"Υπήρχαν Θείοι όπως στο σπίτι μας;"
"Υπάρχουν πάντα Θείοι τα Χριστούγεννα. Οι ίδιοι Θείοι. Και τα χριστουγεννιάτικα πρωινά, με τη σφυρίχτρα μου που αναστάτωνε τα σκυλιά και με τις ζαχαρένιες γόπες στα χείλη, σάρωνα την μπαλωμένη πόλη για νέα από τον μικρόκοσμο κι έβρισκα πάντα ένα νεκρό πουλί πλάι στο λευκό Ταχυδρομείο, ή κοντά στις έρημες κούνιες· ίσως έναν κοκκινολαίμη μ' όλες του τις φωτιές, πλην μιας, σβησμένες. Άνδρες και γυναίκες άνοιγαν δρόμο σκυφτοί, με κόπο, μέσα απ' το χιόνι, γυρνώντας απ' την εκκλησία, με μύτες μπεκρήδων και ανεμοδαρμένα μάγουλα, όλοι αλμπίνοι, με κουβαριασμένα τα μαύρα τους δύσκαμπτα φτερά ενάντια στο άθρησκο χιόνι. Γκυ κρεμόταν από τις στρόφιγγες του γκαζιού σ' όλα τα μπροστινά σαλόνια· και υπήρχε σέρι και καρύδια και εμφιαλωμένη μπύρα και κράκερς πλάι στα κουταλάκια του γλυκού· και γάτες με τα γουναρικά τους χάζευαν τη φωτιά· και ο σωρός των κούτσουρων που φλέγονταν έτριζε, έτοιμος για τα κάστανα και τις μασιές. Κάτι μεγαλόσωμοι άνδρες κάθονταν στα μπροστινά σαλόνια χωρίς τα κολάρα τους, Θείοι ασφαλώς, δοκιμάζοντας τα φρέσκα τους πούρα, τεντώνοντας το μπράτσο τους όσο έπαιρνε για να τα εξετάσουν από μακριά, ξαναφέρνοντάς τα στο στόμα τους, βήχοντας, ύστερα κρατώντας τα και πάλι μακριά, σαν να περίμεναν την έκρηξη· και κάτι μικρούλες θείες, ανεπιθύμητες στην κουζίνα όπως και οπουδήποτε αλλού, κάθονταν άκρη άκρη στις καρέκλες τους, τεντωμένες κι εύθραυστες, τρέμοντας μην σπάσουν, σαν ξεθωριασμένα φλυτζανάκια και πιατάκια".
Απόσπασμα από το διήγημα του Ντύλαν Τόμας "Τα Χριστούγεννα ενός παιδιού από την Ουαλία", σε μτφρ. Κατερίνας Σχινά, που περιλαμβάνεται στη Συλλογή "Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες" από τις εκδόσεις Ερατώ.
"Υπάρχουν πάντα Θείοι τα Χριστούγεννα. Οι ίδιοι Θείοι. Και τα χριστουγεννιάτικα πρωινά, με τη σφυρίχτρα μου που αναστάτωνε τα σκυλιά και με τις ζαχαρένιες γόπες στα χείλη, σάρωνα την μπαλωμένη πόλη για νέα από τον μικρόκοσμο κι έβρισκα πάντα ένα νεκρό πουλί πλάι στο λευκό Ταχυδρομείο, ή κοντά στις έρημες κούνιες· ίσως έναν κοκκινολαίμη μ' όλες του τις φωτιές, πλην μιας, σβησμένες. Άνδρες και γυναίκες άνοιγαν δρόμο σκυφτοί, με κόπο, μέσα απ' το χιόνι, γυρνώντας απ' την εκκλησία, με μύτες μπεκρήδων και ανεμοδαρμένα μάγουλα, όλοι αλμπίνοι, με κουβαριασμένα τα μαύρα τους δύσκαμπτα φτερά ενάντια στο άθρησκο χιόνι. Γκυ κρεμόταν από τις στρόφιγγες του γκαζιού σ' όλα τα μπροστινά σαλόνια· και υπήρχε σέρι και καρύδια και εμφιαλωμένη μπύρα και κράκερς πλάι στα κουταλάκια του γλυκού· και γάτες με τα γουναρικά τους χάζευαν τη φωτιά· και ο σωρός των κούτσουρων που φλέγονταν έτριζε, έτοιμος για τα κάστανα και τις μασιές. Κάτι μεγαλόσωμοι άνδρες κάθονταν στα μπροστινά σαλόνια χωρίς τα κολάρα τους, Θείοι ασφαλώς, δοκιμάζοντας τα φρέσκα τους πούρα, τεντώνοντας το μπράτσο τους όσο έπαιρνε για να τα εξετάσουν από μακριά, ξαναφέρνοντάς τα στο στόμα τους, βήχοντας, ύστερα κρατώντας τα και πάλι μακριά, σαν να περίμεναν την έκρηξη· και κάτι μικρούλες θείες, ανεπιθύμητες στην κουζίνα όπως και οπουδήποτε αλλού, κάθονταν άκρη άκρη στις καρέκλες τους, τεντωμένες κι εύθραυστες, τρέμοντας μην σπάσουν, σαν ξεθωριασμένα φλυτζανάκια και πιατάκια".
Απόσπασμα από το διήγημα του Ντύλαν Τόμας "Τα Χριστούγεννα ενός παιδιού από την Ουαλία", σε μτφρ. Κατερίνας Σχινά, που περιλαμβάνεται στη Συλλογή "Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες" από τις εκδόσεις Ερατώ.
Carl Larsson (πηγή: en.wikipedia.org)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου