"Πες μου πάλι για τα Δώρα".
"Υπήρχαν τα Χρήσιμα Δώρα: μάλλινα κασκόλ που σε κατάπιναν ολόκληρο και γάντια χωρίς δάχτυλα, φτιαγμένα για γιγάντια αρκουδάκια· μαντήλια με σχέδια ζέβρας από ένα υλικό σαν τσίχλα μεταξωτή, που μπορούσαν να σε τυλίξουν μέχρι κάτω, στις γαλότσες· σκουφιά που έφταναν μέχρι τα μάτια και θύμιζαν πολύχρωμες τσαγιέρες και μπαλακλάβες για θύματα άγριων φυλών που συρρικνώνουν τα κεφάλια των αιχμαλώτων τους. Από θείες που πάντοτε φορούσαν κατάσαρκα τα μάλλινα, έρχονταν άγριες γενειοφόρες φανέλες που σ' έκαναν ν' αναρωτιέσαι πώς και οι θείες είχαν ακόμη δέρμα στο σώμα τους· και κάποτε, πήρα μια σαλιάρα πλεγμένη με το βελονάκι, από μια θεία που τώρα, αλίμονο,δεν μας κλαίγεται πια. Και βιβλία χωρίς εικόνες, όπου μικρά αγόρια, μολονότι είχαν προειδοποιηθεί με στίχους και παροιμίες, είχαν τελικά πατινάρει στη λιμνούνα και είχαν πράγματι πνιγεί· και βιβλία που μου έλεγαν τα πάντα για τη σφήκα, εκτός από το γιατί".
"Πάμε τώρα στα Άχρηστα Δώρα".
"Σακκουλίτσες με πολύχρωμες καραμέλες και μια διπλωμένη σημαιούλα και μια ψεύτικη μύτη κι ένα καπέλο οδηγού στα τραμ και μια μηχανή που έκοβε εισιτήρια και χτυπούσε ένα καμπανάκι· ούτε μια φορά σφεντόνα· κάποτε, από λάθος που κανείς δεν μπόρεσε να εξηγήσει, ένα μικρό τσεκούρι· και μια πλαστική πάπια που έκανε, όταν τη ζουλούσες, τον πιο άσχετο με τις πάπιες ήχο, ένα νιαουριστό μιάου ταιριαστό σε κάποια φιλόδοξη γάτα που θα' θελε να είναι αγελάδα· κι ένα μπλοκ ζωγραφικής, όπου μπορούσα να χρωματίσω το γρασίδι, τα δένδρα, τη θάλασσα και τα ζώα σε όποια απόχρωση μου άρεσε κι ακόμα να βάλω αστραφτερά ουρανογάλαζα πρόβατα να βοσκάνε στο κόκκινο λιβάδι κάτω από πουλιά πράσινα σαν τα μπιζέλια με ράμφη σαν ουράνια τόξα. Σοκολάτες, καραμέλες βουτύρου, φοντάν, κριτσίνια, μπισκότα, φρουί γλασέ, αμυγδαλωτά και μπισκότα. Και στρατιές από λαμπερά μολυβένια στρατιωτάκια, που, αν δεν μπορούσαν να πολεμήσουν, μπορούσαν πάντοτε να τρέξουν. Και Φιδάκια και Γκρινιάρηδες. Και μεκανό για μικρούς μηχανικούς, με τις οδηγίες τους. Α, εύκολα για έναν Λεονάρντο! Και μια σφυρίχτρα για να προκαλείς τους σκύλους να γαβγίζουν· για να ξυπνάς τον γέρο από δίπλα και να τον κάνεις να χτυπάει τον τοίχο με τη μαγκούρα του και το κάδρο στον τοίχο μας να τρέμει. Κι ένα πακέτο τσιγάρα: έβαζες ένα στο στόμα σου και στεκόσουν στη γωνιά του δρόμου και περίμενες ώρες ολόκληρες, μάταια, την ηλικιωμένη κυρία που θα σε μάλωνε γιατί κάπνιζες και τότε εσύ, μ' ένα χάχανο, θα άρχιζες να το μασάς. Και μετά, τρώγαμε πρωινό κάτω από τα μπαλόνια".
Απόσπασμα από το διήγημα του Ντύλαν Τόμας "Τα Χριστούγεννα ενός παιδιού από την Ουαλία", σε μτφρ. Κατερίνας Σχινά, που περιλαμβάνεται στη Συλλογή "Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες" από τις εκδόσεις Ερατώ.
"Υπήρχαν τα Χρήσιμα Δώρα: μάλλινα κασκόλ που σε κατάπιναν ολόκληρο και γάντια χωρίς δάχτυλα, φτιαγμένα για γιγάντια αρκουδάκια· μαντήλια με σχέδια ζέβρας από ένα υλικό σαν τσίχλα μεταξωτή, που μπορούσαν να σε τυλίξουν μέχρι κάτω, στις γαλότσες· σκουφιά που έφταναν μέχρι τα μάτια και θύμιζαν πολύχρωμες τσαγιέρες και μπαλακλάβες για θύματα άγριων φυλών που συρρικνώνουν τα κεφάλια των αιχμαλώτων τους. Από θείες που πάντοτε φορούσαν κατάσαρκα τα μάλλινα, έρχονταν άγριες γενειοφόρες φανέλες που σ' έκαναν ν' αναρωτιέσαι πώς και οι θείες είχαν ακόμη δέρμα στο σώμα τους· και κάποτε, πήρα μια σαλιάρα πλεγμένη με το βελονάκι, από μια θεία που τώρα, αλίμονο,δεν μας κλαίγεται πια. Και βιβλία χωρίς εικόνες, όπου μικρά αγόρια, μολονότι είχαν προειδοποιηθεί με στίχους και παροιμίες, είχαν τελικά πατινάρει στη λιμνούνα και είχαν πράγματι πνιγεί· και βιβλία που μου έλεγαν τα πάντα για τη σφήκα, εκτός από το γιατί".
"Πάμε τώρα στα Άχρηστα Δώρα".
"Σακκουλίτσες με πολύχρωμες καραμέλες και μια διπλωμένη σημαιούλα και μια ψεύτικη μύτη κι ένα καπέλο οδηγού στα τραμ και μια μηχανή που έκοβε εισιτήρια και χτυπούσε ένα καμπανάκι· ούτε μια φορά σφεντόνα· κάποτε, από λάθος που κανείς δεν μπόρεσε να εξηγήσει, ένα μικρό τσεκούρι· και μια πλαστική πάπια που έκανε, όταν τη ζουλούσες, τον πιο άσχετο με τις πάπιες ήχο, ένα νιαουριστό μιάου ταιριαστό σε κάποια φιλόδοξη γάτα που θα' θελε να είναι αγελάδα· κι ένα μπλοκ ζωγραφικής, όπου μπορούσα να χρωματίσω το γρασίδι, τα δένδρα, τη θάλασσα και τα ζώα σε όποια απόχρωση μου άρεσε κι ακόμα να βάλω αστραφτερά ουρανογάλαζα πρόβατα να βοσκάνε στο κόκκινο λιβάδι κάτω από πουλιά πράσινα σαν τα μπιζέλια με ράμφη σαν ουράνια τόξα. Σοκολάτες, καραμέλες βουτύρου, φοντάν, κριτσίνια, μπισκότα, φρουί γλασέ, αμυγδαλωτά και μπισκότα. Και στρατιές από λαμπερά μολυβένια στρατιωτάκια, που, αν δεν μπορούσαν να πολεμήσουν, μπορούσαν πάντοτε να τρέξουν. Και Φιδάκια και Γκρινιάρηδες. Και μεκανό για μικρούς μηχανικούς, με τις οδηγίες τους. Α, εύκολα για έναν Λεονάρντο! Και μια σφυρίχτρα για να προκαλείς τους σκύλους να γαβγίζουν· για να ξυπνάς τον γέρο από δίπλα και να τον κάνεις να χτυπάει τον τοίχο με τη μαγκούρα του και το κάδρο στον τοίχο μας να τρέμει. Κι ένα πακέτο τσιγάρα: έβαζες ένα στο στόμα σου και στεκόσουν στη γωνιά του δρόμου και περίμενες ώρες ολόκληρες, μάταια, την ηλικιωμένη κυρία που θα σε μάλωνε γιατί κάπνιζες και τότε εσύ, μ' ένα χάχανο, θα άρχιζες να το μασάς. Και μετά, τρώγαμε πρωινό κάτω από τα μπαλόνια".
Απόσπασμα από το διήγημα του Ντύλαν Τόμας "Τα Χριστούγεννα ενός παιδιού από την Ουαλία", σε μτφρ. Κατερίνας Σχινά, που περιλαμβάνεται στη Συλλογή "Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες" από τις εκδόσεις Ερατώ.
Carl Larsson "Christmas morning" (πηγή: en.wikipedia.org)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου