Τραβάω κατά το Λεσνιούφ, όπου έχει εγκατασταθεί το Επιτελείο της ταξιαρχίας. Με συντροφεύει ως συνήθως ο Πριστσέπα, ένας νεαρός Κοζάκος απ' το Κουμπάν. Είναι ένας ακούραστος χωριάτης, κομμουνιστής διωγμένος απ' το κόμμα, μελλοντικός ρακοσυλλέκτης, ανέμελος συφιλιδικός και μάστορας στην ψευτιά. Φοράει ένα κόκκινο τσερκέζικο σακάκι από λεπτό ύφασμα με το μπασλίκ ριγμένο πίσω. Στο δρόμο μου μίλησε για τον εαυτό του. Δε θα ξεχάσω ποτέ την ιστορία του.
Πριν από ένα χρόνο, ο Πριστσέπα το' σκασε απ' τους Άσπρους. Εκείνοι, για αντίποινα, πήραν ομήρους τους γονιούς του και τους σκότωσαν πάνω στην ανάκριση. Οι γείτονες τους άρπαξαν ό,τι είχαν και δεν είχαν. Όταν οι δικοί μας έδιωξαν τους Άσπρους απ' το Κουμπάν, ο Πριστσέπα γύρισε στο χωριό του.
Ήταν πρωί, χαράματα, και ο ύπνος των μουζίκων αναστέναζε μέσα στον αποπνιχτικό ξινισμένο αέρα. Ο Πριστσέπα νοίκιασε ένα κάρρο του δήμου και έκανε το γύρο του χωριού για να μαζέψει το γραμμόφωνό του, τις καράφες του κβας και τα πετσετάκια που είχε κεντήσει η μάνα του. Βγήκε στο δρόμο με τη μαύρη του κάπα κι ένα χατζάρι ζωσμένο στη μέση. Πίσω του έτριζε το κάρρο. Ο Πριστσέπα πήγαινε από γείτονα σε γείτονα, και πίσω ακολουθούσαν τα ματωμένα χνάρια απ' τις μπότες του. Σε κάθε σπίτι που ο Κοζάκος έβρισκε τα πράγματα της μάνας του ή την πίπα του πατέρα του, άφηνε πίσω του σφαγμένες γριές, σκυλιά κρεμασμένα πάνω απ' τα πηγάδια, εικονίσματα μαγαρισμένα μ' αποπατήματα. Οι χωριανοί κάπνιζαν τα τσιμπούκια τους και ακολουθούσαν σκυθρωποί το δρόμο του. Οι νεαροί Κοζάκοι είχαν σκορπίσει στη στέπα και κρατούσαν λογαριασμό. λογαριασμός αβγάταινε και το χωριό σώπαινε. Όταν τελείωσε τη δουλειά του, ο Πριστσέπα γύρισε στο άδειο πατρικό του σπίτι. Ξανάβαλε τα έπιπλα στις θέσεις που θυμόταν απ' τα παιδικά του χρόνια και έστειλε να του φέρουν βότκα. Κλεισμένος στο σπίτι, έπινε για δυο μερόνυχτα, τραγουδούσε, έκλαιγε και κομμάτιαζε τα έπιπλα με το σπαθί του.
Την τρίτη νύχτα οι χωριανοί είδαν καπνό να βγαίνει απ' το καλύβι του Πριστσέπα. Ξαναμμένος και κουρελής, έβγαλε τη γελάδα απ' τον αχερώνα του, της έχωσε ένα πιστόλι στο στόμα και πυροβόλησε. Το χώμα κάπνιζε κάτω απ' τα πόδια του. Ένα γαλάζιο δαχτυλίδι καπνού πέταξε απ' την καμινάδα και διαλύθηκε, ένα ταυρί που είχε απομείνει μονάχο στο στάβλο άρχισε να κλαίει μ' αναφιλητά. Η πυρκαγιά έλαμπε σαν μέρα γιορτινή. Ο Πριστσέπα έλυσε τ' άλογό του, πήδησε στη σέλα, έριξε μια τούφα απ' τα μαλλιά του στη φωτιά και χάθηκε.
Πριν από ένα χρόνο, ο Πριστσέπα το' σκασε απ' τους Άσπρους. Εκείνοι, για αντίποινα, πήραν ομήρους τους γονιούς του και τους σκότωσαν πάνω στην ανάκριση. Οι γείτονες τους άρπαξαν ό,τι είχαν και δεν είχαν. Όταν οι δικοί μας έδιωξαν τους Άσπρους απ' το Κουμπάν, ο Πριστσέπα γύρισε στο χωριό του.
Ήταν πρωί, χαράματα, και ο ύπνος των μουζίκων αναστέναζε μέσα στον αποπνιχτικό ξινισμένο αέρα. Ο Πριστσέπα νοίκιασε ένα κάρρο του δήμου και έκανε το γύρο του χωριού για να μαζέψει το γραμμόφωνό του, τις καράφες του κβας και τα πετσετάκια που είχε κεντήσει η μάνα του. Βγήκε στο δρόμο με τη μαύρη του κάπα κι ένα χατζάρι ζωσμένο στη μέση. Πίσω του έτριζε το κάρρο. Ο Πριστσέπα πήγαινε από γείτονα σε γείτονα, και πίσω ακολουθούσαν τα ματωμένα χνάρια απ' τις μπότες του. Σε κάθε σπίτι που ο Κοζάκος έβρισκε τα πράγματα της μάνας του ή την πίπα του πατέρα του, άφηνε πίσω του σφαγμένες γριές, σκυλιά κρεμασμένα πάνω απ' τα πηγάδια, εικονίσματα μαγαρισμένα μ' αποπατήματα. Οι χωριανοί κάπνιζαν τα τσιμπούκια τους και ακολουθούσαν σκυθρωποί το δρόμο του. Οι νεαροί Κοζάκοι είχαν σκορπίσει στη στέπα και κρατούσαν λογαριασμό. λογαριασμός αβγάταινε και το χωριό σώπαινε. Όταν τελείωσε τη δουλειά του, ο Πριστσέπα γύρισε στο άδειο πατρικό του σπίτι. Ξανάβαλε τα έπιπλα στις θέσεις που θυμόταν απ' τα παιδικά του χρόνια και έστειλε να του φέρουν βότκα. Κλεισμένος στο σπίτι, έπινε για δυο μερόνυχτα, τραγουδούσε, έκλαιγε και κομμάτιαζε τα έπιπλα με το σπαθί του.
Την τρίτη νύχτα οι χωριανοί είδαν καπνό να βγαίνει απ' το καλύβι του Πριστσέπα. Ξαναμμένος και κουρελής, έβγαλε τη γελάδα απ' τον αχερώνα του, της έχωσε ένα πιστόλι στο στόμα και πυροβόλησε. Το χώμα κάπνιζε κάτω απ' τα πόδια του. Ένα γαλάζιο δαχτυλίδι καπνού πέταξε απ' την καμινάδα και διαλύθηκε, ένα ταυρί που είχε απομείνει μονάχο στο στάβλο άρχισε να κλαίει μ' αναφιλητά. Η πυρκαγιά έλαμπε σαν μέρα γιορτινή. Ο Πριστσέπα έλυσε τ' άλογό του, πήδησε στη σέλα, έριξε μια τούφα απ' τα μαλλιά του στη φωτιά και χάθηκε.
Ντεμιντόφκα, Ιούλης 1920
Το κόκκινο ιππικό, Ισαάκ Μπάμπελ, μτφρ. (από τα γαλλικά και τα αγγλικά) Βασίλης Πουλάκος, εκδόσεις Ροές.
(λεπτομέρεια από τον πίνακα του Ilya Repin "ο Ιβάν ο Τρομερός και ο γιος του", 1885)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου