Τετάρτη 17 Ιουλίου 2013

O ERIC HOBSBAWM ΓΙΑ ΤΗΝ BILLIE HOLIDAY

    Στις 17 Ιουλίου του 1959 πέθανε η Billie Holiday. Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε λίγες βδομάδες μετά το θάνατό της στο New Statesman and Nation. Στα ελληνικά, περιλαμβάνεται στο βιβλίο "Ξεχωριστοί άνθρωποι. Αντίσταση, εξέγερση και τζαζ", του Έρικ Χομπσμπάουμ, σε μετάφραση Παρασκευά Μάταλα, από τις εκδόσεις Θεμέλιο.

     Η Billie Holiday πέθανε πριν από λίγες εβδομάδες. Δεν τα κατάφερα μέχρι τώρα να γράψω γι'
αυτήν. Αφού όμως το όνομά της θα επιζήσει πολύ περισσότερο από πολλών άλλων για τους οποίους γράφονται πολύ μεγαλύτερες νεκρολογίες, μια μικρή καθυστέρηση σ' αυτό το μικρό δείγμα αναγνώρισης δε θα βλάψει ούτε αυτήν ούτε εμάς. Όταν πέθανε, όλοι μας - μουσικοί, κριτικοί, όλοι όσοι μείναμε κάποτε αποσβολωμένοι ακούγοντας την πιο συγκινητική φωνή της περασμένης γενιάς - θρηνήσαμε πικρά. Κι όμως δεν υπήρχε λόγος. Λίγοι άνθρωποι κυνήγησαν την αυτοκαταστροφή πιο αποφασιστικά από αυτήν, κι όταν το κυνήγι έφτανε στο τέλος του, στα σαράντα τέσσερα, είχε κάνει τον εαυτό της ένα σωματικό και καλλιτεχνικό ράκος. Κάποιοι από εμάς προσπαθούσαμε ευγενικά να παριστάνουμε πως δεν ήταν έτσι, και παρηγορούμασταν όταν κάποιες στιγμές φαινόταν σαν μια κατεστραμμένη ηχώ της εποχής του μεγαλείου της. Σε άλλους πάλι από εμάς, δεν μας έκανε καρδιά να την ακούμε πλέον. Προτιμούσαμε να καθόμαστε σπίτι και, αν ήμασταν αρκετά μεγάλοι και τυχεροί για να έχουμε τους ασύγκριτους δίσκους της εποχής της ακμής της, μεταξύ 1937 και 1946, πολλοί απ' τους οποίους δεν είναι διαθέσιμοι σε βρετανικά άλμπουμ, να αναπαράγουμε εκείνους τους χοντροϋφασμένους, ελικοειδείς και αφόρητα μελαγχολικούς ήχους που της εξασφάλισαν μια σίγουρη θέση στην αθανασία. Ο φυσικός της θάνατος θα έπρεπε να προκαλέσει μάλλον ανακούφιση παρά θλίψη. Τι είδους ζωή θα μπορούσε να έχει δίχως τη φωνή της που της επέτρεπε να βγάζει τα ποτά της και τις δόσεις της, δίχως τα βλέμματα - και στις μέρες τη υπήρξε βασανιστικά όμορφη - για να τραβάει τους άνδρες που χρειαζόταν, δίχως την επιχειρηματική αίσθηση, δίχως τίποτε, παρά μόνο την ανιδιοτελή λατρεία κάποιων ανθρώπων που την είχαν δει και ακούσει την εποχή της δόξας της και τώρα γερνούσαν;
     Κι όμως, η θλίψη μας, όσο και να είναι παράλογη, ήταν ταιριαστή με την τέχνη της Μπίλυ Χόλιντεϋ, την τέχνη μιας γυναίκας για την οποία πρέπει κανείς να λυπάται. Οι μεγάλες τραγουδίστριες των μπλουζ, με τις οποίες πρέπει δικαίως να συγκρίνεται, έπαιζαν το παιγνίδι τους από θέση ισχύος. Ήταν λέαινες, αν και συχνά πληγωμένες ή στριμωγμένες (μήπως η Μπέσυ Σμιθ δεν αποκάλεσε τον εαυτό της "μια τίγρη, έτοιμη να πηδήσει";), που είχαν ως δραματικά αντίστοιχά τους την Κλεοπάτρα και τη Φαίδρα. Το αντίστοιχο της Μπίλυ ήταν μια πικραμένη Οφηλία. Ήταν μια ηρωίδα του Πουτσίνι μεταξύ των τραγουδιστών της τζαζ, γιατί, αν και τραγουδούσε ασύγκριτα ένα είδος μπλουζ των καμπαρέ, η φυσική της γλώσσα ήταν το ποπ τραγούδι. Το επίτευγμά της ήταν ότι το παραποίησε, κάνοντάς το μια γνήσια έκφραση των μεγάλων παθών, μέσα από μια πλήρη αδιαφορία για τους ζαχαρένιους τόνους του ή και για οποιοδήποτε άλλο τόνο πέρα από τις λίγες δικές της απαλά κλαίουσες επιμηκυμένες νότες, αρθρωμένες όπως και στη Μπέσυ Σμιθ ή τον Λούις Άρμστρονγκ, με σπαρακτικό τρόπο, τραγουδισμένες με μια λεπτή, τολμηρή, βασανιστική φωνή που η φυσική διάθεση που εξέφραζε ήταν ένα ανυπόμονο και φιλήδονο καλωσόρισμα των πόνων του έρωτα. Κανένας άλλος δεν τραγούδησε, κι ούτε θα τραγουδήσει ποτέ, όπως αυτή το τραγούδι της Μπες από το Porgy. Είναι αυτός ο συνδυασμός πίκρας και φυσικής υποταγής, σαν κάποιος να είναι ξαπλωμένος και να βλέπει τα πόδια του ακρωτηριασμένα, που σου κόβει το αίμα στο Strange Fruit, στο ποίημα κατά του λιντσαρίσματος το οποίο μετέτρεψε σε ένα αξέχαστο τραγούδι τέχνης. Το να υποφέρει ήταν το επάγγελμά της αλλά δεν το αποδέχθηκε.
     Λίγα χρειάζεται να ειπωθούν για την τρομερή ζωή της, που την περιέγραψε με τέτοια συγκινητική, αν και όχι και τόσο πραγματολογική, αλήθεια στην αυτοβιογραφία της με τίτλο "η κυρία τραγουδάει τα μπλουζ". Μετά από μια εφηβεία κατά την οποία ο αυτοσεβασμός της μετριόταν από την εμμονή του κοριτσιού να μαζεύει με τα χέρια της τα κέρματα που της πέταγαν οι πελάτες, κανείς δεν μπορούσε πλέον να τη βοηθήσει. Η προσφορά βοήθειας δεν της έλειπε. Είχε τον John Hammond, η διαίσθηση και η ευσυνειδησία του οποίου την ανέδειξε, είχε τους καλύτερους μουσικούς της δεκαετίας του 1930 να τη συνοδεύουν - ιδιαίτερα τους Teddy Wilson, Frankie Newton και Lester Young - , είχε την απεριόριστη αφοσίωση όλων των σοβαρών ειδημόνων, αλλά και μεγάλη απήχηση στο κοινό. Ήταν όμως πολύ αργά για να σταματήσει μια πορεία συστηματικού και πικρού αυτοσφαγιασμού. Το να γεννηθείς με ομορφιά και αυτοσεβασμό στο νέγρικο γκέτο της Βαλτιμόρης το 1915 αποτελούσε ένα πολύ μεγάλο πρόσκομμα, ακόμα κι αν δε σε είχαν βιάσει στα δέκα σου, ακόμα κι αν δεν είχες εθιστεί στα ναρκωτικά στα δεκαπέντε σου. Κι όμως, ενώ κατέστρεφε τον εαυτό της, τραγουδούσε με μια φωνή βαθιά, μια πικρή φωνή που σου έσκιζε την καρδιά. Δεν είναι δυνατό να μην κλάψουμε για την Μπίλυ Χόλιντέυ, να μη μισήσουμε τον κόσμο που την κατάντησε έτσι.

2 σχόλια:

  1. Πολύ συγκινητικό κείμενο, διεισδυτικό, ο συγγραφέας δεν χαρίζεται.
    Μου έρχονται στο μυαλό και οι Ευρωπαίες, η Edith Piaf, η πιο σύγχρονη Amy Winehouse.
    Το κοινό τους ήταν μάρτυρας της απαράμιλλης τέχνης τους και του απέραντου πόνου τους που η επιτυχία δεν μπόρεσε να σιγάσει. Υπάρχει περίπτωση να μην συγκινηθείς από τις ερμηνείες τους;
    Θα τις θυμόμαστε..........

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Πολύ σωστά! Κι εμένα αυτές οι δύο μου έρχονται στο μυαλό ως αντίστοιχες της Billie, όπως και οι ρεμπέτισσες του μεσοπολέμου.

      Διαγραφή