Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2015

ΣΤΟ ΊΔΙΟ ΜΑΚΑΒΡΙΟ ΚΛΙΜΑ...

Ο ιδιοφυής Ρολάντ Τοπόρ , σε μια στιγμή εμπνευσμένης απόγνωσης (ή απεγνωσμένης έμπνευσης), καταγράφει "100 ΛΟΓΟΥΣ ΓΙΑ Ν' ΑΥΤΟΚΤΟΝΗΣΕΙ ΑΜΕΣΩΣ ΤΩΡΑ":

1. Ο καλύτερος τρόπος για να βεβαιωθώ ότι δεν είμαι ήδη νεκρός.

2. Για ν' αποφύγω να ψηφίσω.

3. Θα νιώθω λιγότερο μόνος.

4. Το κόστος ζωής ανεβαίνει, ο θάνατος όμως παραμένει προσιτός.

5. Για να κάνω τόπο στα νιάτα.

6. Επιτέλους, ένας πρωταγωνιστικός ρόλος!

7. Επειδή είναι ένας καλός τρόπος να κόψω το κάπνισμα.

8. Δεν έχει μείνει τίποτε άλλο να κάνω.

9. Για να προσχωρήσω στη σιωπηρή πλειοψηφία. Την πραγματική.

10. Κι αν είμαι αθάνατος; Καλύτερα να το ανακαλύψω το γρηγορότερο.

11. Για να γλιτώσω τους φόρους.

12. Για να γλιτώσω το νοίκι.

13. Για να σταματήσω να ροχαλίζω.

14. Γιατί είμαι είδος προς εξαφάνιση και κανείς δεν με προστατεύει.

15. Για να είμαι υπεράνω του νόμου.

Οι υπόλοιποι 85 λόγοι βρίσκονται εδώ.


VERBA

(με αφορμή τη σημερινή Μέρα των Νεκρών στο Μεξικό)


Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2015

GRATEFUL DEAD (ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΚΟΖΟΜΠΟΛΗ)


