζε σε σημείο που του έφερνε απόγνωση: του είχε απαγορεύσει εντελώς το ποτό και το κάπνισμα κι ο Στήβενσον, στην προοπτική μιας ζωής χωρίς αυτά, ήθελε, όπως έγραφε, "να βάλει τις φωνές, ν' αρχίσει τις κλωτσιές και να φύγει τρέχοντας". Εκτός από τη νοσταλγία για την πατρίδα και τη σιδηρά πειθαρχία που είχε επιβάλει η γυναίκα του, είχε και τους φόβους του να τον ταλαιπωρούν. Ό,τι έγραφε, δεν του φαινόταν αρκετά καλό κι ανησυχούσε ότι η έμπνευσή του είχε πια στερέψει. Περισσότερο όμως φοβόταν μήπως αρρωστήσει ξανά και πεθάνει αργά και βασανιστικά. Μπροστά σ' αυτή την πιθανότητα, προτιμούσε, κατά τα λεγόμενά του, να πνιγεί ή να πέσει από άλογο ή να έχει οποιονδήποτε άλλο ακαριαίο θάνατο. Τελικά, η επιθυμία του πραγματοποιήθηκε: το απόγευμα της 3ης Δεκεμβρίου του 1894, ενώ στεκόταν στη βεράντα μαζί με τη γυναίκα του, σφίγγοντας το κεφάλι με τα δυο του χέρια, φώναξε "Μα τι είναι αυτό;" κι αμέσως μετά "Σου φαίνομαι παράξενος;". Την ίδια στιγμή έπεσε αναίσθητος με εγκεφαλική αιμορραγία και λίγο αργότερα πέθανε. Ήταν μόνο 44 ετών. Τον έθαψαν στο όρος Βαέα, σε υψόμετρο 4.000 μέτρα από τη θάλασσα. Πάνω στον τάφο του χάραξαν ένα ποίημα που είχε συνθέσει ο ίδιος πριν από πολλά χρόνια και είχε ζητήσει να μπει στον τάφο του όταν πεθάνει. Το ποίημα ήταν το εξής:

"Under the wide and starry sky
Dig the grave and let me lie;
Glad did I live and gladly die
And I laid me down with a will
This be the verse you grave for me;
"Here he lies, where he longed to be;
Home is the sailor, home from the sea,
And the hunter home from the hill".

Δεν ξέρω αν το ποίημα αυτό δείχνει τη στωική στάση του Στήβενσον απέναντι στο θάνατο ή την επιθυμία να τελειώνει επιτέλους μ' αυτό το πράγμα που λέγεται ζωή, πάντως τα τελευταία χρόνια της ζωής του μας υπενθυμίζουν ότι τον εαυτό μας τον κουβαλάμε παντού, ακόμα και στις εξωτικές, παραμυθένιες Νότιες Θάλασσες.



Υ.Γ.: Πολλές από τις πληροφορίες που περιέχονται στο παραπάνω ποστ προέρχονται από το βιβλίο "Γράφοντας τις ζωές των άλλων" του Χαβιέρ Μαρίας (μτφρ. Γεωργία Ζακοπούλου), που κυκλοφορεί  από τις εκδόσεις Πατάκη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου