Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα διηγήματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα διηγήματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 24 Ιουλίου 2016

ΚΙ ΌΜΩΣ ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΚΟΙΜΟΥΝΤΑΙ ΟΙ ΠΟΝΤΙΚΟΙ

     Το κούφιο παράθυρο στον μοναχικό τοίχο έχασκε μενεξεδένιο, γεμάτο από τον πρώιμο απογευματινό ήλιο. Σύννεφα σκόνης άστραφταν ανάμεσα στα υψωμένα απομεινάρια των καπνοδόχων. Η έρημος των ερειπίων λαγοκοιμόταν.
     Είχε τα μάτια κλειστά. Μεμιάς σκοτείνιασε ακόμα πιο πολύ. Κατάλαβε ότι κάποιος είχε έρθει και στεκόταν τώρα μπροστά του σκοτεινός, σιωπηλός. Τώρα με τσάκωσαν, σκέφτηκε. Αλλά παίζοντας λίγο τα βλέφαρα είδε μονάχα δυο πόδια ντυμένα μ' ένα παντελόνι κάπως φτωχικό. Έτσι στραβά που στέκονταν μπροστά του, μπορούσε να δει ανάμεσά τους.
     Τόλμησε να ρίξει μια γρήγορη ματιά από τα μπατζάκια προς τα πάνω και διέκρινε έναν ηλικιωμένο άντρα. Είχε ένα μαχαίρι κι ένα καλάθι στο χέρι. Και λίγο χώμα στην άκρη των δαχτύλων.
     - Κοιμάσ' εδώ, ε; ρώτησε ο άντρας και κοίταξε από πάνω το κεφάλι με τα πυκνά μαλλιά. Ο Γύργκεν, ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρα, είδε τον ήλιο ανάμεσα απ' τα πόδια του άντρα και είπε: "Όχι, δεν κοιμάμαι. Πρέπει να φυλάω εδώ πέρα".
     Ο άντρας κούνησε το κεφάλι. -Α, γι' αυτό έχεις λοιπόν αυτό το μεγάλο ξύλο;
     -Ναι, απάντησε ο Γύργκεν θαρραλέα και κράτησε σφιχτά το ξύλο.
     -Και τι φυλάς;
     -Δεν μπορώ να το πω. Τα χέρια του έσφιγγαν το ξύλο.
     -Τίποτα λεφτά μήπως; Ο άντρας άφησε κάτω το καλάθι και σκούπισε το μαχαίρι εδώ κι εκεί πάνω στο παντελόνι του.
     -Όχι, λεφτά πάνως όχι, είπε ο Γύργκεν με περιφρόνηση. Κάτι εντελώς διαφορετικό.
     -Ε, τι λοιπόν;
     -Δεν μπορώ να το πω. Κάτι άλλο τελοσπάντων.
     -Καλά, όχι λοιπόν. Τότε κι εγώ βέβαια δεν θα σου πω τι έχω μέσα στο καλάθι. Ο άντρας χτύπησε με το πόδι το καλάθι κι έκλεισε το μαχαίρι.
     -Μμ, το φαντάζομαι τι έχει το καλάθι, είπε ο Γύργκεν υποτιμητικά. Τροφή για κουνέλια.
     -Ναι, που να πάρει! είπε ο άντρας έκπληκτος, είσαι και ξύπνιος. Και πόσων χρονών είσαι;
     -Εννιά.
     -Μπα, για δες, εννιά λοιπόν. Τότε βέβαια θα ξέρεις κιόλας πόσα μας κάνουν τρία επί εννιά, ε;
     -Σίγουρα, είπε ο Γύργκεν και για να κερδίσει χρόνο συνέχισε: "Είναι πολύ εύκολο". Και κοίταξε μέσα απ' τα πόδια του άντρα. "Τρία επί εννιά, ε;" ξαναρώτησε. "Είκοσι εφτά. Το ήξερα απ' την αρχή".
     -Σωστά, είπε ο άντρας, ακριβώς τόσα κουνέλια έχω.
     -Ο Γύργκεν έμεινε μ' ανοιχτό το στόμα. "Είκοσι εφτά;"
     -Μπορείς να τα δεις. Πολλά ειν' ακόμα πάρα πολύ μικρά. Θέλεις;
     -Δεν μπορώ όμως. Αφού πρέπει να φυλάω, είπε ο Γύργκεν αβέβαια.
     -Συνέχεια; ρώτησε ο άντρας, ακόμα και τη νύχτα;
     -Ακόμα και τη νύχτα. Συνέχεια. Πάντα. Ο Γύργκεν κοίταξε ψηλά πάνω απ' τα στραβά πόδια. Ήδη απ' το Σάββατο, ψιθύρισε.
     -Και δεν πηγαίνεις δηλαδή καθόλου στο σπίτι; Πρέπει να τρως κιόλας.
Ο Γύργκεν σήκωσε μια πέτρα. Από κάτω είχε μισό ψωμί. Και μια ταμπακιέρα.
     -Καπνίζεις; ρώτησε ο άντρας, έχεις και πίπα;
Ο Γύργκεν έπιασε με δύναμη το ξύλο του κι είπε διστακτικά: "Εγώ στρίβω. Η πίπα δεν μ' αρέσει.
     -Κρίμα! ο άντρας έσκυψε προς το καλάθι του, τα κουνέλια θα μπορούσες άνετα να τα δεις μια φορά. Ειδικά τα μικρά. Μπορεί να διάλεγες και κανένα. Αλλά εσύ δεν μπορείς να φύγεις από δω.
     -Όχι, είπε ο Γύργκεν λυπημένα, όχι, όχι.
     Ο άντρας πήρε το καλάθι και σηκώθηκε. "Καλά λοιπόν, αν πρέπει να μείνεις εδώ, κρίμα". Και γύρισε να φύγει. "Αν δε μαρτυρήσεις", είπε τότε βιαστικά ο Γύργκεν, "εξαιτίας των ποντικών".
     Τα στραβά πόδια έκαναν ένα βήμα προς τα πίσω. "Εξαιτίας των ποντικών;"
     -Ναι, τρώνε τους πεθαμένους. Τους ανθρώπους. Απ' αυτό ζούνε.
     -Ποιος το λέει αυτό;
     -Ο δάσκαλός μας.
     -Κι εσύ φυλάς τους ποντικούς; ρώτησε ο άντρας.
     -Όχι αυτούς βέβαια. Και μετά είπε σιγά σιγά: "Ο αδερφός μου, ειν' εκεί κάτω. Εκεί". Ο Γύργκεν έδειξε με το ξύλο τους γκρεμισμένους τοίχους. "Το σπίτι μας δέχτηκε μια βόμβα. Μεμιάς χάθηκε το φως απ' το υπόγειο. Κι αυτός χάθηκε. Φωνάξαμε κιόλας. Ήταν πολύ μικρότερος από μένα. Μόλις τεσσάρων. Πρέπει να είναι δω ακόμα. Είναι πολύ μικρότερος από μένα".
     Ο άντρας κοίταζε από πάνω το κεφάλι με τα πυκνά μαλλιά. Αλλά μετά είπε ξαφνικά: "Ναι, αλλά δεν σας είπε ο δάσκαλός σας ότι τη νύχτα οι ποντικοί κοιμούνται;"
     -Όχι, ψιθύρισε ο Γύργκεν και φάνηκε αμέσως πάρα πολύ κουρασμένος· αυτό δεν το είπε.
     Ορίστε, είπε ο άντρας, τι δάσκαλος είναι, αν δεν ξέρει ούτε καν αυτό. Κι όμως, τη νύχτα κοιμούνται οι ποντικοί. Τη νύχτα μπορείς να πηγαίνεις ήσυχα στο σπίτι. Τη νύχτα κοιμούνται πάντα. Απ' την ώρα που βραδιάζει κιόλας.
     Ο Γύργκεν έφτιαχνε με το ξύλο μικρούς λάκκους στα συντρίμμια.
     Πολλά μικρά ζωάκια, σκεφτόταν, όλο μικρά ζωάκια. Τότε είπε ο άντρας (και τα στραβά του πόδια ήταν πολύ ανήσυχα καθώς μιλούσε): "Ξέρεις τι θα γίνει;  Τώρα θα ταΐσω γρήγορα γρήγορα τα κουνέλια μου κι όταν νυχτώσει, θα σε πάρω. Μπορεί να φέρω κι ένα μαζί μου. Ένα μικρό. Τι λες;
     Ο Γύργκεν έσκαβε μικρούς λάκκους στα συντρίμμια. Πολλά μικρά κουνέλια. Άσπρα, γκρίζα, ασπρόγκριζα. "Δεν ξέρω", είπε σιγανά και κοίταξε τα στραβά πόδια, "αν στ' αλήθεια κοιμούνται τη νύχτα".
     Ο άντρας σκαρφάλωσε πάνω απ' τα ερείπια του τοίχου και βγήκε στο δρόμο. "Φυσικά", είπε από κει, "ο δάσκαλός σας πρέπει να τα μαζεύει αν δεν ξέρει ουτ' αυτό".
     Τότε ο Γύργκεν σηκώθηκε πάνω και ρώτησε: "Μπορώ μήπως να πάρω ένα; Μήπως ένα μικρό;"
     Θα προσπαθήσω, φώναξε ο άντρας φεύγοντας, αλλά πρέπει να περιμένεις εδώ, μέχρι τότε. Μετά θα 'ρθω μαζί σου στο σπίτι, εντάξει; Πρέπει να πω στον πατέρα σου πώς φτιάχνεται ένα κλουβί για κουνέλια. Γιατί αυτό μια φορά πρέπει να το ξέρετε.
     Ναι, φώναξε ο Γύργκεν. Θα περιμένω. Πρέπει, άλλωστε, να φυλάω μέχρι να νυχτώσει. Θα περιμένω οπωσδήποτε. Και φώναξε: "Έχουμε ακόμα σανίδες στο σπίτι. Σανίδες από κιβώτια", φώναξε.
     Αλλ' αυτά ο άντρας δεν τ' άκουγε πια. Προχωρούσε με τα στραβά του πόδια προς την κατεύθυνση του ήλιου. Ήταν αυτός ο κόκκινος απογευματινός ήλιος κι ο Γύργκεν μπορούσε να τον δει να λάμπει μεσ' απ' τα πόδια, τόσο στραβά ήταν. Και το καλάθι έγερνε ανήσυχα από δω κι από κει. Είχε τροφή για κουνέλια εκεί μέσα. Πράσινη τροφή για κουνέλια που είχε γίνει λίγο γκρίζα απ' τη σκόνη.

Βόλφγκανγκ Μπόρχερτ

Romualdas Rakauskas

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2016

ΠΙΣΤΟΜΑ

     Όταν ύστερα από την αναρχία  που' χεν ανταριάσει τον τόπο δίνοντας εις όλα τα κακά στοιχεία το ελεύτερο να πράξουν κάθε λογής ανομία, η τάξη είχε πάλε στερεωθεί, κ' είχε δοθεί αμνηστία στους κακούργους, τότες επίστρεφαν τούτοι απ' τα βουνά κι από τα ξένα στα σπίτια τους, κι ανάμεσα στους άλλους που ξαναρχόνταν, εγύριζε στο χωριό του κι ο Μαγουλαδίτης Αντώνης Κουκουλιώτης.
     Είτουν τότες ως σαράντα χρονών, κοντός, μαυριδερνός, μ' όμορφα πυκνά σγουρά γένια και με σγουρότατα μαύρα μαλλιά. Το πρόσωπό του είχε χάρη και το βλέμμα του είτουν χαϊδευτικό και ήμερο αγκαλά κι αντίφεγγε με πράσινες αναλαμπές· το στόμα του όμως είτουν μικρότατο και κοντό δίχως χείλια.
     Ο άνθρωπος τούτος, πριν ακόμα ρεμπελέψουν ο κόσμος, είχε παντρευτεί. Κι όταν πήρε των βουνών το δρόμο, για το φόβο της εξουσίας, άφηκε τη γυναίκα του μόνη στο σπίτι και τούτη δεν του εστάθη πιστή, αλλά με άλλον (νομίζοντας ίσως πως ο Κουκουλιώτης είτουν σκοτωμένος ή αλλιώς πεθαμένος) είχε πιάσει έρωτα κι απ' τον έρωτα τούτον είχε γεννηθεί παιδί που άξαινεν ωστόσο χαριτωμένα και που η γυναίκα περσά αγαπούσε.
     Εγύριζε λοιπόν ο ληστής στο χωριό του την ώρα όπου βάφουν τα νερά. Κ' εμπήκε ξάφνως σπίτι του χωρίς κανείς να το προσμένει, εμπήκε σα θανατικό, αναπάντεχα τέλεια, κ' εκατατρόμαξεν η άτυχη γυναίκα, ετρόμαξε τόσο, που, παίρνοντας το ξανθό της παιδί στην αγκαλιά, το' σφιγγε στα στήθια της τρεμάμενη, έτοιμη να λιγοθυμήσει και χωρίς να δύναται να προφέρει λέξη καμία.
     Αλλά ο Κουκουλιώτης πικρά χαμογελώντας της είπε:
     "Μη φοβάσαι γυναίκα. Δε σου κάνω κανένα κακό, αγκαλά και σου πρέπουν. Είναι το παιδί τούτο δικό σου; Ναι; Μα όχι δικό μου! Με ποιον, λέγε, το' χεις κάμει;"
     Τ' αποκρίθη εκείνη λουχτουκιώντας.
     "Αντώνη, τίποτε δε μπορώ να σου κρούψω. Το φταίσμα μου είναι μεγάλο. Μα, το ξέρω, κ' η εγδίκησή σου θα' ναι μεγάλη· κ' εγώ, αδύνατο μέρος, και το νήπιο τούτο, που από το φόβο τρέμει, δε δυνόμαστε να σ' αντρειευτούμε. Κοίτα πώς η τρομάρα με κλονίζει καθώς σε τηρώ, Κάμε από με ό,τι θέλεις, μα λυπήσου το άτυχο πλάσμα που δεν έχει προστασία."
     Καθώς εμιλούσεν η γυναίκα εσκοτείνιαζεν η όψη του αλλά δεν την αντίκοβγε. Εσώπασε λίγο κ' έπειτα της είπε:
     "Γυναίκα κακή! Δε ρωτώ τώρα ουδέ συμβουλή σου, ουδέ σε λυπούμαι, ουδέ το λυπούμαι. Τ' όνομα εκείνου θέλω. Εσέ δε θα σε πειράξω. Δε μολογάς το; θα το μάθω· το χωριό όλο γνωρίζει με ποιον εζούσες και τότες θα θυσιάσω και τους τρεις σας, θα πλύνω τη ντροπή πόχω λάβει από σας, πλάσματα άτιμα!"
     Εμολόησε. Κι ο Κουκουλιώτης εβγήκε αμέσως. Κι αφού ύστερα από ώρα ξαναμπήκε στο σπίτι, εβρήκε τη γυναίκα στον ίδιο τόπον ασάλευτη με τ' αποκοιμισμένο τέκνο στην αγκάλη· τον αναντράνιζε. Μα αυτός εξαπλώθη κατά γης και σα χορτάτος εκοιμήθη ύπνον βαθύν ως το ξημέρωμα.
     Την άλλην ημέραν αφού εξύπνησαν της είπε.
     "Θα πάμε στα χτήματά μας να ιδώ μη και κείνα μού'χουν αρπάξει, καθώς μού'χε πάρει και σε ο σκοτωμένος."
     "Τον σκότωσες!"
     "Την ημέραν εκείνην ο ήλιος δεν εφάνη στην Ανατολή γιατί ο ουρανός είτουν γνέφια γιομάτος και το φως μετά βιάς επλήθαινε.
     Κι ο Κουκουλιώτης βάνοντας φτιάρι και τσαπί στον ώμο εδιάταξε τη γυναίκα να τον ακολουθήσει μαζί με το παιδί της, κ' έτσι εβγήκαν κ' οι τρεις από το σπίτι.
     Και φτάνοντας εις το χωράφι που είτουν πολύ νοτερό ακόμα από την πρωτυτερνή βροχή, ο ληστής εβάλθη να σκάψει λάκκο.
     Δεν επρόφερνε λέξη και το πρόσωπό του είτουν χλωμό και ο ίδρος, που έβρεχε το μέτωπό του, έβγαινε κρύος. Το σταχτί φως που έπεφτε από τον ουρανό εχρωμάτιζε παράξενα τον τόπο· το χινόπωρο την αυγήν εκείνην έλεγεν όλη του τη θλίψη. Η γυναίκα εκοίταζε περίεργη κι ανήσυχη και το παιδάκι επαιγνιδούσε με τα γουλιά και με τα χώματα που ανάσκαφτεν ο κακούργος. Κ' εφάνη για μια στιγμήν ο ήλιος κ' εχρύσωσε τα ξανθά μαλλιά του νηπίου που αγγελικά χαμογελούσε.
     Κι ωστόσο ο λάκκος είτουν έτοιμος, κι ο Κουκουλιώτης, ακουμπώντας στο φτυάρι, είπε της γυναικός του:
     "Βαλ' το πίστομα μέσα".

Κωνσταντίνος Θεοτόκης, από τα Διηγήματα [Κορφιάτικες Ιστορίες]

Νικόλαος Γύζης

Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2016

Η ΓΑΤΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑ

     [...] Πέρασε ήσυχα η εβδομάδα. Η ψιψίνα σαν να κατάλαβε τη φοβέρα και τη συμβουλή, φυλάχθηκε να μην ξανακάνει "τα ίδια". Την Κυριακήν όμως την αυγή, μόλις σηκώθηκε ο παπα-Ζήσιμος κι έκανε την τουαλέτα του και την πρώτη του προσευχή στην καμαρούλα του, κάποιος του χτύπησε την πόρτα με χέρι βιαστικό και φοβισμένο. Τίποτα καλό δεν προμηνούσε αυτό το κτύπημα! Ο παπάς το φοβήθηκε αμέσως.
"Ποιος είναι;", ρώτησε.
"Εγώ, ο Χρήστος!", αποκρίθηκε η φωνή του κλαμπανάρου.
"Έμπα μέσα... Τι είναι, παιδί μου;"
 Ο Χρήστος ο κλαμπανάρος μπήκε στην καμαρούλα χλωμός:
"Πάλε τα ίδια, παπά μου!"
"Ε;"
"Η γάτα, πανάθεμά τη!..."
"Ω, συμφορά μου!... Στο ίδιο μέρος;"
"Όχι, στην Αγία Πρόθεση..."
"Ω, μεγάλη συμφορά!... Ω, μεγάλη αμαρτία!... Ω, κατάρα!... ω, Θε μου και συχώρεσέ με!... ω!..."
Απελπισμένος, ο παπάς κτυπούσε τα χέρια και σήκωσε τα μάτια προς το ταβάνι, ζητώντας τον ουρανό. Ο Χρήστος ο κλαμπανάρος σώπασε μια στιγμή, για να συμμερισθεί με τα ίδια κινήματα την απελπισία του "αφεντός", κι έπειτα είπε:
"Να πω τση κυρά- παπαδιάς να μου δώσει ό,τι χρειάζεται για να παστρέψω, κι έλα γλήγορα και του λόγου σου να συγυρίσεις και να διαβάσεις την ευχή για το...". "Όχι, ευλογημένε, όχι!", τον αντίσκοψε ο παπάς με τρόμο. "Εσύ να μην αγγίξεις τίποτα· και να μην πεις λέξη τση παπαδιάς! ούτε τση Σουζάνας, ούτε κανενός!... Τώρα, τώρα, έρχουμ' εγώ... Θα τα βολέψω... Ωχ, παλιόγατα, τι μου κάνεις!" Δεν ήταν όμως τόσο εύκολο το βόλεμα, χωρίς να πάρει είδηση το σπιτικό. Κρύβουνται τέτοιες "συφορές";... Νερά, σαπούνια, πανιά, ξίδια, κουβαλήθηκαν κρυφά στο Ιερό και το καθάρισμα έγινε από τον παπά και τον κλαμπανάρο, χωρίς υποψία από μέρους της παπαδιάς, που ούτε την ενόχλησαν καθόλου. Αλλά χρειάζονταν και καινούρια στρωσίδια για την Πρόθεση και τα κλειδιά της "μπιανκαρίας" τα είχε πάντα η παπαδιά. Ο παπάς -τι να κάνει;- της έστειλε το Χρήστο. "Να μου δώσεις", της είπε, "δύο παστρικά σκεπάσματα της Αγίας Πρόθεσης· έν' απλό γι' από κάτου, κι ένα χυλισμένο για από πάνου". "Μα δεν τ' αλλάξαμε την περασμένη Κυριακή;", ρώτησε μ' απορία η παπαδιά. "Ναι, μα... δεν εβάλαμε τα καλά", αποκρίθηκε ο Χρήστος. "Ο Αιδεσιμότατος θέλει εκείνο με τα μέρλα και με τσι κόκκινους φιόγκους, που το έκαμε η σόρα- Σουζάνα". "Ο ίδιος σ' το είπε; "Ο ίδιος, ναίσκε". "Έλα Χριστέ και Παναγία! Πάει, ο γέρος μου ξεκουτιάστηκε και δεν ξέρει άλλο τι να κάνει! Μα τ' είναι σήμερα; Χριστού Λαμπρή ή τ' Αϊ Γιαννιού; Κυριακή είναι! Απλή Κυριακή!"
"Ναι, μα ξέρεις, κυρά-παπαδιά... Προχτές μου χύθηκε το μποτσολάκι με το κρασί... λίγο πάντα... μα ο Αιδεσιμότατος δε θέλει να βλέπει μάκες". Πρέπει να μπέρδευε λιγάκι τα λόγια του ο Χρήστος, γιατί μ' αυτό η παπαδιά υποψιάστηκε αμέσως. "Μωρέ, Χρήστο", του είπε· "με γελάς!... Εδώ κάτι τρέχει! Γιατί τι παναπεί;" Και διαμιάς σώπασε, κτύπησε το μέτωπό της, κι όπως ήταν ασυγύριστη, με την πρωινή της σκαμπαβία, ροβόλησε τη σκαλίτσα, βγήκε στο περβόλι, έτρεξε στα χαλίκια με τις παντούφλες της και μπήκε στην Εκκλησιά από τη γυάλινη πόρτα του περβολιού. "Καλέ, τι μου λέει ετούτος εδώ;" άρχισε αμέσως να φωνάζει του παπά. "Θέλεις, αλήθεια, ν' αλλάξεις τα σκεπάσματα της Πρόθεσης;... Μα γιατί;" "Ωχ, αδερφή!" αποκρίθηκε από το Ιερό ο παπα-Ζήσιμος, σταματώντας την ευχή που μουρμούριζε· "ζήτημα θα το κάμεις και τούτο; Έτσι θέλω! έτσι μ' αρέσει!"
     Η παπαδιά στάθηκε στα σκαλοπάτια του Ιερού και πιάστηκε από το κλειστό μισοθυρόφυλλο της ακρινής θύρας. Σαν γυναίκα δεν είχε το δικαίωμα να μπει παραμέσα. "Άσ'τα εφτούνα και λέγε μου! Μην εμαγάρισε πάλι η γάτα; Μην την έκαμε πάλι την κουτσουκέλα, η καταραμένη, ε;..." "Μη με σκοτίζεις", αποκρίθηκε ο παπάς, "μόνο δώσε του Χρήστου ό,τι σου είπε, και γλήγορα! Έλα! για τα λιγότερα, γιατί σήμερα δε μου περισσεύει όρεξη". Η παπαδιά κοίταξε μέσα στο Ιερό, για να καταλάβει από τα σημάδια. [...] "Παπά τι μου το κρύβεις;;", ξαναφώναξε· την έκανε πάλι η παλιόγατα! Είναι άλλο;" "Άι...", ούρλιασε η παπαδιά και δάγκασε με λύσσα το δάκτυλό της. "Πού είναι; Τώρα, τώρα θα την εύρω! Κι αν δεν τη σκοτώσω από το ξύλο, να μη με ματαπείς Μαρία!" [...]
"Να μου φέρεις πρώτα τα σκεπάσματα να συγυρίσω την Άγια Πρόθεση", της φώναξε στο περβόλι, "κι έπειτα να πας να βρεις τη γάτα και μακάρι να τη σουβλίσεις. Εμένα μονάχα να μη μου πεις λόγο. Τ' ακούς; Κοίταξε, μη με κολάσεις αμπονόρα, γιατί σήμερα θα λειτουργήσω!..." "Σαν να μην έφτανε, βλέπεις, το κόλασμα που σου κάνει η γάτα!", αποκρίθηκε η παπαδιά καθώς έμπαινε στο σπιτάκι. "Βλέπε τα τώρα που δε μ' άφησες να την πετάξω με το πρώτο". Στο τέλος-τι είχε να κάνει;- έβγαλε τα καλά σκεπάσματα, τα έδωσε του Χρήστου, κλάφτηκε στη Σουζάνα, που άμα άκουσε την καινούρια "συφορά" έκανε χίλιους σταυρούς, κι έπειτα άρχισε να ψάχνει να βρει τη γάτα. Μα η ψιψίνα δεν ήταν πουθενά. "Καπνός εγίνηκε και χάθηκε;", έλεγε με φούρκα η παπαδιά. "Νόημα ωστόσο που έχει εφτούνο το ζωντανό!", έλεγε η Σουζάνα. "Δεν το ματαείδα! Το κατάλαβε πως κάτι μεγάλο κακό έκαμε και κρύβεται..." "Μπορεί να την έκρυψε κι ο πατέρας σου, για να μην του τη σκοτώσω", είπε η παπαδιά. "Ξέρεις αγάπη που τση έχει;"
     Μ' αυτό ήταν καθαρή συκοφαντία! Ούτε στιγμή συλλογίστηκε ο παπα-Ζήσιμος να κρύψει τη γάτα από την οργή της συμβίας του. Μάλιστα μπορούμε να πούμε, πως την εύρισκε δίκαιη, γιατί, αλήθεια, η αγαπημένη του το παράκανε. Όχι πάλι ίσιαμε εκεί!... Κι ενώ αποτέλειωνε το συγύρισμα στο Ιερό, με τις σχετικέ ευχές, συλλογιζόταν πως έπρεπε να καταπνίξει τη συμπάθειά του και ν' αφήσει την παπαδιά να ξεκάμει τη γάτα, όπως ήθελε. Σιγά σιγά η σκληρή αυτή σκέψη υποχώρησε σ' άλλη μαλακότερη. Δεν έπρεπε να επιτρέψει στην παπαδιά να βασανίσει άδικα το ζώο. Γιατί κι ο Διάβολος αν το έκανε όργανό του, τι έφταιγε το κακόμοιρον; Όχι, δε θα το' δινε του Χρήστου να το πετάξει στη θάλασσα. Θα το' δινε του Γερόλυμου, του φίλου του, να το κρατήσει στο μαγαζί. -Και πάλι αργότερα, αφού "πήρε καιρό" κι άρχισε να ντύνεται τ' άμφιά του για τη λειτουργία, με τη βοήθεια του μικρού Νιόνιου, ακόμη μαλακότερη σκέψη του ήλθε: θα κρατούσε τη γάτα και θα πρόσεχε μόνο κάθε βράδυ να κλείνει καλά και τις τρεις θύρες του Ιερού. Αλήθεια, για τα ποντίκια της Εκκλησιάς την είχε και την άφηνε να μπαινοβγαίνει ελεύθερα. Μ' αφού ήταν τέτοια, θα την περιόριζε.
   
 Σ' όλο αυτό το διάστημα, η Ψιψίνα εξακολουθούσε να είναι κρυμμένη. Κανείς από το κελί δεν την είδε, μολονότι την εγύρευαν όλοι. Αλίμονό της αν "εκομπαρίριζε" εκείνη την αυγή! Μα ήταν πολύ πονηρή ή πολύ τυχερή· και δεν εφάνηκε καθόλου ως το μεσημέρι. Μόνο που την ώρα που η παπαδιά εκκένωσε στην απλάδα το ραγού, ακούστηκε από το περβόλι ένα δειλό νιαούρισμα. Ο παπα-Ζήσιμος, περιμένοντας στην τραπεζαρία, πετάχθηκε αμέσως. Αλαφιασμένη, πετάχθηκε αμε΄σως κι η παπαδιά· μα ο παπάς την κράτησε στην πορτούλα της κουζίνας. "Στάσου", της είπε, "είναι δική μου δουλειά! Έγνοια σου, και θα την κάμω εγώ που να με θυμάται". Η παπαδιά υποχώρησε γιατί είχε και το φαϊ, κι ο παπάς έκραξε με γλύκα τη γάτα και, μόλις εζύγωσε, την άρπαξε απότομα από τη μέση. "Έλα εδώ", της είπε· "έλα εδώ, να σε μάθω εγώ πως..." Δεν απόσωσε τη φράση, μον' ανέβηκε τη σκάλα της σοφίτας, πέταξε κει μέσα τη γάτα, την κλείδωσε, πήρε το κλειδί και κατέβηκε. "Τση έδωσα κάτι κλοτσιές, μα κάτι κλοτσιές!...", είπε ψέματα τη στιγμή που καθόταν στο τραπέζι, τάχα θυμωμένος. "Εσύ; Ούτε καν θα την άγγιαξες, κάνω όρκο!", είπε η παπαδιά. "Ας είναι, έπειτα τη λογαριάζω εγώ". "Ναι, αν τη βρεις!" "Έφυγε;" "Αμή ματαγυρίζει εφτούνη, άμα είδε πως τη δέρνω κι εγώ; Μέρεςθα κάμει τώρα να πατήσει εδώ μέσα".
     Έτσι ο παπα-Ζήσιμος κατόρθωσε να προφυλάξει τη γάτα του από το θυμό της παπαδιάς, ώσπου πέρασαν οι πρώτες επικίνδυνες ώρες. Ύστερα ξανανέβηκε κρυφά στη σοφίτα, για να της ρίξει λίγο φαϊ, και προσπάθησε να μερέψει τη συμβία του με λόγια. Ήταν εκεί κι ο Άνθιμος ο αναγνώστης, κι ο φίλος του ο Γερόλυμος, κι ένας άλλος ενορίτης, που είχαν μάθει εμπιστευτικά την αυγινή συφορά και λυπηθήκανε πολύ. "Ε, παιδιά μου", τους έλεγε ο παπα-Ζήσιμος, ενώ έπιναν τον καφέ στη σάλα. "Πόσοι κι από μας τους ανθρώπους δε μαγαρίζουν τα Άγια και δε βεβηλώνουν τα Ιερά κάθε μέρα, χωρίς να'χουν περισσότερη συναίσθηση από τη γάτα μου! Είδα εγώ τέτοιους στη ζωή μου!... Πρέπει όμως να συγχωράμε αυτούς τους δυστυχισμένους, όπως συγχωράμε και το ζώο που δεν έχει λογικό. Δεν το κάνουν από κακό. Μονάχα δεν ξέρουν τι κάνουν".
"Καλά λέει ο παπάς", επεδοκίμασε ο Γερόλυμος.
"Μπορεί να λέει καλά ο παπάς", είπε τότε η παπαδιά· "εγώ όμως αν ξανακάμει τέτοιο πράμα η γάτα του θα την πνίξω. Δε μου γλιτώνει!".

Γρηγόριος Ξενόπουλος, "Άνθρωποι και ζώα στη Νεοελληνική Πεζογραφία", επιμέλεια- ανθολόγηση Δ. Παπακώστας, Ωκεανίδα.

Υ.Γ.: Οι εικόνες είναι παρμένες από το theanimalarium.blogspot.gr

Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2015

ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΕΝΟΣ ΠΑΙΔΙΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΥΑΛΙΑ: ΟΙ ΘΕΙΟΙ

"Υπήρχαν Θείοι όπως στο σπίτι μας;"
"Υπάρχουν πάντα Θείοι τα Χριστούγεννα. Οι ίδιοι Θείοι. Και τα χριστουγεννιάτικα πρωινά, με τη σφυρίχτρα μου που αναστάτωνε τα σκυλιά και με τις ζαχαρένιες γόπες στα χείλη, σάρωνα την μπαλωμένη πόλη για νέα από τον μικρόκοσμο κι έβρισκα πάντα ένα νεκρό πουλί πλάι στο λευκό Ταχυδρομείο, ή κοντά στις έρημες κούνιες· ίσως έναν κοκκινολαίμη μ' όλες του τις φωτιές, πλην μιας, σβησμένες. Άνδρες και γυναίκες άνοιγαν δρόμο σκυφτοί, με κόπο, μέσα απ' το χιόνι, γυρνώντας απ' την εκκλησία, με μύτες μπεκρήδων και ανεμοδαρμένα μάγουλα, όλοι αλμπίνοι, με κουβαριασμένα τα μαύρα τους δύσκαμπτα φτερά ενάντια στο άθρησκο χιόνι. Γκυ κρεμόταν από τις στρόφιγγες του γκαζιού σ' όλα τα μπροστινά σαλόνια· και υπήρχε σέρι και καρύδια και εμφιαλωμένη μπύρα και κράκερς πλάι στα κουταλάκια του γλυκού· και γάτες με τα γουναρικά τους χάζευαν τη φωτιά· και ο σωρός των κούτσουρων που φλέγονταν έτριζε, έτοιμος για τα κάστανα και τις μασιές. Κάτι μεγαλόσωμοι άνδρες κάθονταν στα μπροστινά σαλόνια χωρίς τα κολάρα τους, Θείοι ασφαλώς, δοκιμάζοντας τα φρέσκα τους πούρα, τεντώνοντας το μπράτσο τους όσο έπαιρνε για να τα εξετάσουν από μακριά, ξαναφέρνοντάς τα στο στόμα τους, βήχοντας, ύστερα κρατώντας τα και πάλι μακριά, σαν να περίμεναν την έκρηξη· και κάτι μικρούλες θείες, ανεπιθύμητες στην κουζίνα όπως και οπουδήποτε αλλού, κάθονταν άκρη άκρη στις καρέκλες τους, τεντωμένες κι εύθραυστες, τρέμοντας μην σπάσουν, σαν ξεθωριασμένα φλυτζανάκια και πιατάκια".

Απόσπασμα από το διήγημα του Ντύλαν Τόμας "Τα Χριστούγεννα ενός παιδιού από την Ουαλία", σε μτφρ. Κατερίνας Σχινά, που περιλαμβάνεται στη Συλλογή "Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες" από τις εκδόσεις Ερατώ.


Carl Larsson (πηγή: en.wikipedia.org)

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2015

ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΕΝΟΣ ΠΑΙΔΙΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΥΑΛΙΑ: ΤΑ ΔΩΡΑ

"Πες μου πάλι για τα Δώρα".
"Υπήρχαν τα Χρήσιμα Δώρα: μάλλινα κασκόλ που σε κατάπιναν ολόκληρο και γάντια χωρίς δάχτυλα, φτιαγμένα για γιγάντια αρκουδάκια· μαντήλια με σχέδια ζέβρας από ένα υλικό σαν τσίχλα μεταξωτή, που μπορούσαν να σε τυλίξουν μέχρι κάτω, στις γαλότσες· σκουφιά που έφταναν μέχρι τα μάτια και θύμιζαν πολύχρωμες τσαγιέρες και μπαλακλάβες για θύματα άγριων φυλών που συρρικνώνουν τα κεφάλια των αιχμαλώτων τους. Από θείες που πάντοτε φορούσαν κατάσαρκα τα μάλλινα, έρχονταν άγριες γενειοφόρες φανέλες που σ' έκαναν ν' αναρωτιέσαι πώς και οι θείες είχαν ακόμη δέρμα στο σώμα τους· και κάποτε, πήρα μια σαλιάρα πλεγμένη με το βελονάκι, από μια θεία που τώρα, αλίμονο,δεν μας κλαίγεται πια. Και βιβλία χωρίς εικόνες, όπου μικρά αγόρια, μολονότι είχαν προειδοποιηθεί με στίχους και παροιμίες, είχαν τελικά πατινάρει στη λιμνούνα και είχαν πράγματι πνιγεί· και βιβλία που μου έλεγαν τα πάντα για τη σφήκα, εκτός από το γιατί".
"Πάμε τώρα στα Άχρηστα Δώρα".
"Σακκουλίτσες με πολύχρωμες καραμέλες και μια διπλωμένη σημαιούλα και μια ψεύτικη μύτη κι ένα καπέλο οδηγού στα τραμ και μια μηχανή που έκοβε εισιτήρια και χτυπούσε ένα καμπανάκι· ούτε μια φορά σφεντόνα· κάποτε, από λάθος που κανείς δεν μπόρεσε να εξηγήσει, ένα μικρό τσεκούρι· και μια πλαστική πάπια που έκανε, όταν τη ζουλούσες, τον πιο άσχετο με τις πάπιες ήχο, ένα νιαουριστό μιάου ταιριαστό σε κάποια φιλόδοξη γάτα που θα' θελε να είναι αγελάδα· κι ένα μπλοκ ζωγραφικής, όπου μπορούσα να χρωματίσω το γρασίδι, τα δένδρα, τη θάλασσα και τα ζώα σε όποια απόχρωση μου άρεσε κι ακόμα να βάλω αστραφτερά ουρανογάλαζα πρόβατα να βοσκάνε στο κόκκινο λιβάδι κάτω από πουλιά πράσινα σαν τα μπιζέλια με ράμφη σαν ουράνια τόξα. Σοκολάτες, καραμέλες βουτύρου, φοντάν, κριτσίνια, μπισκότα, φρουί γλασέ, αμυγδαλωτά και μπισκότα. Και στρατιές από λαμπερά μολυβένια στρατιωτάκια, που, αν δεν μπορούσαν να πολεμήσουν, μπορούσαν πάντοτε να τρέξουν. Και Φιδάκια και Γκρινιάρηδες. Και μεκανό για μικρούς μηχανικούς, με τις οδηγίες τους. Α, εύκολα για έναν Λεονάρντο! Και μια σφυρίχτρα για να προκαλείς τους σκύλους να γαβγίζουν· για να ξυπνάς τον γέρο από δίπλα και να τον κάνεις να χτυπάει τον τοίχο με τη μαγκούρα του και το κάδρο στον τοίχο μας να τρέμει. Κι ένα πακέτο τσιγάρα: έβαζες ένα στο στόμα σου και στεκόσουν στη γωνιά του δρόμου και περίμενες ώρες ολόκληρες, μάταια, την ηλικιωμένη κυρία που θα σε μάλωνε γιατί κάπνιζες και τότε εσύ, μ' ένα χάχανο, θα άρχιζες να το μασάς. Και μετά, τρώγαμε πρωινό κάτω από τα μπαλόνια".

Απόσπασμα από το διήγημα του Ντύλαν Τόμας "Τα Χριστούγεννα ενός παιδιού από την Ουαλία", σε μτφρ. Κατερίνας Σχινά, που περιλαμβάνεται στη Συλλογή "Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες" από τις εκδόσεις Ερατώ.

Carl Larsson "Christmas morning" (πηγή: en.wikipedia.org)

Παρασκευή 7 Αυγούστου 2015

ΓΚΙΑΚ

   
     Τα διηγήματα που περιλαμβάνονται στο "Γκιακ", το τελευταίο βιβλίο του Δημοσθένη Παπαμάρκου, είναι αφηγήσεις αντρών από τ' αρβανιτοχώρια της περιοχής της Λοκρίδας, οι οποίοι πήραν μέρος στον Μικρασιατικό Πόλεμο· το θέμα όμως δεν είναι τόσο ο ίδιος ο πόλεμος, όσο το βάρος της εμπειρίας του πολέμου μετά την επιστροφή στην "κανονική" ζωή -και μάλιστα μια ζωή που κινείται σε πλαίσιο αυστηρά καθορισμένο από τους χθόνιους νόμους ενός πατροπαράδοτου κώδικα τιμής. Οι ήρωες, φορείς αυτής της αρχέγονης παράδοσης, προσπαθούν να βρουν τη θέση τους στον κόσμο και τη ζωή του χωριού τους αλλά έχουν πια αλλάξει· ο πόλεμος, η ευθύνη των όσων έχουν συμβεί εκεί, μπορεί να βαραίνουν με διαφορετικό τρόπο πάνω στους ώμους κάθε ήρωα, ωστόσο, σε κάθε περίπτωση καταφέρνουν να τους τσακίσουν. Άνθρωποι λαϊκοί, που λειτουργούν κυρίως με το ένστικτο, αφήνουν να φανεί το κομμάτι εκείνο της ψυχής τους που'ναι "μαύρο σαν του λαγού το αίμα", μέσα από μια σειρά μονολόγων/ διαλόγων, όπου η σχέση του συνομιλητή με τον αφηγητή αποκαλύπτεται στην τελευταία πρόταση. Αυτός ακριβώς ο εξομολογητικός τόνος της ιστορίας, που λέγεται από τη μεριά του θύτη, είναι που κάνει τον αναγνώστη (όπως και το περιβάλλον του ήρωα) να νιώθει άβολα καθώς προχωρά την ανάγνωση και συνειδητοποιεί αυτά που ξέρει και προτιμά να ξεχνάει όσον αφορά στον πόλεμο. Με τον ίδιο τρόπο, άλλωστε, ξεχνά και τις συνθήκες παραγωγής των προϊόντων μαζικής κατανάλωσης ή τις συνθήκες σφαγής των ζώων: όλα μπορούμε να τα ξεχάσουμε, αρκεί να φεύγει από πάνω μας η ευθύνη, αρκεί να είναι προς όφελός μας, όπως άλλωστε υπογραμμίζει ο συγγραφέας στην πιο δυνατή ιστορία, το "Νόκερ", που πολύ σωστά έχει τοποθετηθεί στο τέλος του βιβλίου. Η γραφή του Παπαμάρκου, που χρησιμοποιεί το ιδίωμα της περιοχής, είναι αδρή, δωρική, και η πλοκή σφιχτοδεμένη. Τίποτα δεν περισσεύει στο έργο αυτό, που έρχεται από πολύ παλιά αλλά φέρνει κάτι καινούριο.

Υ.Γ.: Το βιβλίο, που έχει πάρει το βραβείο διηγήματος του περιοδικού  Αναγνώστης  (www.oanagnostis.gr), κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αντίποδες, έναν καινούριο εκδοτικό οίκο, ο οποίος ήδη έχει να επιδείξει εξαιρετικές εκδόσεις .

Nuri Bilge Ceylan, "The Road Home" (πηγή: www.nuribilgeceylan.com)

Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2014

ΚΑΣΤΑΝΚΑ

     Το φετινό "ρώσικο αφιέρωμα" είναι παρόμοιο με το περσινό: ένα διήγημα, ένας πίνακας, οι "Δαιμονισμένοι" του Ντοστογιέφσκι, λίγος Ταρκόφσκι και η "Καστάνκα", το τρυφερό παιδικό διήγημα του Τσέχοφ, σε κινούμενα σχέδια...Τούτο δεν είναι βέβαια το ίδιο με το περσινό, είναι άλλο, πιο παλιό, από το 1952 - και είναι ό, τι πρέπει για λίγη τεμπελιά ένα κρύο χειμωνιάτικο απόγευμα!



άγαλμα της Καστάνκα στο Τανγκαρόκ της Ρωσίας

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2014

ΠΡΙΣΤΣΕΠΑ

     Τραβάω κατά το Λεσνιούφ, όπου έχει εγκατασταθεί το Επιτελείο της ταξιαρχίας. Με συντροφεύει ως συνήθως ο Πριστσέπα, ένας νεαρός Κοζάκος απ' το Κουμπάν. Είναι ένας ακούραστος χωριάτης, κομμουνιστής διωγμένος απ' το κόμμα, μελλοντικός ρακοσυλλέκτης, ανέμελος συφιλιδικός και μάστορας στην ψευτιά. Φοράει ένα κόκκινο τσερκέζικο σακάκι από λεπτό ύφασμα με το μπασλίκ ριγμένο πίσω. Στο δρόμο μου μίλησε για τον εαυτό του. Δε θα ξεχάσω ποτέ την ιστορία του.
     Πριν από ένα χρόνο, ο Πριστσέπα το' σκασε απ' τους Άσπρους. Εκείνοι, για αντίποινα, πήραν ομήρους τους γονιούς του και τους σκότωσαν πάνω στην ανάκριση. Οι γείτονες τους άρπαξαν ό,τι είχαν και δεν είχαν. Όταν οι δικοί μας έδιωξαν τους Άσπρους απ' το Κουμπάν, ο Πριστσέπα γύρισε στο χωριό του.
     Ήταν πρωί, χαράματα, και ο ύπνος των μουζίκων αναστέναζε μέσα στον αποπνιχτικό ξινισμένο αέρα. Ο Πριστσέπα νοίκιασε ένα κάρρο του δήμου και έκανε το γύρο του χωριού για να μαζέψει το γραμμόφωνό του, τις καράφες του κβας και τα πετσετάκια που είχε κεντήσει η μάνα του. Βγήκε στο δρόμο με τη μαύρη του κάπα κι ένα χατζάρι ζωσμένο στη μέση. Πίσω του έτριζε το κάρρο. Ο Πριστσέπα πήγαινε από γείτονα σε γείτονα, και πίσω ακολουθούσαν τα ματωμένα χνάρια απ' τις μπότες του. Σε κάθε σπίτι που ο Κοζάκος έβρισκε τα πράγματα της μάνας του ή την πίπα του πατέρα του, άφηνε πίσω του σφαγμένες γριές, σκυλιά κρεμασμένα πάνω απ' τα πηγάδια, εικονίσματα μαγαρισμένα μ' αποπατήματα. Οι χωριανοί κάπνιζαν τα τσιμπούκια τους και ακολουθούσαν σκυθρωποί το δρόμο του. Οι νεαροί Κοζάκοι είχαν σκορπίσει στη στέπα και κρατούσαν λογαριασμό.  λογαριασμός αβγάταινε και το χωριό σώπαινε. Όταν τελείωσε τη δουλειά του, ο Πριστσέπα γύρισε στο άδειο πατρικό του σπίτι. Ξανάβαλε τα έπιπλα στις θέσεις που θυμόταν απ' τα παιδικά του χρόνια και έστειλε να του φέρουν βότκα. Κλεισμένος στο σπίτι, έπινε για δυο μερόνυχτα, τραγουδούσε, έκλαιγε και κομμάτιαζε τα έπιπλα με το σπαθί του.
     Την τρίτη νύχτα οι χωριανοί είδαν καπνό να βγαίνει απ' το καλύβι του Πριστσέπα. Ξαναμμένος και κουρελής, έβγαλε τη γελάδα απ' τον αχερώνα του, της έχωσε ένα πιστόλι στο στόμα και πυροβόλησε. Το χώμα κάπνιζε κάτω απ' τα πόδια του. Ένα γαλάζιο δαχτυλίδι καπνού πέταξε απ' την καμινάδα και διαλύθηκε, ένα ταυρί που είχε απομείνει μονάχο στο στάβλο άρχισε να κλαίει μ' αναφιλητά. Η πυρκαγιά έλαμπε σαν μέρα γιορτινή. Ο Πριστσέπα έλυσε τ' άλογό του, πήδησε στη σέλα, έριξε μια τούφα απ' τα μαλλιά του στη φωτιά και χάθηκε.

Ντεμιντόφκα, Ιούλης 1920

Το κόκκινο ιππικό, Ισαάκ Μπάμπελ, μτφρ. (από τα γαλλικά και τα αγγλικά) Βασίλης Πουλάκος, εκδόσεις Ροές.
(λεπτομέρεια από τον πίνακα του Ilya Repin "ο Ιβάν ο Τρομερός και ο γιος του", 1885)

Σάββατο 26 Απριλίου 2014

ΤΟ ΦΟΡΕΜΑ

     Τον κυνηγούσαν δυο μέρες, χτενίζοντας την εξοχή, ώσπου τους έχασε στους πρόποδες των λόφων, και κρυμμένος τώρα μέσα σ' ένα χρυσό θάμνο, άκουγε τις φωνές τους χαμηλά στην κοιλάδα. Πίσω από ένα δέντρο, στην άκρη των λόφων, κρυφοκοίταξε κάτω στα χωράφια, όπου εκείνοι
λαχάνιαζαν σαν σκύλοι και σκάλιζαν τους φράχτες με τα μπαστούνια τους, ξεσηκώνοντας ένα σιγανό ουρλιαχτό, ενώ η καταχνιά που άρχισε ξαφνικά να πέφτει απ'τον ανοιξιάτικο ουρανό τους έκρυψε απ' τα μάτια του. Η καταχνιά ήταν γι' αυτόν μια μάνα. Ρίχνοντας το παλτό της στους ώμους του, σκέπασε το σχισμένο του πουκάμισο και το ξεραμένο αίμα στη λεπίδα του μαχαιριού. Η καταχνιά τον έκανε να νιώθει ζεστά. Είχε την τροφή και το ποτό της ομίχλης πάνω στα χείλη του και χαμογέλασε μέσα από την κάπα της σα γάτα. Απομακρύνθηκε από τους διώκτες του και την κοιλάδα και κατευθύνθηκε στους λόφους, εκεί που τα δέντρα πύκνωναν και ίσως τον οδηγούσαν στο φως και τη φωτιά και σ' ένα πιάτο σούπα. Σκέφτηκε τα κάρβουνα που θα σφύριζαν σιγανά πάνω στη σχάρα και τη νεαρή μάνα να στέκεται μονάχη. Σκέφτηκε τα μαλλιά της σα φωλιά για τα χέρια του. Έτρεξε ανάμεσα στα δέντρα και βρέθηκε σ' ένα στενό δρόμο. Ποια κατεύθυνση έπρεπε τώρα να διαλέξει; Προς ή μακριά απ' το φεγγάρι; Η ομίχλη έκρυβε το φεγγάρι, αλλά σε μια μεριά τ' ουρανού που είχε καθαρίσει , μπόρεσε να διακρίνει τις γωνίες των άστρων. Περπάτησε προς το βορρά όπου τ' αστέρια, μουρμουρίζοντας ένα τραγούδι χωρίς σκοπό, άκουγαν τα πόδια του να κολλάνε και να ξεκολλάνε στη σπογγώδη γη.
     Τώρα είχε χρόνο να συγκεντρώσει τις σκέψεις του. Αλλά μόλις άρχισε να συγκεντρώνεται μια κουκουβάγια έκρωξε μες στα δέντρα που κρέμονταν πάνω στο δρόμο, και σταμάτησε για να την κοιτάξει, βρίσκοντας μια γνώριμη μελαγχολία στην κραυγή της. Γρήγορα θα ορμούσε ν' αρπάξει κάποιο ποντικό, σκέφτηκε. Την παρατήρησε για μια στιγμή καθώς έσκουζε πάνω στο κλαδί της. Έπειτα, τρομαγμένος από τη θέα της, απομακρύνθηκε βιαστικά μες στη σκοτεινιά, όταν την άκουσε, μ' ένα καινούριο κράξιμο να φτεροκοπάει μακριά. Κρίμα το κουνέλι, συλλογίστηκε, η νυφίτσα θα το ρουφήξει. Ο δρόμος ανηφόριζε στ' αστέρια και τα δέντρα κι η κοιλάδα κι η ανάμνηση των τουφεκιών έσβηναν πίσω του.
     Άκουσε βήματα. Ένας γέρος ακτινοβολώντας από βροχή, πρόβαλε μέσ' από την ομίχλη.
     "Καληνύχτα κύριε", είπε ο γέρος.
     "Δεν έχει νύχτα για το γιο της γυναίκας", είπε ο τρελός. Ο γέρος σφύριξε και απομακρύνθηκε τρέχοντας σχεδόν, προς τη μεριά που ήταν τα δέντρα του δρόμου.
     "Άσε τα κυνηγόσκυλα να ξέρουν" κάγχασε ο τρελός καθώς σκαρφάλωνε στο λόφο, "άστους να ξέρουν". Και πανούργος σαν την αλεπού, γύρισε πίσω, εκεί που ο δρόμος χωριζόταν μες στην καταχνιά σε τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις. 'Κατάρα στ' αστέρια", είπε και προχώρησε προς το σκοτάδι.
     Ο κόσμος ήταν μια μπάλα κάτω απ' τα πόδια του. Την κλωτσούσε καθώς έτρεχε κι αυτή κυλούσε. Τα δέντρα ανηφόριζαν. Κάπου στους βάλτους ούρλιαζε ένα κυνηγόσκυλο που είχε πιαστεί σε παγίδα. Το άκουσε κι έτρεξε πιο γρήγορα νιώθοντας τον εχθρό πάνω στα τακούνια του. "Κάντε πέρα παιδιά, κάντε πέρα", φώναξε, με τη φωνή όμως κάποιου που θα έδειχνε ένα πεφταστέρι στον ορίζοντα.
     Θυμήθηκε ξαφνικά ότι από τότε που δραπέτευσε δεν είχε κοιμηθεί καθόλου και σταμάτησε να τρέχει. Τώρα, το νερό της βροχής κουρασμένο πια να χτυπάει τη γη, έσκαζε πέφτοντας και σκορπιζόταν στον αέρα σαν τους κόκκους της άμμου. Αν μπορούσε να βρει ύπνο, ο ύπνος θα ήταν ένα κορίτσι. Τις δύο τελευταίες νύχτες, πότε τρέχοντας και πότε περπατώντας στην έρημη εξοχή, ονειρευόταν τη συνάντησή τους. "Ξάπλωσε", θα του έλεγε και θα του έδινε το φόρεμά της να ξαπλώσει πάνω του, πλαγιάζοντας και η ίδια στο πλευρό του.
     Όμως, κι αν ονειρευόταν και τα κλαδιά θρόιζαν κάτω από το τρέξιμό του σαν το φουστάνι της, ο εχθρός φώναζε στα χωράφια. Έτρεχε ασταμάτητα αφήνοντας τον ύπνο πίσω μακριά του. Κάποτε ήταν ένας ήλιος, κάποτε ένα φεγγάρι και κάποτε παλεύοντας πέταξε κάτω τον άνεμο, πριν μπορέσει να το σκάσει, όταν ο ουρανός ήταν μαύρος.
     "Πού είναι ο Τζακ", ρωτούσαν στους κήπους του ιδρύματος. "Πάνω στους λόφους μ' ένα χασαπομάχαιρο", έλεγαν χαμογελώντας. Αλλά το μαχαίρι είχε φύγει, πεταμένο και μπηγμένο σ' ένα δέντρο έτρεμε ακόμη εκεί. Δεν ένιωθε ζέστη μες στο κεφάλι του. Έτρεχε ασταμάτητα, ουρλιάζοντας για ύπνο.
     Και κείνη μόνη στο σπίτι έραβε το καινούριο της φουστάνι. Ήταν ένα φανταχτερό χωριάτικο φουστάνι με λουλούδια στο μπούστο του. Λίγες βελονιές έμεναν ακόμη και θα ήταν έτοιμο να το φορέσει. Θα έπεφτε κομψά στους ώμους της και δύο από τα λουλούδια θα πρόβαλλαν πάνω από τα στήθη της.
     Όταν θα περπατούσε με τον άντρα της τα κυριακάτικα πρωινά στους δρόμους του χωριού, τ' αγόρια θα της κρυφοχαμογελούσαν πίσω απ' την παλάμη τους και το σούρωμα του φορέματος γύρω στην κοιλιά της, θα έκανε όλες τις χήρες να κουτσομπολεύουν. Γλίστρησε μέσα στο καινούριο φουστάνι της και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη πάνω από το τζάκι. Είδε ότι ήταν ωραιότερο απ' όσο φανταζόταν. Έδειχνε το πρόσωπο της πιο χλωμό και τα μαλλιά της σκοτεινά. Το άνοιγμα στο λαιμό ήταν χαμηλό.
     Ένας σκύλος σήκωσε το κεφάλι του και ούρλιαξε μες στη νύχτα. Στράφηκε βιαστικά και τράβηξε τις κουρτίνες.
     Έξω, έψαχναν στο σκοτάδι για έναν τρελό. Είχε πράσινα μάτια, έλεγαν, και ήταν παντρεμένος με μια κυρία. Έλεγαν ότι είχε κόψει τα χείλη της γιατί χαμογελούσε στους άντρες. Τον έκλεισαν κάπου, αλλ' αυτός έκλεψε ένα μαχαίρι της κουζίνας, έσφαξε το φύλακά του, και το' σκασε στις άγριες κοιλάδες.
     Από μακριά εκείνος διέκρινε το φως μες στο σπίτι και παραπατώντας, έφτασε ως τον κήπο. Ένιωθε χωρίς να βλέπει το μικρό φράχτη ολόγυρα. Το σκουριασμένο σύρμα έδερνε τα χέρια του και το ύπουλο χορτάρι σερνόταν στα γόνατά του.  Μόλις διέσχισε το φράχτη, όρμησαν να τον προϋπαντήσουν οι οικοδεσπότες του κήπου, τα κεφάλια των λουλουδιών και το σώμα της παγωνιάς. Είχε σχίσει τα δάχτυλά του, ενώ οι παλιές πληγές έσταζαν ακόμη. Γεμάτος αίματα περπάτησε έξω από το σκοτάδι του εχθρού πάνω στα σκαλοπάτια. Είπε μ' έναν ψίθυρο: "Μην τους αφήσεις να με πυροβολήσουν". Και άνοιξε την πόρτα.
     Εκείνη ήταν στη μέση της κάμαρας. Τα μαλλιά της έπεφταν ακατάστατα και τρία από τα κουμπιά στο λαιμό της ήταν ξεκούμπωτα. Τι έκανε τον σκύλο να ουρλιάξει έτσι; Τρομαγμένη από το ουρλιαχτό, ενώ λικνιζόταν στην κουνιστή πολυθρόνα, έφερε ξανά στο μυαλό της τις ιστορίες που είχε ακούσει. Τι απόγινε η γυναίκα, αναρωτήθηκε καθώς κουνιόταν. Δεν μπορούσε να φανταστεί μια γυναίκα χωρίς χείλη. Τι γίνονται οι γυναίκες χωρίς χείλη, αναρωτήθηκε.
     Η πόρτα άνοιξε χωρίς θόρυβο. Περπάτησε μες στο δωμάτιο, προσπαθώντας να χαμογελάσει, κρατώντας τα χέρια του μακριά το ένα από τ' άλλο.
     "Ω ήρθες", είπε εκείνη.
     Τότε γύρισε στην πολυθρονα της και τον είδε. Είχε παντού αίματα και στα πράσινα μάτια του ακόμα. Έφερε τα χέρια της στο στόμα.
     "Μην πυροβολείς", είπε αυτός.
     Αλλά με την κίνηση του χεριού της, τράβηξε το άνοιγμα του φουστανιού της στο λαιμό και κείνος απόμεινε να κοιτάζει εκστατικός το πλατύ, λευκό μέτωπό της, τα πανικόβλητα μάτια και το στόμα της, και χαμηλότερα, τα λουλούδια στο φόρεμά της. Με την κίνηση του χεριού της το φόρεμα χόρευε τώρα στο φως. Καθόταν μπροστά του σκεπασμένη με λουλούδια. "Κοιμήσου", είπε ο τρελός. Και γονατίζοντας κάτω, ακούμπησε το ταραγμένο κεφάλι του στην ποδιά της.

Ντύλαν Τόμας, μτφρ. Μιράντα Σταυρινού, Η Προοπτική της Θάλασσας, Εκδόσεις Πλέθρον.
Πάμπλο Πικάσο, Ο Τρελός.

Πέμπτη 27 Μαρτίου 2014

Ο ΚΑΦΕΣ ΚΑΙ Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

     Δυο πράγματα δεν ευδοκιμούν στη χώρα μας: το ένα είναι το δέντρο του καφέ και το άλλο η Δημοκρατία. Και τα δυο μας έρχονται από το εξωτερικό.
     Στα χώματά μας δε μπορέσαμε ν' αναπτύξουμε με κανένα τρόπο το δέντρο του καφέ. Το κλίμα της χώρας μας, το νερό, το χώμα, δεν είναι κατάλληλα για την ανάπτυξη του δέντρου αυτού.
     Όσο για τη Δημοκρατία... Η αλήθεια είναι πως ό, τι περνούσε από το χέρι μας, δεν παραλείψαμε να το κάνουμε, για την ανάπτυξή της, για την εδραίωσή της. Αν κοιτάξετε την ιστορία μας, πριν από εκατό χρόνια πάνω κάτω ρίχτηκε στη χώρα μας ο σπόρος της Δημοκρατίας. Είναι εκατό χρόνια που όλο λέμε:
- Αμάν η Δημοκρατία μας μπουμπούκιασε!...
- Η νεαρή Δημοκρατία μας!...
- Αμάν το φιντάνι της Δημοκρατίας!...
Να είναι δοξασμένος αυτός που τη μεγάλωσε, μόλις καταφέραμε τόσα χρόνια να φέρουμε σ' αυτό το ανάστημα τη Δημοκρατία, έγινε ένα φιντάνι η Δημοκρατία.
     Αν ξοδεύαμε αυτόν τον κόπο των εκατό χρόνων που αφιερώσαμε στη Δημοκρατία, για την ανάπτυξη του καφέ, σήμερα η χώρα μας θα γινόταν δάσος από καφέ, που δεν τ' άγγιξε ο μπαλτάς του ξυλοκόπου.
     Στο παρελθόν κρίθηκε απαραίτητο, δεν το είχαμε καταλάβει: αντί να φυτέψουμε σπόρο καφέ, φυτέψαμε το σπόρο της Δημοκρατίας. "Δόξα τω Θεώ", αν και δεν έχουμε καμιά στενοχώρια απ' τη μεριά της Δημοκρατίας, εμείς ξέρουμε το τι τραβάμε από την έλλειψη του καφέ. Καφές είναι αυτός!...Δε μοιάζει σε τίποτε. Έτσι είναι η Δημοκρατία; Και να είναι και να μην είναι το ίδιο κάνει...
     Αν δεν υπάρχει καφές, του ανθρώπου το κεφάλι γυρίζει, αν δεν υπάρχει Δημοκρατία, του ανθρώπου το κεφάλι δε γυρίζει. Ο καφές μοσκοβολάει, η Δημοκρατία ούτε καν έχει μυρουδιά. Τον καφέ τον βάζεις στο φλιτζάνι, τον πίνεις. Η Δημοκρατία ούτε τρώγεται, ούτε πίνεται. Σε τι χρειάζεται αυτή η Δημοκρατία, μπορείτε να μου πείτε;
     Στη χώρα μας έρχεται από το εξωτερικό μπόλικη- μπόλικη Δημοκρατία, αλλά καφές δεν έρχεται. Τον καφέ τον πουλάνε, τη Δημοκρατία τη δίνουν. Ο καφές είναι με λεφτά, η Δημοκρατία τζάμπα... Για τον καφέ χρειάζεται συνάλλαγμα, για τη Δημοκρατία τίποτε δε χρειάζεται.
     Για κοιτάξτε το τι τραβάμε απ' τον καφέ. Σάμπως δεν έχουμε συνηθίσει στον καλό καφέ; Αμέσως καταλαβαίνουμε τον καλό καφέ απ' τον άσκημο, το μπαγιάτικο απ' το φρέσκο, το νοθεμένο απ' το σκέτο.
     Ζωή να' χουνε, μερικοί πατριώτες μας έκαναν ψεύτικο καφέ. Στην αρχή βγήκε ο κριθαρένιος καφές, δεν έπιασε. Ύστερα βγήκε καφές από φασόλια, δεν το κατάπιαμε. Εμείς σαν έθνος είμαστε θεριακλήδες του καφέ. Αν και καταπίνουμε όλες τις απομιμήσεις, του καφέ την απομίμηση δεν την καταπίνουμε.
     Ω Ύψιστε! Να γινόταν , τόσο δα απ' ό, τι καταλαβαίνουμε απ' αυτόν τον καφέ, να καταλαβαίναμε και από Δημοκρατία...

Αζίζ Νεσίν, μτφρ. Έρμος Αργαίος, εκδόσεις Θεμέλιο.

Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

ΈΝΑΣ ΑΡΙΘΜΟΣ

     Τις προάλλες φώναξα στο γραφείο μου τη δεσποινίδα Ιουλία, τη δασκάλα των παιδιών. Έπρεπε να της δώσω το μισθό της.
- Κάθισε να κάνουμε το λογαριασμό, της είπα. Θα' χεις ανάγκη από χρήματα και συ ντρέπεσαι να ανοίξεις το στομα σου... Λοιπόν... Συμφωνήσαμε για τριάντα ρούβλια το μήνα...
- Για σαράντα.
- Όχι, για τριάντα, το έχω σημειώσει. Εγώ πάντοτε τριάντα ρούβλια δίνω στις δασκάλες... Λοιπόν, έχεις δύο μήνες εδώ...
- Δύο μήνες και πέντε μέρες...
- Δύο μήνες ακριβώς... Το' χω σημειώσει... Λοιπόν, έχουμε εξήντα ρούβλια. Πρέπει να βγάλουμε εννιά Κυριακές, δε δουλεύετε τις Κυριακές. Πηγαίνετε περίπατο με τα παιδιά. Έπειτα έχουμε τρεις γιορτές...
Η Ιουλία έγινε κατακόκκινη και άρχισε να τσαλακώνει νευρικά την άκρη του φουστανιού της, μα δεν είπε λέξη.
- Τριες γιορτές, μας κάνουν δώδεκα ρούβλια το μήνα... Ο Κόλιας ήταν άρρωστος τέσσερις μέρες και δεν του έκανες μάθημα... Μονάχα με τη Βαρβάρα ασχολήθηκες... Τρεις μέρες είχες πονόδοντο και η γυναίκα μου σου είπε να αναπαυτείς μετά το φαγητό... Δώδεκα και εφτά δεκαεννιά. Αφαιρούμε, μας μένουν... Χμ! σαράντα ένα ρούβλια... Σωστά;
Το αριστερό μάτι της Ιουλίας έγινε κατακόκκινο και νότισε. Άρχισε να τρέμει το σαγόνι της. Την έπιασε ένας νευρικός βήχας, έβαλε το μαντίλι στη μύτη της, μα δεν έβγαλε άχνα.
- Την παραμονή της πρωτοχρονιάς έσπασες ένα φλιτζάνι του τσαγιού με το πιατάκι του... Βγάζουμε δύο ρούβλια... Το φλιτζάνι κάνει ακριβότερα γιατί είναι οικογενειακό κειμήλιο, μα δεν πειράζει... Τόσο το χειρότερο! Προχωρούμε! Μια μέρα δεν πρόσεξες τον Κόλια, ανέβηκε ο μικρός στο δέντρο και έσκισε το σακάκι του... Βγάζουμε άλλα δέκα ρούβλια... Άλλη μια μέρα που δεν πρόσεχες, έκλεψε μια καμαριέρα τα μποτάκια της Βαρβάρας. Πρέπει να' χεις τα μάτια σου τέσσερα, γι' αυτό σε πληρώνουμε... Λοιπόν, βγάζουμε άλλα πέντε ρούβλια. Στις δέκα του Γενάρη σε δάνεισα δέκα ρούβλια...
- Όχι, δεν έγινε τέτοιο πράμα... μουρμούρισε η Ιουλία.
- Το' χω σημειώσει!
- Καλά...
- Βγάζουμε είκοσι επτά ρούβλια, μας μένουν δέκα τέσσερα...
Τα μάτια της Ιουλίας γέμισαν δάκρυα. Κόμποι ιδρώτα γυάλιζαν πάνω στη μύτη της. Κακόμοιρο κορίτσι!
- Μα εγώ μια φορά μονάχα δανείστηκα χρήματα. Μονάχα τρία ρούβλια από την κυρία, μουρμούρισε η Ιουλία και η φωνή της έτρεμε... Αυτά είναι όλα όλα που δανείστηκα.
- Μπα; Και γω δεν τα είχα σημειώσει αυτά. Λοιπόν, δεκατέσσερα έξω τρία, μας μένουν έντεκα. Πάρε τα χρήματά σου, αγαπητή μου! Τρία... τρία, τρία... ένα και ένα... Πάρ' τα...
Και της έδωσα έντεκα ρούβλια. Τα πήρε με τρεμουλιαστά δάχτυλα και τα έβαλε στην τσέπη της.
- Ευχαριστώ, ψιθύρισε.
Πετάχτηκα ορθός και άρχισα να βηματίζω πέρα δώθε στο γραφείο. Με έπιασαν τα δαιμόνια μου.
- Και γιατί με ευχαριστείς;
- Για τα χρήματα.
- Μα, διάολε, εγώ σε έκλεψα, σε λήστεψα! Και μου λες κι ευχαριστώ;
- Οι άλλοι δε μου' διναν τίποτα!...
- Δε σου 'δίναν τίποτα. Φυσικά! Σου έκανα μια φάρσα για να σου γίνει σκληρό μάθημα. Πάρε τα ογδόντα σου ρούβλια! Τα είχα έτοιμα στο φάκελο! Μα γιατί δε φωνάζεις για το δίκιο σου; Γιατί στέκεσαι έτσι σαν χαζή; Μπορείς να ζήσεις σ' αυτόν τον κόσμο αν δεν πατήσεις λίγο πόδι, αν δε δείξεις τα δόντια σου; Γιατί είσαι άβουλη;
Μουρμούρισε μερικά ευχαριστώ και βγήκε.

Άντον Τσέχοφ, Διηγήματα, μτφρ. Κ. Σιμόπουλος, εκδόσεις Θεμέλιο


Dorothea Lange, 1936, φωτογραφίες από τη Μεγάλη Ύφεση

Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2013

ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΤΥΧΙΑ

     Στο δωμάτιο καθόντουσαν τέσσερις γυναίκες. Η μία έραβε, οι άλλες τρεις φλυαρούσαν περί ανέμων και υδάτων. Μιλούσαν για τις τιμές, για τις ουρές, για τη γειτονοπούλα που έκανε παιδί, κατηγορούσαν τους άντρες τους, γιατί τώρα είχαν γίνει μπερμπάντηδες και έπρεπε να τους κρατάνε δεμένους σφιχτά. Εκείνη που έραβε, αναστέναξε. Δεν τα κατάφερε να κρατήσει τον άντρα της και τώρα ήταν αναγκασμένη να ράβει. Ναι, να ράβει. Έχει δυο κοριτσάκια, το ένα έξι χρονών και το άλλο τεσσάρων. Εκείνος ο τρελός σηκώθηκε και πήγε στην άκρη του κόσμου. Της είχε γράψει και την καλούσε να πάει κοντά του με τα παιδιά. Να ζουν σε μια παράγκα! Όχι, αυτή τώρα δε μετανιώνει για τίποτα.
    Όλοι λένε πως ορθά έπραξε.
    Έξω στην αυλή έπαιζε μια λατέρνα. Ένας φουσκωμένος, κιτρινοπράσινος λατερνατζής, με το τρεμάμενό του χέρι, άπλωσε μέσα από το ανοιχτό παράθυρο ένα κουτάκι με μικρά φακελάκια.
     -Κυρίες μου, είπε βραχνά, κληρώστε ένα για την ευτυχία σας.
     Η κάθε γυναίκα πήρε το φακελάκι της.
     Η μια βρήκε ένα αστραφτερό δαχτυλιδάκι - αληθινό, μια χρυσή βέρα.
     Της άλλης της έτυχε ένα μικροσκοπικό κομματάκι σαπούνι τουαλέτας.
     Η τρίτη πήρε μια δαχτυλήθρα, μια ολοκαίνουργια, αλουμινένια δαχτυλήθρα, με κεφαλάκι από πολύτιμο, φανταχτερό πράσινο γυαλί.
     Η τέταρτη, εκείνη που έραβε, βρήκε στο φακελάκι της ένα χαρτάκι που πάνω ήταν τυπωμένο με μαύρα, όλο σιγουριά, γράμματα:
     "Ευτυχία"
     Ναι, ο μεθύστακας, κουρελής λατερνατζής είχε δώσει απ' το παράθυρο στη ράφτρα την ευτυχία. Το χλωμό της πρόσωπο έγινε ρόδινο, όπως ροδίζει η μαγιάτικη μηλιά στο αντιφέγγισμα μιας μακρινής νυχτερινής πυρκαγιάς. Για μια στιγμή τα κουρασμένα μάτια της φωτίστηκαν. Ύστερα στριφογύρισε το χαρτάκι στα χέρια της, το τσαλάκωσε θυμωμένα και είπε:
     -Τι να την κάνει κανείς την ευτυχία; Καλύτερα να μου έπεφτε κανένα κομματάκι σαπούνι.
     Και πέταξε το χαρτάκι στο πάτωμα.

[1934- 35]

Βασίλι Γκρόσμαν, μτφρ. Τάνια Ραχματουλίνα, Ανθολογία Ρώσικου Διηγήματος του Μεσοπολέμου, εκδόσεις Πλέθρον


Reading in the lamplight, James Abbot Mc Neill Whistler

Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2013

Ο ΙΠΤΑΜΕΝΟΣ ΟΛΛΑΝΔΟΣ

     Ένα μεγάλο μέρος του χρόνου μου, κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών, το πέρασα σε ιατρεία, κέντρα υγείας και νοσοκομεία, ενώ παράλληλα κατάπια ένα σωρό φάρμακα. Δε θα χαρακτήριζα την εμπειρία ευχάριστη, κάθε άλλο, ωστόσο, τώρα που φαίνεται ότι όλα πέρασαν, μπορώ να κάνω και -λίγη- πλάκα, για ν' αποφύγω τον κίνδυνο να πάρω τον εαυτό μου πολύ στα σοβαρά. Επειδή όμως δε διαθέτω το σατανικό χιούμορ του Μπουλγκάκοφ, ο οποίος ήταν κι ο ίδιος γιατρός, όπως, άλλωστε, πολλοί άλλοι πρώτης γραμμής λογοτέχνες, παραθέτω ένα δικό του, "ιατρικό" διήγημα, τον "Ιπτάμενο Ολλανδό". Μπορεί κανείς να το βρει σε ένα εξαιρετικό βιβλίο από τις εκδόσεις Πλέθρον, την "Ανθολογία Ρωσικού Διηγήματος του Μεσοπολέμου". Περιλαμβάνει συγγραφείς από τον Μαξίμ Γκόρκι και τον Ισαάκ Μπάμπελ ως τον Αρσένι Ταρκόφσκι και τη Μαρίνα Τσβετάγιεβα, μα κάθε διήγημα ξεχωριστά είναι πετράδι στον ανεκτίμητο θησαυρό της ρώσικής λογοτεχνίας.

Από το ημερολόγιο ενός ασθενούς.
     5 Ιουλίου. Άρχισα να βήχω. Βήχω συνέχεια. Δεν σταματώ όλη νύχτα. Αντί να κοιμάμαι, βήχω.
     7 Ιουλίου. Γράφτηκα να με δει γιατρός.
     10 Ιουλίου. Χτύπησε μ' ένα σφυράκι κι ύστερα είπε, "Χμ!". Τι να σημαίνει αυτό το "χμ";
     11 Ιουλίου. Έβγαλα ακτινογραφία. Τι ωραία! Ολόμαυρη, και τα παΐδια άσπρα.
     20 Ιουλίου. Την πάθαμε, αγαπητοί σύντροφοι, έχω φυματίωση. Έχε γεια, καημένε κόσμε!
     30 Ιουλίου. Με στέλνουν στο σανατόριο "Νους υγιής" στην εξοχή. Μου' δωσαν επίδομα και δωρεάν εισιτήριο τρίτης θέσης, με κουβέρτα.
     1 Αυγούστου... και με κοριούς. Ταξιδεύω, πολύ ωραία τοπία. Οι κοριοί μεγάλοι σαν κατσαρίδες.
     3 Αυγούστου. Έφτασα στη Σιβηρία. Πολύ ωραία. Έκανα και λίγη απόσταση με άλογα, 293 βέρστια. Φοραδίσιο γάλα.
     6 Αυγούστου. Αμ δε, φοραδίσιο γάλα! Λάθος, μου λένε, δεν έχετε καθόλου φυματίωση. Έβγαλα άλλη ακτινογραφία. Είδα το νεφρό μου. Αηδιαστικό.
     8 Αυγούστου. Έτσι, λοιπόν, να' μαι να γράφω στο Ροστόφ- επί- του Ντον. Πολύ ωραία πόλη. Θα εισαχθώ στο θεραπευτήριο "Το δώρο του ήλιου" στο Κισλοβόσκ.
     12 Αυγούστου. Κισλοβόσκ. Τίποτα πάλι. Το νεφρό δεν φταίει σε τίποτα. Μού λένε: Ποιος διάβολος σ' έστειλε σ' εμάς;
     15 Αυγούστου. Γράφω πάνω στο πλοίο, που με παίρνει στην Κριμαία, άρρωστος τάχα δήθεν με σύφιλη (υποβόσκουσα). Κάνω εμετό λόγω θαλασσοταραχής. Καταραμένη να'ναι τέτοια θεραπεία!
     22 Αυγούστου. Η Γιάλτα θα ήταν εξαιρετική πόλη, αν δεν ήταν στη μέση η ιατρική! Μυστήρια επιστήμη. Εδώ μού βρήκανε σκουληκάκια στα κόπρανα και σκωληκοειδίτιδα σε λανθάνουσα μορφή. Με στέλνουν στο Λίμπετσκ της επαρχίας Ταμπόφσκ. Έχετε γεια, νερά της Μαύρης Θάλασσας!
     25 Αυγούστου. Στο Λίμπετσκ όλοι παραξενεύονται. ο γιατρός είναι πολύ συμπαθητικός. Για τα σκουληκάκια, εκφράστηκε ως εξής:
     - Εκείνοι είναι τα σκουληκάκια!
     Με πήγε στο παράθυρο, με κοίταξε στα μάτια και μού είπε:
     - Έχετε εμφύσημα στην καρδιά.
     Εγώ πάλι, είχα τόσο συνηθίσει στην ιδέα ότι είμαι όλος σάπιος, ώστε ούτε καν τρόμαξα. Κι αμέσως τον ρωτώ: Πού να πάω;
     Στο Μπορζόμι, πληροφορούμαι.
     Καύκασε, έχε γεια!
     1 Σεπτεμβρίου. Στο Μπορζόμι ούτε τις βαλίτσες μου δεν μ' άφησαν ν' ανοίξω. Δεν δεχόμαστε φυματικούς, μού λένε.
     Για φαντάσου, έγινα και φυματικός τώρα! Πάει, τα φάγαμε τα ψωμιά μας! Φεύγω πάλι για τη Σιβηρία, πάω στο...
     10 Σεπτεμβρίου. Υπέροχη λίμνη, αγία Βαϊκάλη! Πολύ ωραία τα τοπία εδώ, αλλά κάνει ένα κρύο σκυλίσιο. Κι ο γιατρός εδώ είπε ότι είναι βλακεία να περιφέρομαι στα θεραπευτήρια τη στιγμή που όπου να' ναι θ' αρχίσουν τα χιόνια. Εσείς, μου λέει, έχετε ανάγκη από ζεστά κλίματα. Θα σας εξαποστείλω, λέει, στην Κριμαία... Τού λέω, από' κει έρχομαι, μερσί. Μού λέει, πού ακριβώς ήσασταν; Στη Γιάλτα, τού λέω. Ωραία, λέει, θα σας στείλω στην Ακούπκα. Εμένα το ίδιο μου κάνει, ας με στείλει και στα κέρατα του διαβόλου. Αγόρασα ένα γούνινο παλτό και ξεκίνησα.
     25 Σεπτεμβρίου. Στην Ακούπκα τα βρήκα όλα κλειστά. Μού λένε: πηγαίνετε πίσω στο σπίτι σας, φτάνει πια να γυρίζετε εδώ κι εκεί στη Δημοκρατία σαν τον αδέσποτο. Τα παράτησα όλα κι επέστρεψα στο σπίτι μου.
     1 Οκτωβρίου. Ναι' μαι στο σπίτι μου. Κατά τη διάρκεια της απουσίας μου η γυναίκα μου άρχισε να με απατά. Πήγα στο γιατρό. Είστε μια χαρά, μού λέει, υγιέστατος. Και γιατί, του λέω, με στέλνατε εδώ κι εκεί τόσο καιρό; Μού απαντά: ένα λάθος όλο κι όλο! Εντάξει, ένα λάθος παραπάνω, τι να γίνει; Αύριο επιστρέφω στη δουλειά μου.

Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, μτφρ. Τάνια Ραχματουλίνα, Ανθολογία Ρώσικου Διηγήματος του Μεσοπολέμου, Εκδόσεις Πλέθρον.


Τετάρτη 10 Ιουλίου 2013

ΤΟ ΑΥΓΟ

     Κάθε άνθρωπος έχει πολλούς φίλους, που τους γνώρισε έτσι μονάχα για μια στιγμή, στα πεταχτά. Κάπως βρεθήκανε μπλεγμένοι στη ζωή του, παίξανε το ρολάκι τους και χάθηκαν μετά απ' τη σκηνή. Μπορεί να είπανε: "ο κύριος δούκας πληγώθηκε σε μονομαχία" ή "η Αλένκα σας στέλνει πολλούς χαιρετισμούς, αλλά περισσότερα δεν μπορώ να σας πω". Χαμογελάνε κείνη την ώρα με νόημα ή κρυφαναστενάζουν ή φεύγουνε όμορφα όμορφα, καμαρωτά και με αίσθημα.
     Κάθε ζωή έχει τους ήρωές της και τους κομπάρσους της. Δεν είναι της μοίρας μας να ξέρουμε από τα πριν τους ρόλους τους στο έργο. Αυτός που τον νομίζουμε ήρωα είναι πολλές φορές κομπάρσος. Ένα σημαντικό περιστατικό της ζωής μας γίνεται καμιά φορά το ριζικό μας.
     Ήτανε μια φορά ένας άνθρωπος. Ας πούμε πως τόνε λέγανε Πόκστεφλ. Πριν απ' τον πόλεμο πήγαινε στο γυμνάσιο, και μάλιστα στο κλασικό. Γιατί νόμιζε πως όλο το νόημα της ζωής είναι το ξακουστό εκείνο carpe diem. Άλλο λατινικό ρητό δε θυμότανε, μ' από την κάθε μέρα κοίταζε να ξεζουμίσει ό, τι περισσότερο μπορούσε. Διασκέδαζε εύκολα και με πάθος στην καμπούρα των άλλων. Πιότερο απ' όλα τ' άρεσε να τηλεφωνάει σε ξένους, άγνωστους ανθρώπους και να τους κάνει φάρσες. Παρουσιαζότανε σαν ελεγχτής του τηλεφωνικού κέντρου και γύρευε από τις ανύποπτες τι γιαγιούλες, που ήτανε μονάχες τους στο σπίτι, να πάρουνε το μέτρο απ' τα ραφτικά τους και να μετρήσουνε το κορδόνι του τηλεφώνου απ' τον τοίχο ίσαμε τη συσκευή.
     Αν του πήγαινε στραβά η μέρα, τότε έκανε το νεκροθάφτη  και ανακοίνωνε σ' αυτόν που του απαντούσε στο τηλέφωνο, πως το φέρετρό του ήταν έτοιμο.
     Έλεγε:
     "Σας το φέρνουμε λοιπόν το φέρετρο. Φορέστε το σάβανο και περιμέντε μας ξαπλωτός".
     Ή διέταζε:
     "Ελάτε παρακαλώ αύριο το πρωί στις εφτά στο Στρσέλετσκι Όστροφ με τον παπαγάλο σας. Θα μπολιαστείτε κι οι δυο υποχρεωτικά. Ευχαριστώ".
     Ιδιαίτερα του' χε σφηνωθεί στο μυαλό ο ιδιοχτήτης του τηλεφώνου αριθμός τάδε. Λεγόταν Εδουάρδος Πετεινός και ήταν μαγαζάτορας. Κάθε βδομάδα, την Παρασκευή στις τρεις τ' απόγεμα, του' κανε τούτη την κουβέντα στο τηλέφωνο:
     "Καλημέρα σας!"
     "Καλημέρα σας!"
     "Είναι σπίτι παρακαλώ ο κύριος Κότας;"
     "Ω όχι!" αποκρινόταν μια πολιτισμένη φωνή μετά από σύντομη παύση. "Στο τηλέφωνο Εδουάρδος Πετεινός".
     "Η Κότα λοιπόν δεν είναι σπίτι;" έλεγε πάντα μ' απορία ο μαθητής. "Και σας έκανε χτες αυγό;"
     "Όχι, δεν έκανε" απαντούσε η ήρεμη κι ευγενικιά φωνή. "Σας αρέσουν τ' αυγά, μαθητή μου;"
     "Τ' αυγά τα σιχαίνομαι" αποκρινότανε ο μαθητής. "Φαίνεται θα' κανα λάθος".
     Ακουμπούσε τ' ακουστικό κι όλη τη βδομάδα χαιρότανε που θα έφτανε πάλι η Παρασκευή και που θα τηλεφωνούσε στον κύριο Πετεινό, στις τρεις τ' απόγευμα, και θα του ζητούσε τον κύριο Κότα.
     Ο κύριος Εδουάρδος Πετεινός ήτανε πάντα καλότροπος κι ευγενικός. Δεν τον αποκαλούσε ποτέ αλήτη ή εξυπνάκια ή αυτό που είναι ακόμα χειρότερο, "αμούστακο". Και τ' ακουμπούσε μετά το ακουστικό ευγενικά, απαλά.
     Ο μαθητής ζούσε κι αφού ζούσε μεγάλωνε. Ξεπέρασε λεβέντικα τ' άγουρα χρόνια, ωρίμαζε και πέρασε μ' επιτυχία ακόμα και τις μεγάλες τις εξετάσεις, τις εισαγωγικές στο Πανεπιστήμιο. Η φωνή του σταθεροποιήθηκε κι έγινε μπάσο βαθύ. Ήτανε στ' αλήθεια γοητευτική. Κάθε πρωί ξυριζότανε πια.
     Ο κόσμος που- άγνωστο γιατί- τον λογάριαζε ώσαμ' ένα βαθμό, εξακολουθούσε την πορεία του.
     Πάνω στον κόσμο σκάσανε οι πρώτες μπόμπες. Αυτό έγινε στην Πολωνία.
     Μετά έφτασε η 17 του Νοέμβρη του 1939 και ο κύριος Πετεινός περίμενε την Παρασκευή στις τρεις η ώρα. Μα άδικα. Με λίγα λόγια, απ' το στρατόπεδο δεν ήτανε δυνατό να τηλεφωνήσει κανείς. Έτσι, τουλάχιστο σ' αυτό το ζήτημα, ο νεαρός διορθώθηκε.
     Τι πέρασε όλα εκείνα τα χρόνια είναι άλλη ιστορία ή και μυθιστόρημα.
     Είχε λίγη τύχη, ήτανε και λιγουλάκι καπάτσος κι άντεξε.
     Κι όταν γύρισε στην Πράγα στις 11 του Μάη, ήτανε μέρα Παρασκευή. Τρεις παρά δέκα λεφτά. Σκέφτηκε: Πριν να σκεφτώ πώς να ξαναρχίσω...έτσι κι αλλιώς δε θα σκαρφιστώ δα και τίποτε...πριν κάτσω να σπάσω το κεφάλι μου, θα ξαναρχίσω με την παλιά μου την τέχνη. Θα πάρω τον κύριο Πετεινό στο τηλέφωνο. Είναι ο μόνος αριθμός που θυμάμαι".
     Μπήκε λοιπόν σ' έναν τηλεφωνικό θάλαμο. Ο θάλαμος ήταν ακόμα γκρίζος και σκοτεινός απ' τον πόλεμο. Το χέρι του έτρεμε. Αυτό δε διορθωνότανε πια. Στο πρόσωπό του φάνηκε η γνωστή παλιά του έκφραση που' κρυβε πάθος και διαβολίστικη χαρά. Σχημάτισε τον αριθμό.
     "Καλημέρα σας!" είπε.
     "Καλημέρα σας!"
     "Είναι σπίτι παρακαλώ ο κύριος Κότας;" είπε και το κλάμα κόντεψε να τον πνίξει.
     Απ' την άλλη άκρη κάποιος σώπαινε για κάμποση ώρα. Ύστερα είπε:
     "Ζεις βρε αλήτη; Τι υπέροχο!"
     "Ζω κύριε Πετεινέ" είπε ο παλιός μαθητής. Κείνη τη στιγμή ένιωσε πως πραγματικά κύλαγε πάλι μέσα του η ζωή. Το' νιωσε από το σφυγμό του που τον έπνιγε. Άκουσε το κορμί του να τραγουδάει...
     "Μα δεν μπορεί, κάπου πρέπει να' χετε και μια κοτούλα" είπε. "Δε σας έκανε χτες αυγό για το πρωινό σας;"
     "Μου' κανε, μου' κανε" είπε ο κύριος Πετεινός. "Χτες το' κανε η βρώμα. Ένα ωραίο άσπρο αυγουλάκι. Ελάτε να τη δείτε, κύριε αλήτη, θα σας το φτιάξουμε μελάτο".
     Κι αυτό ήταν όλο.
     Μα ποιος ξέρει;

Λουντβικ Ασκενάζυ, μτφρ. Ρενέ Ψυρούκη, εκδόσεις Ρόμβος



Πέμπτη 4 Ιουλίου 2013

ΈΝΑΣ ΑΓΡΟΤΙΚΟΣ ΓΙΑΤΡΟΣ

     Αν ισχύει ότι οι ιστορίες του Κάφκα μοιάζουν με τρομερούς εφιάλτες, τότε δεν υπάρχει αντιπροσωπευτικότερο δείγμα από το διήγημα "ένας αγροτικός γιατρός". Αυτήν ακριβώς την οδυνηρή ονειρική αίσθηση μεταδίδει το παρακάτω γιαπωνέζικο animation που απεικονίζει την εν λόγω ιστορία του Κάφκα. Η αίσθηση αυτή μεταφέρεται από τους απόκοσμους ήχους αλλά κυρίως από την κίνηση, που έχει κάτι το αλλόκοτο, σαν οι ήρωες να βρίσκονται σε κενό βαρύτητας, όπως συμβαίνει πολλές φορές στα όνειρά.



Υ.Γ.: Η φράση "είναι εύκολο να γράψεις συνταγές αλλά δύσκολο να καταλάβεις τους ανθρώπους" αναβοσβήνει μέσα στο κεφάλι μου από τότε που τη διάβασα. Ισχύει για τους γιατρούς. Ισχύει και για μας τους υπόλοιπους.

Πέμπτη 25 Απριλίου 2013

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ


Ο άνθρωπος  εκείνος  ήταν ο πλουσιότερος και  ισχυρότερος της  ενορίας. Τον λέγανε Θορντ Οβεράας. Δεν είχε πατήσει ποτέ του στην εκκλησία. Μια μέρα πήγε στο σπίτι του πάστορα και μ’ ύφος περήφανο και σοβαρό του’ πε.
-          Η γυναίκα μου γέννησε και θέλω να βαφτίσω το μωρό.
-          Ποιο θα’ ναι  τ’ όνομά του;
-          Φιν, όπως και τ’ όνομα του πατέρα μου.
-          Και νουνοί ποιοι θα’ ναι;
Ο Οβεράας  είπε τα ονόματά τους  και  ο πάστορας  τα σημείωσε στο βιβλίο του. Ήτανε απ’ τους φίλους της οικογένειας Οβεράας κι από τους πλουσιότερους της ενορίας.
Όταν τελείωσε το γράψιμο, ο κληρικός σήκωσε το κεφάλι και ρώτησε:
-          Άλλο τίποτα;
Ο κτηματίας κοντοστάθηκε λίγο και έπειτα είπε:
-          Θα με ευχαριστούσε,  αν το βάφτιζες εσύ.
-          Θα γίνει η βάφτιση μέρα γιορτάσιμη;
-          Την ερχόμενη Κυριακή, στις δώδεκα το μεσημέρι.
-          Πολύ καλά. Τίποτ’ άλλο;
-          Τίποτ’ άλλο!
Ο κτηματίας έκανε να φύγει. Τότε ο κληρικός σηκώθηκε και πήγε κοντά του.
-          Να σου ζήσει, Θορντ, του’ πε. Ο Θεός, από κει πάνω, σου το στέλνει σαν ευλογία…
Ο Θορντ Οβεράας δεν απάντησε. Έκαμε μια κίνηση σε σημείο αποχαιρετισμού κι έφυγε.
Μια μέρα, έπειτα από δέκα χρόνια, έκανε πάλι την εμφάνισή του στο γραφείο του πάστορα.
-          Βλέπω πως στέκεσαι πολύ καλά, Θορντ, του’ πε ο εφημέριος.
-          Ναι, γιατί δεν έχω στενοχώριες.
Ο πάστορας δεν απάντησε στην εξήγησή του. Μα έπειτα από λίγο ρώτησε:
-          Και τι επιθυμείς απόψε, που’ ρθες στο σπίτι μου;
-          Σε θέλω για το γιο μου, αύριο θα μυρωθεί, μαζί με τ’ άλλα συνομήλικά του παιδιά.
-          Α! Είναι πολύ καλό παιδί…
-          Έχω σκοπό να μην πληρώσω το εφημέριο, σα δε μάθω τι σειρά θα’ χει  ο γιος μου αύριο, που θα πάει στην εκκλησιά.
-          Θα’ ναι πρώτος.
-          Τότε θα δώσω εκατό φιορίνια στον πάστορα!
-          Τίποτ’ άλλο; Ρώτησε ο εφημέριος και τον κοίταξε στα μάτια.
-          Τίποτε άλλο!
Κι ο Θορντ ξανάφυγε.
Οκτώ χρόνια πέρασαν ακόμα, όταν μια μέρα ο πάστορας άκουσε θόρυβο έξω από την πόρτα του. Ερχότανε μια μεγάλη συντροφιά και μπροστά ο Θορντ Οβεράας. Ο πάστορας μόλις τον είδε τον αναγνώρισε.
-          Έρχεσαι κουβαλώντας πολλούς μαζί σου, του’ πε.
-          Ήρθα να σου αναγγείλω πως ο γιος μου παντρεύεται. Παίρνει την Κάρεν Στόρλιεν, την κόρη του Γκούνταμαν από δω.
Ο κληρικός κοίταξε τον πατέρα της νύφης και του είπε:
-    Είναι το πλουσιότερο κορίτσι της ενορίας.
-    Έτσι λένε, απάντησε ο κτηματίας.
Ο πάστορας έμεινε για λίγο σκεφτικός. Δεν είπε τίποτα, μα έγραψε τα ονόματα των μελλόνυμφων και των συμπέθερων στο βιβλίο του. Έπειτα έβαλε τους παριστάμενους να υπογράψουνε. Ο Θορντ Οβεράας απόθεσε τριάντα φιορίνια στο τραπέζι.
-          Μόνον δέκα είναι η αμοιβή μου, είπε ο εφημέριος.
-          Το ξέρω καλά αυτό, απάντησε ο Θορντ. Μα είναι ο μοναχογιός μου. Και θέλω όλα στο γάμο του να γίνουνε με μεγαλοπρέπεια!
 Ο πάστορας πήρε τα λεπτά.
-          Είναι η τρίτη φορά Θορντ, είπε, που’ ρχεσαι δω για το γιο σου.
-          Ναι, μα τώρα πια ξεμπερδεύω με δαύτον και δεν θα με ξαναϊδείς, απάντησε ο κτηματίας.
Αποχαιρέτησε και βγήκε. Οι άλλοι τον ακολούθησαν αμίλητοι.
Δυο βδομάδες αργότερα, ο Θορντ με το γιο του είχανε βγει περίπατο με τη βάρκα στη λίμνη, για να πάνε στου Στόρλιεν και να κανονίσουνε τις λεπτομέρειες του γάμου. Κωπηλατούσανε και οι δυο τους.
-          Αυτό το κουπί δεν είναι καλά βαλμένο, είπε σε μια στιγμή ο γιος.
Και σηκώθηκε να το φτιάξει. Μα η βάρκα τότε έγειρε κατά το μέρος του. Εκείνος άπλωσε  τα χέρια του προς τα  μπρος, έχασε την ισορροπία κι έπεσε στη λίμνη.
-          Πιάσου από το κουπί, του φώναξε ο πατέρας.
Και του’ ριξε το κουπί και διεύθυνε τη βάρκα κατά το μέρος που ήτανε ο γιος του. Μα κείνος κούνησε τα χέρια απεγνωσμένα, έριξε μια ικετευτική ματιά στον πατέρα του και χάθηκε στα νερά… Ο Θορντ δεν τολμούσε να το πιστέψει. Σταμάτησε τη βάρκα, έσκυψε έξω και στάθηκε πάνω απ’ το μέρος που’ χε βουλιάξει ο γιος του… Τρεις μέρες και τρεις νύχτες οι χωριανοί βλέπανε τον Θορντ με τη βάρκα να γυρίζει εδώ κι εκεί στη λίμνη, χωρίς να φάει ούτε να κοιμηθεί. Έψαχνε τα νερά, για να βρει το πτώμα του γιου του… Προς το σούρουπο της τρίτης μέρας το βρήκε. Το πήρε στις πλάτες, ως απάνω στο λόφο που ήταν το σπίτι του.
Η χρονιά έφτανε στο τέλος της, όταν μια φθινοπωρινή νύχτα, ο πάστορας άκουσε κάποιον έξω απ’ το σπίτι του, να πασπατεύει την πόρτα για να βρει το πόμολο. Βγήκε, άνοιξε και παραμέρισε για να περάσει ένας ψηλός, αδύνατος και καμπουριασμένος άντρας με κάτασπρα μαλλιά. Τον κοίταζε για πολύ, ώσπου μπόρεσε να τον γνωρίσει. Ήταν ο Θορντ Οβεράας…
-          Γιατί έρχεσαι τέτοια ώρα; Τον ρώτησε με ήρεμο τόνο ο εφημέριος.
-          Ναι, έρχομαι αργά, απάντησε ο Θορντ.
Και σιγά σιγά πήρε ένα κάθισμα και κάθησε. Ο πάστορας απέναντί του περίμενε. Έγινε σιγή πολλής ώρας. Έπειτα ο Θορντ άρχισε να λέει:
-          Έχω μαζί μου κάτι που θα’ θελα να το δώσω στους φτωχούς… Θα’ ναι μια δωρεά, για να μνημονεύεται τ’  όνομα του γιου μου, του Φιν…
Σηκώθηκε, απόθεσε ένα ποσό στο τραπέζι και ξανακάθισε. Ο πάστορας μέτρησε τα χρήματα.
-          Είναι πάρα πολλά, είπε.
-          Ναι, η μισή αξία του χτήματος, το πούλησα σήμερα…
Ο πάστορας τον κοίταξε με συμπάθεια.
-          Και τι σκοπεύεις να κάνεις τώρα, Θορντ;
-          Κάτι καλύτερο απ’ ό, τι έκανα πριν.
Μείναν για λίγο ακίνητοι κι αμίλητοι. Ο Θορντ με τα μάτια καρφωμένα στο πάτωμα κι ο πάστορας  με τα δικά του καρφωμένα πάνω στον Θορντ. Κάποτε  ο πάστορας άρχισε να λέει με τόνο μαλακό και στοργικό:
-          Μου φαίνεται πως ο γιος σου σ’ έκανε καλύτερο άνθρωπο…
-          Ναι, έτσι νομίζω κι εγώ, απάντησε ο Θορντ, σηκώνοντας τα μάτια, ενώ δυο δάκρυα κυλάγανε στα ζαρωμένα του μάγουλα…

   Μπγιέρνστερ Μπγιέρνσον, μτφρ. Γιώργος Βλαχογιάννης, εκδόσεις Αυλός

    Egon Schiele - The Hermits