   Όταν θέλεις να κατανοήσεις πλήρως την υφή και τις επιρροές ενός group πρέπει οπωσδήποτε να λάβεις υπόψη σου τον χώρο και τον χρόνο στον οποίο κινήθηκαν δημιουργικά οι μουσικοί του. Τα πολιτικά γεγονότα, οι κοινωνικές αλλαγές, τα οικονομικά δεδομένα, είναι πολύ συχνά σημεία έμπνευσης, ειδικότερα όταν μιλάμε για ένα αυθεντικό rock group. Οι Grateful Dead έζησαν το πιο δημιουργικό κομμάτι της ζωής τους στο "κέντρο του κόσμου" όσον αφορά στη γενιά της αγάπης, τόσο τοπικά όσο και χρονικά. Ήταν από τα πρωτοκλασάτα group του San Fransisco στο διάστημα 1965- 1970. Δημιούργησαν τον πυρήνα της δυτικής μουσικής σκηνής στην Αμερική μαζί με άλλα ιερά τέρατα της εποχής, όπως οι Jefferson Airplaine, Big Brother and the Holding Company (το πρώτο group της Janis Joplin), Country Joe and the Fish, Great Society, Moby Grape και Quicksilver Messenger Service, που, στο σύνολό τους, έδωσαν ουσιαστικά τον ορισμό της ψυχεδέλειας στη μουσική.
     Το San Fransisco (ή Frisco όπως το αποκαλούσαν χαϊδευτικά) είχε μεταβληθεί σε ένα τεράστιο κοινόβιο εκείνη την εποχή. Το κέντρο του θεωρούνταν η γωνία των οδών Haight και Ashbury και από τη σύντμηση των ονομάτων των δύο αυτών δρόμων όλη η περιοχή ονομαζόταν Hashbury. Οι Grateful Dead διατηρούσαν το δικό τους κοινόβιο στην οδό Ashbury 710. Η αρχική τους σύνθεση ήταν ο Jerry Garcia (κιθάρα και ενίοτε πιάνο), ο Bob Weir (κιθάρα), ο Bill Kreutzmann (ντραμς), ο Phil Lesh (μπάσο, πιάνο) και ο τραγουδιστής Ron McKerman, που έγινε γνωστότερος με το παρατσούκλι "PigPen". Αργότερα, το 1968, προστέθηκε στα κρουστά και ο Mickey Hart. Αν και η πρώτη επίσημη κυκλοφορία τους ήταν το 1967, η σύστασή τους χρονολογείται στις αρχές του 1965. Πριν κυκλοφορήσουν κάποιο δίσκο, ο πρώτος τους ανεπίσημος μάνατζερ ήταν ο Chet Helms, ένας πρώην φοιτητής Θεολογίας που ουσιαστικά ανακάλυψε και προώθησε την Janis Joplin στη μουσική σκηνή του Frisco.
     [...] Το πρώτο όνομά τους δεν ήταν Grateful Dead αλλά Warlocks. Για ένα διάστημα τους χρηματοδοτούσε ένας πρώην φοιτητής Μηχανολογίας, ο Owsley, ο οποίος παρασκεύαζε στο δικό του εργαστήρι LSD και το διέθετε στην περιοχή. Ο Augustus Owsley Stanley III, όπως ήταν το πλήρες όνομά του, είχε δημιουργήσει για τους Warlocks ένα ηχητικό σύστημα πρωτόγνωρης έντασης και ποικιλίας, που έκανε τον ήχο της μπάντας ακόμα πιο ξεχωριστό. Το LSD, που πρωτοήρθε στο Berkeley και το Frisco από τον Timothy Leary, ήταν το πιο διαδεδομένο ναρκωτικό στη Δυτική Ακτή εκείνα τα χρόνια. Ειδικά ο Jerry Garcia είχε γίνει τόσο φανατικός χρήστης που τον αποκαλούσαν "Captain Trips". Παρ' όλα αυτά, ήταν ο μοναδικός από το γκρουπ που απουσίαζε από το κοινόβιό τους όταν η αστυνομία έκανε εισβολή το 1967 και βρήκε μικροποσότητες μαριχουάνας. Ήταν η χρονιά που τέτοιες εισβολές γίνονταν καθημερινά και συνέβαλαν κι αυτές στο να εκλείψει μέσα στη χρονιά το κίνημα του "Flower Power". Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι η συνέντευξη Τύπου που έδωσαν οι Grateful Dead για το συγκεκριμένο γεγονός στις 5-10-67 συμπίπτει χρονικά με το πάρτυ που έδωσαν την επόμενη μέρα οι Diggers (μια κοινωνική ομάδα που μάζευε ρούχα, τρόφιμα και χρήματα για τους φτωχούς, η οποία είχε την αόρατη αλλά αμέριστη συμπαράσταση της τοπικής μουσικής σκηνής) και ονομάστηκε "Death of Hippies". Οι "δηλώσεις μεταμέλειας" σαν κι αυτή που έκαναν οι Grateful Dead και όχι μόνο, συνέβαλαν στο να τελειώσει και τυπικά κάπου εκεί το "Καλοκαίρι της Αγάπης".
     Οι Grateful Dead δεν έμεινα στην ιστορία της ψυχεδέλειας μόνο για τη μουσική τους. Ήταν πολιτικά συνειδητοποιημένοι στο πνεύμα της εποχής τους και η συμβολή τους σε διάφορα κοινωνικά happenings ήταν διαρκής μέχρι το τέλος της δεκαετίας. Ήταν στενοί φίλοι με τον συγγραφέα Richard Brautigan και με τον ιδρυτή των Diggers, τον Emmet Gogan. Έλαβαν μέρος στα περισσότερα μουσικά φεστιβάλ της εποχής, με αποκορύφωμα το "Human Be-In", με το οποίο γιόρτασε η Generation of Love στις 12-1-67 στην οδό Haight 1542 την απαγόρευση του LSD στην California, που έγινε στις 6-10-66. Ήταν από τους βασικούς μουσικούς που λάβαιναν μέρος στα "Trips Festivals" που διοργάνωνε ο Kean Kesey, ο συγγραφέας που όργωνε τη χώρα με το περίφημο "magic bus", διοργανώνοντας "acid tests". Αυτό πάντως δεν εμπόδισε τον Jerry Garcia ν' αποκτήσει μια κόρη με την τότε φίλη του Ken Kesey, την Mountain Girl.
     Μερικά δείγματα της κοινωνικής τους συνείδησης διαπιστώνουμε από δύο ακόμα γεγονότα. Το πρώτο, όταν προσπάθησαν να οργανώσουν ένα εντελώς δωρεάν αντί- Monterey φεστιβάλ το 1967, μόλις συνειδητοποίησαν ότι το original Monterey Pop Festival είχε γίνει αντικείμενο οικονομικής εκμετάλλευσης από τους μάνατζερ και τα τηλεοπτικά κανάλια. Το δεύτερο, όταν τα Χριστούγεννα του 1969 αρνήθηκαν να παίξουν στο φεστιβάλ του Altamont με τους Rolling Stones, όταν διαπιστώθηκε πως η κατάσταση του κόσμου είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο, με αποτέλεσμα η υποτιθέμενη γιορτή να καταλήξει σε ένα μακελειό με τέσσερις θανάτους, πολλούς τραυματισμούς και υπερβολικές δόσεις ναρκωτικών.
     Παραδόξως, ο μόνος από το συγκρότημα που δεν είχε σχέση με το LSD ήταν ο πρώτος που έφυγε τόσο από το γκρουπ όσο και από τη ζωή. Ο PigPen, ο τραγουδιστής με το εντυπωσιακό παρουσιαστικό, δεν κατάφερε να ελέγξει την εξάρτησή του από το αλκοόλ και το 1971 εγκατέλειψε την μπάντα, σηματοδοτώντας ουσιαστικά το τέλος των original Grateful Dead. Δύο χρόνια αργότερα, εγκατέλειψε και τη ματαιότητα αυτής της ζωής στο διαμέρισμά του στην California με όλα τα εσωτερικά του όργανα κατεστραμμένα στα 28 του χρόνια.
     Το πρώτο album των Grateful Dead κυκλοφόρησε το 1967 με τίτλο το όνομα του γκρουπ. Στη συνέχεια εκδόθηκε το "Anthem of the Sun" , το 1968, μετά το "Aoxomoxoa", το 1969, ενώ το γκρουπ έφτασε στο αποκορύφωμα της μουσικής του δημιουργίας την επόμενη χρονιά, όταν κυκλοφόρησαν τρία υπέροχα album: το "Live Dead", όπου αποτύπωσαν σε βινύλιο τις θρυλικές ζωντανές τους εμφανίσεις, και τα καταπληκτικά "Workingman' s Dead" και "American Beauty".
     Όπως και στα περισσότερα σύγχρονά τους συγκροτήματα, δεν μπορείς να κατατάξεις εύκολα τη μουσική των Grateful Dead σε ένα συγκεκριμένο είδος μουσικής. Οι επιρροές τους ήταν σίγουρα από blues, folk και country, η αριστουργηματική μίξη των οποίων μας απέφερε ένα από τα καλύτερα ακούσματα της γενιάς των παιδιών των λουλουδιών. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι τόσες δεκαετίες αργότερα οι πρώτοι δίσκοι τους είναι εξίσου δημοφιλείς και έχουν τόσους οπαδούς ανά τον κόσμο, με πιο γνωστό σίγουρα τον Phil Jackson, τον πολυνίκη προπονητή του NBA, που δε διστάζει να παραδεχτεί πως ακόμα και τώρα βρίσκει την καλύτερη συντροφιά στη μουσική των Grateful Dead. Ευγνώμονες νεκροί, εμείς οι ζωντανοί (;) σας ευγνωμονούμε.

Υ.Γ.: Στο bibliokult έχω μεταφέρει άλλο ένα κείμενο του Νίκου για τον Tim Buckley, το οποίο, όπως κι αυτό εδώ, είχαν δημοσιευτεί παλιότερα σ' ένα φάνζιν. Και στα δύο κείμενα, κυρίως όμως στο κομμάτι για τους Grateful Dead, είναι φανερή η αγάπη για το συγκρότημα και γενικά για τη μουσική, που κάνουν όσους την αγαπούν ν' απομνημονεύουν ένα σωρό πληροφορίες, τις οποίες θέλουν να μοιραστούν με άλλους. Υποτίθεται ότι το ίδιο συμβαίνει και με τα κείμενα που γράφονται σε μπλογκ, νομίζω όμως, ίσως επειδή ανήκω σε άλλη γενιά, ότι το πάθος και η αφοσίωση που αποτυπώνονται στο φωτοτυπημένο χαρτί ενός χειροποίητου φάνζιν δεν μεταγγίζονται στην οθόνη. Μπορεί όμως να κάνω και λάθος...

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2015

ΑΝ ΜΠΕΙΣ Σ' ΈΝΑ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ, ΘΑ ΔΕΙΣ ΠΑΡΑΤΑΓΜΕΝΑ:

1.    Τα Βιβλία Που Δεν Είναι Ανάγκη Να Διαβάσεις

2.    Τα Βιβλία Που Φτιάχτηκαν Για Άλλες Χρήσεις Και Όχι Για Να Διαβαστούν

3.    Τα Βιβλία Που Ήδη Διάβασες Χωρίς Να Κάνεις Τον Κόπο Να Τα Ανοίξεις Γιατί Ανήκουν Στην Κατηγορία Των Ήδη Διαβασμένων Πριν Ακόμα Γραφούν

4.    Τα Βιβλία Που Αν Μπορούσες Να Ζήσεις Περισσότερες Ζωές Θα Διάβαζες Ευχαρίστως Αλλά Δυστυχώς Οι Μέρες Που Σου Απομένουν Να Ζήσεις Είναι Αυτές Που Είναι

5.    Τα Βιβλία Που Έχεις Πρόθεση Να Διαβάσεις Αλλά Πρώτα Έχουν Σειρά Κάποια Άλλα

6.    Τα Βιβλία Που Είναι Πολύ Ακριβά Και Που Μπορείς Να Περιμένεις Να Αγοράσεις Μισοτιμής

7.    Τα Βιβλία Που Επίσης Περιμένεις Να Αγοράσεις Όταν Θα Επανεκδοθούν Στις Οικονομικές Σειρές

8.    Τα Βιβλία Που Μπορείς Να Ζητήσεις Από Κάποιον Να Σου Δανείσει

9.    Τα Βιβλία Που Όλοι Πια Έχουν Διαβάσει Και Άρα Είναι Σαν Να Τα Έχεις Διαβάσει Κι Εσύ

10.   Τα Βιβλία Που Εδώ Και Πολύ Καιρό Έχεις Στο Πρόγραμμα Να Διαβάσεις

11.   Τα Βιβλία Που Ψάχνεις Χρόνια Και Δε Βρίσκεις

12.   Τα Βιβλία Που Αφορούν Κάτι Με Το Οποίο Ασχολείσαι Αυτή Την Περίοδο

13.   Τα Βιβλία Που Θέλεις Να Αγοράσεις Για Να Τα Έχεις Στη Διάθεσή Σου Για Κάθε Περίπτωση

14.   Τα Βιβλία Που Θα Μπορούσες Να Βάλεις Κατά Μέρος Για Να Τα Διαβάσεις Ίσως Το Καλοκαίρι

15.   Τα Βιβλία Που Σου Λείπουν Για Να Τα Βάλεις Δίπλα Σε Άλλα Στη Βιβλιοθήκη Σου

16.   Τα Βιβλία Που Σου Εμπνέουν Μια Ξαφνική Φρενιασμένη Και Όχι Εύκολα Δικαιολογήσιμη Περιέργεια

17.   Τα Βιβλία Που Διάβασες Πριν Πολλά Χρόνια Και Ήρθε Πια Ο Καιρός Να Ξαναδιαβάσεις

18.   Τα Βιβλία Που Πάντα Έλεγες Ότι Είχες Διαβάσει Και Ήρθε Πια Ο Καιρός Να Διαβάσεις Αληθινά

19.   Τα Καινούρια Βιβλία Των Οποίων Ο Συγγραφέας Ή Το Θέμα Σε Ελκύουν

20.   Τα Καινούρια Βιβλία Των Οποίων Ο Συγγραφέας Ή Το Θέμα Δεν Είναι Νέα

21.   Τα Καινούρια Βιβλία Των Οποίων Ο Συγγραφέας Ή Το Θέμα Είναι Εντελώς Άγνωστα

Πηγή: "Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης", Ίταλο Καλβίνο, μτφρ. Ανταίος Χρυσοστομίδης, Εκδόσεις Αστάρτη.

(πηγή: jeremymiranda.com)

Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2015

Ο ΦΑΛΑΝΤΑ ΚΑΙ Η ΝΑΖΙΣΤΙΚΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ

     Ανάμεσα σε πάρα πολλούς βασανισμένους συγγραφείς, ο Φάλαντα (1893-1947) διεκδικεί τον τίτλο του πιο βασανισμένου: στα δεκαέξι είχε ένα σοβαρό ατύχημα (τον παρέσυρε μια άμαξα της οποίας το άλογο τον κλότσησε στο πρόσωπο) κι ένα χρόνο μετά κόλλησε τύφο. Στα δεκαοχτώ, αποφάσισε ν' αυτοκτονήσει μαζί μ' έναν φίλο του, πυροβολώντας ο ένας τον άλλο στην καρδιά -μόνο που τα πράγματα δεν πήγαν όπως τα είχαν συμφωνήσει· ο Φάλαντα πέτυχε τον στόχο του, ενώ ο φίλος αστόχησε. Κατηγορήθηκε για φόνο και, παρά την αθωωτική απόφαση, κλείστηκε σε ψυχιατρείο, ξεκινώντας μια μακρά σειρά εγκλεισμών σε διάφορα ιδρύματα. Μεταξύ αυτών των ιδρυμάτων ήταν και η φυλακή, εξαιτίας των μικροκλοπών που του εξασφάλιζαν τη δόση του, μιας και, λόγω των φρικτών πόνων μετά από το ατύχημα, είχε εθιστεί στη μορφίνη.
     Παρ' όλα αυτά, μετά το 1928, η μίζερη ζωή του φαινόταν ν' αλλάζει. Καταφέρε ν' απεξαρτηθεί, παντρεύτηκε, έπιασε δουλειά ως δημοσιογράφος και άρχισε να γίνεται γνωστός ως συγγραφέας. Ωστόσο, η ευτυχισμένη αυτή περίοδος δεν κράτησε πολύ. Η άνοδος των ναζί στην εξουσία έφερε καινούρια προβλήματα στον Φάλαντα, όπως άλλωστε σε όλους τους Γερμανούς. Το 1933 φυλακίστηκε από την Γκεστάπο με την κατηγορία της αντιναζιστικής δράσης, αν και μια βδομάδα αργότερα αναγκάστηκαν να τον αφήσουν ελεύθερο λόγω έλλειψης στοιχείων. Την επόμενη χρονιά, το Υπουργείο Προπαγάνδας πρότεινε την απόσυρση των έργων του από τις Δημόσιες Βιβλιοθήκες, γεγονός που συνοδεύτηκε από τη μείωση των πωλήσεων των βιβλίων του και επομένως την οικονομική κατάρρευση του συγγραφέα. Το 1935 ανακηρύχθηκε επίσημα "ανεπιθύμητος συγγραφέας", οπότε, προκειμένου ν' αποφύγει περαιτέρω προβλήματα με το καθεστώς, ξεκίνησε να γράφει παιδικά βιβλία. Αλλά τελικά τα προβλήματα δεν μπόρεσε να τ' αποφύγει. Όταν το 1937 εκδόθηκε το βιβλίο του "Λύκος μεταξύ Λύκων", ο Γκέμπελς όχι μόνο το ενέκρινε αλλά το βρήκε καταπληκτικό. Η επιδοκιμασία του Υπουργού Προπαγάνδας γέμισε με φόβο τον Φάλαντα, γιατί ήξερε ότι αργά ή γρήγορα θα ζητούσαν τη συνεργασία του. Πραγματικά, μετά από λίγο καιρό, ο Γκέμπελς του ζήτησε να γράψει ένα βιβλίο για τα δεινά μιας γερμανικής οικογένειας κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, από τα οποία τους ανακούφισαν οι ναζί όταν πήραν την εξουσία. Ο Φάλαντα τελικά υπέκυψε στις πιέσεις του Γκέμπελς κι έγραψε τον "Σιδερένιο Γκουστάβ".
μια σελίδα από το πυκνογραμμένο χειρόγραφο του Φάλαντα
     Αν και θα μπορούσε ν' αποφύγει έναν τέτοιο εξευτελιστικό συμβιβασμό με το να φύγει από τη χώρα, ο Φάλαντα δεν μπόρεσε να το κάνει, οπότε το ξέσπασμα του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου τον βρήκε στη Γερμανία. Η καθημερινότητά του έγινε ακόμα πιο δύσκολη λόγω της γενικής έλλειψης σε βασικά αγαθά, αλλά και λόγω των γειτόνων, που απειλούσαν ότι θ΄αποκαλύψουν στις αρχές τα ψυχιατρικά του προβλήματά, το οποίο θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμα και στη θανάτωσή του. Τα πράγματα χειροτέρεψαν κι άλλο το 1944, όταν, μεθυσμένος, απείλησε με όπλο την πρώην γυναίκα του, οπότε τον συνέλαβαν και τον έκλεισαν -για μια ακόμη φορά- σε ψυχιατρείο. Για να γλιτώσει τις βάναυσες τιμωρίες που επιφύλασσαν οι Ναζί στους ψυχικά αρρώστους, πήρε την απόφαση να συνεργαστεί ξανά με τον Γκέμπελς και να γράψει ένα βιβλίο με αντισημιτικό περιεχόμενο. Αυτό που τελικά έγραψε όμως ήταν ένα παιδικό παραμύθι, ένα μικρό ημερολόγιο κι ένα εν πολλοίς αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα με αντιναζιστικό περιεχόμενο, τον "Πότη" (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κίχλη), κι όλα αυτά σ' ένα μόνο τετράδιο, όπου έγραψε πάρα πολύ πυκνά, με μικροσκοπικά γράμματα, ακόμα και ανάποδα και πλαγίως, φτάνοντας τις 72 γραμμές ανά σελίδα. Σε περίπτωση που οι Ναζί καταλάβαιναν τι είχε κάνει, δε θα γλίτωνε τον θάνατο, ωστόσο, εκείνοι μπόρεσαν να διακρίνουν μόνο το παιδικό παραμύθι, που ήταν γραμμένο με μεγαλύτερα γράμματα στις "κανονικές" γραμμές. Τελικά βγήκε από το ψυχιατρείο λίγο πριν από την ήττα του ναζιστικού καθεστώτος, τον Δεκέμβριο του '44, αλλά δεν κατάφερε ποτέ να ξεπεράσει την οδυνηρή αυτή εμπειρία. Κύλησε ξανά στη μορφίνη και πέρασε το λίγο διάστημα που του απέμενε μπαινοβγαίνοντας σε κλινικές. Μέσα σε μια τέτοια κλινική έγραψε λίγο πριν πεθάνει το αριστούργημά του "Μόνος στο Βερολίνο", καταθέτοντας όλη την εξαθλίωση και την καταρράκωση της ανθρώπινης ύπαρξης στη ναζιστική Γερμανία, την οποία, άλλωστε είχε βιώσει κι ο ίδιος σ' όλες τις τις εκφάνσεις.

Πηγές: en.wikipedia.org και twoheadedgorilla.tumblr.com

Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2015

ΜΟΝΟΣ ΣΤΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟ

     Τις μέρες θριάμβου του ναζιστικού καθεστώτος, αμέσως μετά την κατάκτηση της Γαλλίας, ο Ότο και η Άννα Κβάνγκελ παίρνουν ένα γράμμα που τους πληροφορεί ότι ο γιος τους σκοτώθηκε στο μέτωπο. Η τρομερή αυτή απώλεια κάνει τους Κβάνγκελ, ένα πληκτικό ζευγάρι που απλώς κοιτάει τη δουλειά του, ν' αλλάξουν στάση, ν' αντισταθούν στη ναζιστική θηριωδία και να διαφυλάξουν την αξιοπρέπειά τους, πράγμα που -το ξέρουν από την πρώτη στιγμή- θα τους οδηγήσει στον θάνατο. Η αντιστασιακή τους δράση συνίσταται στο να γράφουν κάρτες με συνθήματα εναντίον του Φύρερ και του παράλογου πολέμου του και να τις αφήνουν στους διαδρόμους πολυσύχναστων πολυκατοικιών. Οι άχρωμοι, μεθοδικοί και προσεκτικοί Κβάνγκελ καταφέρνουν να περνούν απαρατήρητοι και να ρίχνουν τη μία κάρτα μετά την άλλη στα κτίρια του Βερολίνου, προσδοκώντας ότι θ' αφυπνίσουν τον κόσμο που θα τις διαβάζει και στη συνέχεια θα τις μοιράζει και σε άλλους. Στην πραγματικότητα, οι περισσότερες από τις κάρτες που γράφουν παραδίδονται αμέσως στην Γκεστάπο από τους έντρομους πολίτες που φοβούνται μήπως κατηγορηθούν για αντικαθεστωτική δράση. Η μόνη αντίδραση στις κάρτες των Κβάνγκελ προέρχεται από την ίδια την Γκεστάπο και τους επιθεωρητές της, οι οποίοι δεν μπορούν να δεχτούν ότι, δύο χρόνια μετά την πρώτη κάρτα, δεν έχουν ακόμα τον "Φαντομά" στα χέρια τους. Έρχεται όμως η στιγμή που οι Κβάνγκελ κάνουν κάποιο λάθος, πέφτουν στα χέρια των διωκτών τους και καταδικάζονται σε αποκεφαλισμό. Εκτός από το ζεύγος Κβάνγκελ, στο βιβλίο κινούνται διάφορα πρόσωπα: άλλοι μικρόνοες, χαμερπείς και θρασύδειλοι, όπως οι κτηνώδεις Περζίκε, ο μικροκακοποιός Μπορκχάουζεν και ο εισαγγελέας που απαιτούσε σκληρότερη ποινή ακόμα και τη στιγμή που ο Ότο Κβάνγκελ οδηγούνταν προς εκτέλεση, κι άλλοι ακέραιοι, συμπονετικοί και ανθρώπινοι, όπως ο ηλικιωμένος δικαστής Φρομ, η νεαρή Τρούντελ και η ταχυδρόμος Άννα Κλούγκε, η οποία, όταν μαθαίνει ότι ο γιος της περηφανευόταν για τους Εβραίους που σκότωσε στην Πολωνία, αποκηρύσσει το ίδιο της το παιδί, αποχωρεί από το Κόμμα κι εγκαταλείπει το Βερολίνο για να ζήσει στην επαρχία.
     Ο Φάλαντα έγραψε το "Μόνος στο Βερολίνο" το 1946, μέσα σε λίγες μέρες, μερικούς μήνες πριν πεθάνει από την καρδιά του, λόγω του χρόνιου εθισμού του στη μορφίνη και το αλκοόλ. Ο πυρήνας της ιστορίας είναι πραγματικός: πρόκειται για την υπόθεση του Ότο και της Ελίζ Χάμπελ, οι οποίοι, μετά τον θάνατο του αδερφού της Ελίζ στο γαλλικό μέτωπο, άρχισαν να γράφουν κάρτες κατά του Χίτλερ κι όταν τους έπιασαν, δύο χρόνια μετά την έναρξη της δράσης τους, τους αποκεφάλισαν. Ο Φάλαντα, με κέντρο αυτή την ιστορία, αποτυπώνει τη φρικτή, ερεβώδη πραγματικότητα των πιο σκοτεινών χρόνων του 20ου αιώνα. Για την ακρίβεια, έχει τα κότσια ν' αποτυπώσει αυτή την πραγματικότητα, χωρίς καμία προσπάθεια να μετριάσει τον τρόμο και την αθλιότητα που επικρατούσαν στη γερμανική κοινωνία κατά τη διάρκεια του Τρίτου Ράιχ και που έφερναν αντιμέτωπο με τη μοναξιά του θανάτου όποιον επέλεγε να εναντιωθεί σ' έναν τέτοιο εξευτελισμό της ανθρώπινης ύπαρξης. Το "Μόνος στο Βερολίνο" είναι ένα βιβλίο που δε χαρίζεται σε κανέναν· είναι ένα ξερό, παγερό μα μεγαλειώδες βιβλίο, όπως ακριβώς και ο ήρωάς του, ο εργοδηγός Ότο Κβάνγκελ.

"Γιατί το κάνατε, μου λέτε;"
"Ποιο;" ρώτησε αδιάφορα ο Κβάνγκελ, δίχως να κοιτάζει τον ατσαλάκωτο κύριο.
"Γιατί γράφατε τις κάρτες; Αφού τελικά δεν είχαν κανένα νόημα, και θα σας στοιχίσουν τη ζωή σας".
"Επειδή είμαι χαζός. Επειδή δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα καλύτερο. Επειδή υπολόγιζα ότι η επίδρασή τους θα ήταν διαφορετική. Γι' αυτό!"
"Και δεν λυπάστε; Δεν στενοχωριέστε που θα χάσετε τη ζωή σας για μια χαζομάρα;"
Ένα αυστηρό βλέμμα στυλώθηκε πάνω στον δικηγόρο, ένα γέρικο, περήφανο, σκληρό, γερακίσιο βλέμμα. "Τουλάχιστον διαφύλαξα την αξιοπρέπειά μου", είπε ο Ότο Κβάνγκελ. "Δεν συμμετείχα".
Ο δικηγόρος κοίταξε για πολλή ώρα τον σιωπηλό άντρα που καθόταν μπροστά του. Ύστερα είπε: "Αρχίζω να πιστεύω ότι ο συνάδελφός μου, ο συνήγορος της γυναίκας σας, είχε δίκιο: είστε και οι δύο τρελοί".
"Είναι τρέλα να θέλει κανείς πάση θυσία να διαφυλάξει την αξιοπρέπειά του;"
"Μπορούσατε να το κάνετε και χωρίς τις κάρτες".
"Σιωπηρή συναίνεση ονομάζεται αυτό. Εσείς τι έχετε κάνει, για να είστε ένας καθωσπρέπει κύριος με ατσαλάκωτα παντελόνια, γυαλισμένα νύχια και πουλημένες αγορεύσεις; Ποιο είναι το τίμημα που πληρώσατε;"
Ο δικηγόρος δεν μίλησε.
"Τώρα πια δεν υπάρχει σωτηρία για σας!" είπε ο Κβάνγκελ. Θα πληρώνετε για πάντα το τίμημα, και ίσως μια μέρα χρειαστεί να το πληρώσετε με τη ζωή σας, ακριβώς όπως κι εγώ, μόνο που  ο λόγος θα είναι πολύ διαφορετικός: εσείς θα το κάνετε για την ατιμία σας!"[...]
"Κι όμως, θα υποβάλω αίτηση χάριτος", είπε ο δικηγόρος.
Ο Κβάνγκελ δεν απάντησε.
"Εις το επανιδείν!" είπε ο δικηγόρος.
"Δεν νομίζω ότι θα ξανασυναντηθούμε -εκτός κι αν παρακολουθήσετε την εκτέλεσή μου. Είστε επίσημος προσκεκλημένος μου!"
Ο δικηγόρος έφυγε.

Υ.Γ.: Το βιβλίο κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πόλις, σε εξαιρετική μετάφραση της Άντζη Σαλταμπάση.


Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2015

ΤΡΕΙΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ

Τρία στιγμιότυπα από την κατάρρευση του ναζισμού στην Ευρώπη.


Έγκλειστοι στο Άουσβιτς μετά την απελευθέρωσή τους από τους Σοβιετικούς.

25 Αυγούστου 1944, Παρίσι, κοντά στην Όπερα, Γερμανοί αξιωματικοί οδηγούνται αιχμάλωτοι στην πλησιέστερη Κομμαντατούρ.

Απρίλιος του 1945, Γερμανία, Ντέσσαου: Σε ένα στρατόπεδο προσφύγων, τοποθετημένο ανάμεσα στην αμερικάνικη και τη σοβιετική ζώνη, μια γυναίκα αναγνωρίζει μία πρώην πληροφοριοδότη της Γκεστάπο που προσπαθεί να κρυφτεί στο πλήθος.
 Υ.Γ.: Την πρώτη φωτογραφία τη βρήκα στο Pinterest, ενώ οι άλλες δύο είναι του Henri Cartier Bresson και τις βρήκα εδώ.

Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015

ΤΟ ΞΥΠΟΛΗΤΟ ΤΑΓΜΑ

   
 Στις 12 Οκτωβρίου του 1944, η Αθήνα γιόρταζε την Απελευθέρωση και χιλιάδες Αθηναίοι ξεχύνονταν στους δρόμους για να πανηγυρίσουν. Ανάμεσά τους βρίσκονταν πολλά παιδιά κι αρκετά απ' αυτά ήταν ορφανά του πολέμου, που πίστευαν ότι τα χειρότερα πέρασαν και τώρα πια κάποιος θα βρισκόταν να τα φροντίσει. Την ιστορία κάποιων τέτοιων παιδιών αφηγείται ο Γκρεγκ Τάλλας (Γρηγόρης Θαλασσινός) στην ταινία του 1954 "Το Ξυπόλητο Τάγμα", την πρώτη ελληνική ταινία που βραβεύτηκε σε διεθνές φεστιβάλ, αυτό του Εδιμβούργου το 1955, όπου ο Βιτόριο ντε Σίκα, μετά την προβολή του φιλμ, είπε στον σκηνοθέτη: "Αν είχες γυρίσει αυτή την ταινία προτού γυρίσω εγώ τον "Κλέφτη των Ποδηλάτων" τότε σήμερα θα ήσουν εσύ ο ντε Σίκα!".
     Η υπόθεση της ταινίας είναι η εξής: στη μεταπολεμική Θεσσαλονίκη, ένας νεαρός, ο Δημήτρης, πιάνει ένα χαμίνι, τον Σταύρο, την ώρα που κλέβει ένα πορτοφόλι και του αφηγείται την ιστορία του, δηλαδή την ιστορία του Ξυπόλητου Τάγματος. Μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Ναζί και την επίταξη των ορφανοτροφείων, πολλά ορφανά βρέθηκαν στον δρόμο, οπότε, για να επιβιώσουν, οργάνωσαν μια συμμορία που έκλεβε τρόφιμα από τους Γερμανούς και τους μαυραγορίτες και τα μοιραζόταν με όποιον είχε ανάγκη. Κάποια στιγμή, η δράση τους έγινε ακόμα πιο ριψοκίνδυνη, όταν βοήθησαν μια διερμηνέα των Γερμανών να φυγαδεύσει έναν Αμερικάνο αξιωματικό στη Μέση Ανατολή. Όταν ο Δημήτρης τελειώνει την εξιστόρηση όλων αυτών των αντιστασιακών πράξεων που έμειναν στην αφάνεια, πείθει τον μικρό Σταύρο να εγκαταλείψει τη ζωή στον δρόμο και να μείνει στο ορφανοτροφείο.
     Η ταινία γυρίστηκε με πενιχρά μέσα και σχεδόν όλοι οι ηθοποιοί ήταν ερασιτέχνες. Ειδικότερα τα παιδιά που συμμετείχαν προέρχονταν από ορφανοτροφεία της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Τα γυρίσματα έγιναν σε φυσικούς χώρους, σε μια Θεσσαλονίκη αγνώριστη, κι η γλώσσα που χρησιμοποιούν οι ήρωες είναι μια απολαυστική αργκό άλλων εποχών, που αποδίδεται εύστοχα αλλά πολύ ελεύθερα στους αγγλικούς υπότιτλους. Η μουσική είναι του Μίκη Θεοδωράκη και ήταν η πρώτη φορά που έγραψε μουσική για ταινία.

Υ.Γ.: Πολλές από τις πληροφορίες είναι από εδώ.


Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2015

ΑΞΙΑΓΑΠΗΤΟΙ ΚΑΚΟΙ


     Αν φέρουμε στο μυαλό μας τους αγαπημένους μας λογοτεχνικούς ήρωες, το πιθανότερο είναι ότι θα περιλαμβάνουν ανθρώπους που αγωνίστηκαν ενάντια σε αντίξοες συνθήκες, που αρνήθηκαν να συμμορφωθούν στις επιταγές τις εξουσίας ή απλώς ανθρώπους που "γεννήθηκαν για ν' αγαπούν και όχι για να μισούν", όπως έλεγε κι η Αντιγόνη. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει περίπτωση να συμπεριλάβουμε ήρωες όπως ο Κρέοντας, οι συνεργάτες της δικτατορίας Βιντέλα στο Μαπούτσε ή ο παιδεραστής στον Θεό Των Μικρών Πραγμάτων, ήρωες, δηλαδή, που με μία λέξη θα χαρακτηρίζαμε κακούς. Υπάρχουν όμως κι άλλοι κακοί, που, αν και κακοί, είναι αξιαγάπητοι, επειδή κάποια στιγμή αλλάζουν ή επειδή ο συγγραφέας τους σκιαγραφεί με χιούμορ ή, ακόμα, γιατί, ερήμην του συγγραφέα, έχουν κάποια δίκια με το μέρος τους. Ένα τέτοιο τοπ-τεν παρουσιάζεται παρακάτω:
  1. Ποσειδώνας (Οδύσσεια): Ο Ποσειδώνας είναι κακός επειδή κάνει τον ήρωα να υποφέρει και μάλιστα για δέκα ολόκληρα χρόνια. Ωστόσο, τον αντιμετωπίζουμε με μια κάποια συγκατάβαση, μιας και οι άλλοι θεοί δε φαίνεται να τον υπολογίζουν ιδιαίτερα: με το που πετάχτηκε μέχρι τη χώρα των Αιθιόπων, τα μαγείρεψαν μεταξύ τους κι έστειλαν τον Οδυσσέα στην πατρίδα του με δόξες και τιμές. Εκτός απ' αυτή τη λίστα, ο Ποσειδώνας ανήκει επάξια και στη λίστα με τους χειρότερους γονείς και κηδεμόνες· πέρα από το ότι δεν έμαθε στον γιο του βασικούς κανόνες συμπεριφοράς (ας πούμε, δεν τρώμε τους επισκέπτες μας), αντί να παραδεχτεί πως του άξιζε η τιμωρία, του 'δωσε δίκιο και προσπάθησε να πάρει εκδίκηση για χάρη του. Να πώς βγαίνουν τα κακομαθημένα.
  2. Φάγκιν (Όλιβερ Τουίστ): Στην περίπτωση του Ντίκενς ισχύει παραλλαγμένο το απόφθεγμα της Μαίη Γουέστ: όταν σχεδιάζει καλούς χαρακτήρες είναι καλός, αλλά όταν σχεδιάζει κακούς, είναι καλύτερος. Ένας από τους καλύτερους ντικενσιανούς κακούς είναι ο γερο- Φάγκιν, που προσπαθεί να κάνει τον αθώο Όλιβερ εγκληματία, όπως έκανε με όλα τα φτωχά ορφανά που είχαν την ατυχία να πέσουν στα χέρια του (πράγμα που τοποθετεί και αυτόν στη λίστα με τους απαράδεκτους κηδεμόνες). Ωστόσο, ο Ντίκενς τον σκιαγραφεί με το γνωστό του χιούμορ κι ακόμα, οι νεαροί προστατευόμενοί του (Τσίφτης, Τσάρλι Μπέιτς) είναι τόσο υπέροχοι τύποι, που σχεδόν ξεχνάς ότι ζουν ξαφρίζοντας πορτοφόλια. Στα συν, το ότι στον κινηματογράφο τον έχει υποδυθεί ο κορυφαίος Άλεκ Γκίνες -σ'έναν ιδανικό Οκτώβρη του 2015, ο κινηματογράφος Αττικον θα είχε αφιέρωμα στις ταινίες του Άλεκ Γκίνες κι όταν θα βγαίναμε από την κατάμεστη αίθουσα, θα πηγαίναμε να τσιμπήσουμε κάτι στα Wendy's του Συντάγματος και μετά θ' ανηφορίζαμε την Αμερικής για να πιούμε ένα ποτό στο παλιό Low Profile
  3. Σκρουτζ (Χριστουγεννιάτικη Ιστορία): Άλλος ένας τρομερός κακός του Ντίκενς· και μάλιστα τόσο κακός, που το όνομά του έχει γίνει συνώνυμο του τσιγκούνη -κι όπως όλοι ξέρουμε, δεν υπάρχει χειρότερος άνθρωπος από τον τσιγκούνη. Παρ' όλα αυτά, παρ' όλο που ο Σκρουτζ είναι αφόρητα παραδόπιστος, μίζερος και αναίσθητος, τον συμπαθούμε γιατί, όπως όλοι γνωρίζουμε, στο τέλος αλλάζει και γίνεται πραγματικά αξιαγάπητος. Προσθέτουμε κι εδώ στα θετικά, το ότι σε μία από τις αμέτρητες κινηματογραφικές μεταφορές της ιστορίας, τον ρόλο του Σκρουτζ έχει παίξει ο ανυπέρβλητος Bill Murray
  4. Γιαγιά Χατζήδενα (Το Μόνον Της Ζωής Του Ταξείδιον): Η γιαγιά του αφηγητή σ' αυτό το διήγημα, η γιαγιά του ίδιου του Βιζυηνού δηλαδή, είναι πραγματικά στριμμένο άντερο. Δεν έχει καλή κουβέντα για κανέναν κι αγγαρεύει όποιον μπει στο οπτικό της πεδίο με όλων των ειδών τις δουλειές. Βέβαια, εκείνος που υποφέρει περισσότερο εξαιτίας της είναι ο άντρας της, όπως φαίνεται από την τελική του φράση όταν αφηγείται στον εγγονό του την ιστορία του (οι γονείς του τον είχαν μεταμφιέσει σε κορίτσι για να γλιτώσει το παιδομάζωμα): "Μ' επάνδρεψαν λοιπόν εν πομπή και παρατάξει, κι έτσι, ψυχή μου, αντί να με πάρη κανένας Γιανίτσαρος -μ' επήρεν η γιαγιά σου." Παρ' όλα αυτά, την κατατάσσουμε στους συμπαθητικούς χαρακτήρες γιατί τον αγαπούσε τελικά τον παππού, με τον δικό της, παράξενο τρόπο κι ακόμα, λόγω της ποικιλίας και της πρωτοτυπίας των βρισιών που του απηύθυνε, με κορυφαίο το ευφάνταστο "ψωμοκαταλύτη". 
  5. Ντάμα Κούπα (Η Αλίκη Στη Χώρα Των Θαυμάτων): Προφανώς, μια βασίλισσα που κάθε λίγο και λιγάκι ξεφωνίζει "Πάρτε του το κεφάλι!" για ασήμαντα παραπτώματα, και μάλιστα το εννοεί, είναι ένας εξαιρετικά κακός άνθρωπος. Από την άλλη, μια βασίλισσα που παίζει κροκέ με σκατζόχοιρους αντί για μπάλες και φλαμίνγκος αντί για μπαστούνια, δεν μπορούμε παρά να τη συμπαθήσουμε για την εκκεντρικότητά της. 
  6. Μόμπι Ντικ (Μόμπι Ντικ): Ο ίδιος ο Χέρμαν Μέλβιλ δε φαίνεται να θεωρεί τον Μόμπι Ντικ καθόλου αξιαγάπητο ή έστω συμπαθητικό, ωστόσο, με όλη αυτή τη σφαγή των φαλαινών που συνεχίζεται ακόμα και σήμερα, δε μπορούμε να μην ταχθούμε με το μέρος του... Ακόμα όμως κι αν ακολουθήσουμε την αλληγορία του Μέλβιλ, αν δηλαδή θεωρήσουμε τον Μόμπι Ντικ ως θεϊκή νέμεση για την ύβρη του Άχαμπ ή ως προσωποποίηση της ίδιας της φύσης, που κάνει αυτό που είναι να κάνει, αδιάφορη για την ανθρώπινη δικαιοσύνη και ηθική, δε μπορούμε να μη δώσουμε δίκιο στη λευκή φάλαινα.
  7. Μπεγκεμότ (Ο Μαίτρ Κι Η Μαργαρίτα): Ανάμεσα στους υπέροχους κακούς του κορυφαίου έργου του Μπουλγκάκοφ, την πιο ξεχωριστή θέση έχει ο δαιμονικός γάτος Μπεγκεμότ. Ο συγγραφέας δεν τον περιγράφει με ιδιαίτερα κολακευτικά λόγια ("ένας γάτος τεράστιος σαν γουρούνι, μαύρος σαν κοράκι, και με πελώρια μουστάκια αξιωματικού του ιππικού) κι ούτε βοηθάει το γεγονός ότι στη σύντομη παραμονή του στη Μόσχα κατάφερε να κάνει άνω -κάτω το θέατρο "Βαριετέ", να φέρει το χάος στο πολυκατάστημα "Τοργκσίν" και να βάλει φωτιά στο "Σπίτι των Λογοτεχνών". Δεν μπορούμε, εν τούτοις, να παραβλέψουμε την αγωγή του: την αγάπη του για το σκάκι και το καλό χαβιάρι, τους ευγενικούς του τρόπους και την εκκεντρική κομψότητά του, που φτάνει μέχρι το σημείο να πασπαλίσει τα μουστάκια του με χρυσόσκονη για τον Μεγάλο Χορό του Διαβόλου. Κυρίως όμως, πρέπει ν' αναγνωρίσουμε ότι, κάποιες φορές, χρειάζονται χαοτικές καταστάσεις για να ξεσκεπάσουν τους σοβαροφανείς και τους τυχάρπαστους. 
  8. Ρασπούτιν (Η Μπαλάντα Της Αλμυρής Θάλασσας): ο κακομούτσουνος πειρατής Ρασπούτιν, πάντα έτοιμος να πει ψέματα, να κλέψει και να σκοτώσει, έτοιμος να πουλήσει και τη μάνα του ακόμα για να κερδίσει κάτι παραπάνω, θεωρεί αναφαίρετο δικαίωμά του να κάνει ό,τι του αρέσει χωρίς να δίνει λόγο σε κανέναν. Ακόμα περισσότερο, θεωρεί ότι οι άλλοι, και κυρίως ο Κόρτο Μαλτέζε, έχουν την υποχρέωση να τον βοηθήσουν κάθε φορά που μπλέκει ή τα κάνει θάλασσα, πράγμα που συμβαίνει αρκετά συχνά, χωρίς αυτό να του δημιουργεί καμιά υποχρέωση ν' ανταποδώσει στους άλλους τη χάρη. Παρ' όλα αυτά, ο Κόρτο ποτέ δεν μπορεί να του κρατήσει κακία για πολύ κι εμείς δεν μπορούμε ν' αντιπαθήσουμε αυτό το μεγάλο παιδί που θέλει πάντα να γίνεται το δικό του. 
  9. Μις Τρέντσμπολ (Ματίλντα): Αν υπάρχει ένας χώρος όπου επιβεβαιώνεται περίτρανα ο αφορισμός του Σαρτρ  "η κόλαση είναι οι άλλοι", αυτός είναι το σχολείο. Ο διευθυντής, οι καθηγητές και οι συμμαθητές βρίσκονται εκεί για να κάνουν τη ζωή των άλλων δύσκολη, μόνο και μόνο επειδή μπορούν. Ειδικά η διευθύντρια της Ματίλντας, με τη θηριώδη εμφάνισή της και τις σαδιστικές τιμωρίες που επινοεί για τους μαθητές της, είναι χειρότερη κι από το πιο καυτό καζάνι της κόλασης. Κι όμως, λίγο ο ντουλαποειδής σωματότυπος, λίγο η αποτυχημένη καριέρα της στη σφαιροβολία κι η ακόμα πιο αποτυχημένη καριέρα της στην εκπαίδευση και βέβαια, η τελική κατατρόπωσή της από τη μικροσκοπική Ματίλντα, μας κάνουν να τη λυπόμαστε, αν όχι να τη συμπαθούμε, τη φουκαριάρα τη διευθύντρια... 
  10. Μπάρυ Κεντ (Άντριαν Μολ): Στα αναρίθμητα βάσανα του Άντριαν Μολ, που έχουν να κάνουν με τους γονείς του, τα σπυράκια του, τη Θάτσερ και την αγαπημένη του Πανδώρα, πρέπει να προσθέσουμε ένα ακόμα: τον bully του σχολείου, τον σκίνχεντ Μπάρυ Κεντ. Ο Μπάρυ Κεντ καταφεύγει σε όλα τα γνωστά βασανιστήρια του bullying ενάντια στον κακομοίρη τον Άντριαν: τον κοροϊδεύει, τον απειλεί και του παίρνει το χαρτζιλίκι. Όλ' αυτά όμως, μέχρι που η γιαγιά του Άντριαν παίρνει την κατάσταση στα χέρια της και -άγνωστο με ποιο τρόπο- πείθει τον Μπάρυ Κεντ ν' αφήσει ήσυχο τον εγγονό της. Στη συνέχεια, οι σχέσεις τους βελτιώνονται σε τέτοιο βαθμό, που ο Άντριαν μπαίνει στη συμμορία του Μπάρυ Κεντ κι όταν αργότερα κλείνουν τον Μπάρυ στη φυλακή, ο Άντριαν πάει να τον επισκεφτεί. Ωστόσο, ο Μπάρυ εξακολουθεί να βασανίζει ακούσια τον παλιό του συμμαθητή, γιατί απέκτησε τελικά τη λογοτεχνική καριέρα που ο Άντριαν ονειρευόταν για τον εαυτό του, από τότε που έγινε γνωστός ως "Μπαζ, ο Σκίνχεντ Ποιητής", κερδίζοντας χειροκροτήματα και παρακλήσεις για αυτόγραφα ακόμα και από τους φοιτητές της Οξφόρδης.

Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2015

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ

Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια. Υπάρχουν απειράκις ωραιότερα πράγματα και απ'
αυτήν την αγαλματώδη παρουσία του περασμένου έπους. Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη.
Σκοπός της ζωής μας είναι η ατελεύτητη μάζα μας. Σκοπός της ζωής μας είναι η λυσιτελής
παραδοχή της ζωής μας και της κάθε μας ευχής εν παντί τόπω εις πάσαν στιγμήν εις κάθε
ένθερμον αναμόχλευσιν των υπαρχόντων. Σκοπός της ζωής μας είναι το σεσημασμένον δέρας της υπάρξεώς μας.

Ανδρέας Εμπειρίκος, από την Υψικάμινο, εκδόσεις Άγρα