Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ντίκενς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ντίκενς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 13 Απριλίου 2016

ΣΚΥΛΙΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

     Αφού ο σκύλος είναι ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου, εφόσον η λογοτεχνία μιλάει γι' ανθρώπους, θα μιλάει και για σκύλους. Παρακάτω, μια λίστα με κάποιους από τους γνωστότερους σκύλους - λογοτεχνικούς ήρωες.


1.   Άργος (Οδύσσεια): Πρώτος στη λίστα δε θα μπορούσε να είναι άλλος από τον Άργο, τον σκύλο του Οδυσσέα. Η Οδύσσεια, ένα έπος ειρηνικό, σε αντίθεση με την Ιλιάδα, περιγράφει πολλές πλευρές της οικιακής ζωής· επομένως, δεν θα μπορούσε να λείπει ο σκύλος του σπιτιού, σ' αυτήν την περίπτωση ένα θαυμάσιο κυνηγόσκυλο που μαράζωσε με την απουσία του αφεντικού του. Η στιγμή της συνάντησής τους είναι ένα από τα πιο συγκινητικά σημεία του έργου:
 Κι όμως, αναγνωρίζοντας τον Οδυσσέα στο πλάι του, 
σάλεψε την ουρά του και κατέβασε πάλι τ' αυτιά του, 
όμως τη δύναμη δε βρήκε να φτάσει πιο κοντά στον κύρη του. 
Τον είδε εκείνος, και γυρίζοντας αλλού το βλέμμα του, 
σκούπισε ένα δάκρυ -από τον Εύμαιο κρυφά, 
για να τον ξεγελάσει. [...] 
Μιλώντας πια, προχώρησε στα ωραία δώματα, 
και πέρασε στην αίθουσα με τους περήφανους μνηστήρες. 
Κι αυτοστιγμεί τον Άργο σκέπασε η μαύρη μοίρα του θανάτου,
αφού τα μάτια του είδαν ξανά, είκοσι χρόνια 
περασμένα, τον Οδυσσέα.   
(ραψωδία ρ, μτφρ. Δ.Ν.Μαρωνίτης)  
  

2.   Μάγκας (Μάγκας): Περνώντας από την αρχαιοελληνική στη νεοελληνική γραμματεία, μας έρχεται αμέσως στο μυαλό ο Μάγκας, από το ομώνυμο βιβλίο της Πηνελόπης Δέλτα. Το πρωτότυπο εδώ είναι ότι αυτός ο γενναίος και ατίθασος σκύλος δεν είναι μόνο ο πρωταγωνιστής αλλά και ο αφηγητής της ιστορίας, εξιστορώντας τις περιπέτειές του από την Αθήνα στην Αλεξάνδρεια και τελικά στη Μακεδονία, όπου παίρνει μέρος στον Μακεδονικό Αγώνα, μόνο που τούτες οι τελευταίες περιπέτειες είναι το θέμα ενός άλλου βιβλίου της Δέλτα, των Μυστικών του Βάλτου.      

3.   Μπουλς Άι (Όλιβερ Τουίστ): Μεταξύ των δυνατότερων χαρακτήρων που έχει πλάσει ο Ντίκενς είναι αυτός του εγκληματία Μπιλ Σάικς, που σκότωσε την Νάνση, τη σύντροφό του, επειδή προσπάθησε να βοηθήσει τον Όλιβερ Τουίστ. Το φρικτό σκυλί του φρικτού Μπιλ Σάικς χρησιμεύει ως alter ego του, αφού είναι τόσο βίαιο κι αιμοβόρο όσο το αφεντικό του. Ωστόσο, όταν ο Σάικς φτάνει στο σημείο να χτυπήσει τη Νάνση μέχρι θανάτου, ακόμα και το πιστό του μπουλ τεριέ προσπαθεί να φύγει μακριά του για ν' απομακρυνθεί από το φονικό, δείχνοντας ότι κι αυτό ακόμα είναι πιο ανθρώπινο από εκείνον. Στη συνέχεια, στη διάρκεια της απεγνωσμένης περιπλάνησης του Σάικς στο Λονδίνο, ο σκύλος τον ακολουθεί, υπενθυμίζοντας με την παρουσία του το έγκλημά του. Τελικά, ο σκύλος είναι που θα οδηγήσει την αστυνομία στο αφεντικό του, μόνο που, αμέσως μετά τον θάνατο του Σάικς, ο Μπουλς Άι θα πεθάνει με παρόμοιο τρόπο. 

4.   Το Σκυλί (Το Ημερολόγιο Του Άντριαν Μολ): Παραμένουμε στην Αγγλία, όμως από το βικτωριανό Λονδίνο και τον βασανισμένο του υπόκοσμο, περνάμε στα Μίντλαντς της εποχής της Θάτσερ και τον Άντριαν Μολ, που 'χει κι αυτός τα δικά του βάσανα. Ένα από αυτά είναι το σκυλί, ο θεόχαζος σκύλος της οικογένειας Μολ, που παραμένει ανώνυμος σ' όλα τα βιβλία της σειράς. Κάθε τόσο ο Άντριαν πρέπει να μαζεύει τις ζημιές του, να μαλώνει εξαιτίας του με τους γείτονες και να το τρέχει στον κτηνίατρο για ν' αφαιρέσει αυτά που κατά καιρούς καταπίνει, όπως κάρβουνα, στρατιωτάκια κι ένα σωρό άλλα. Καημένε Άντριαν, σαν να μην έφτανε που όλα τα άλλα στη ζωή του πάνε χάλια...

5.   Μπακ (Το Κάλεσμα Της Άγριας Φύσης): Όλοι συμφωνούμε ότι τις ωραιότερες ιστορίες με σκυλιά τις έχει γράψει ο Τζακ Λόντον. Μια απ' αυτές είναι το Κάλεσμα της Άγριας Φύσης, με κεντρικό ήρωα τον Μπακ. ο οποίος, καθώς χρησιμοποιείται από τους χρυσοθήρες της Αλάσκας για να σύρει τα έλκηθρά τους, προσπαθεί να επιβιώσει μέσα στις αντίξοες καιρικές συνθήκες, να επιβληθεί στα άλλα σκυλιά της αγέλης και κυρίως να προστατευτεί από τη βάναυση συμπεριφορά των αφεντικών του. Τελικά, ακολουθεί μια αγέλη λύκων και αφήνεται στο κάλεσμα της άγριας φύσης.

6.   Καστάνκα (Καστάνκα): Με ψυχροπολεμική λογική, περνάμε από την Αμερική στη Ρωσία. Η μικρή Καστάνκα, στο ομώνυμο διήγημα του Τσέχοφ, αφού έχασε τα αφεντικά της, μπήκε στο τσίρκο, μέχρι που κάποια στιγμή, σε μια παράσταση, τους αναγνώρισε ανάμεσα στους θεατές και ξαναγύρισε κοντά τους.

7.   Μπάνγκα (Ο Μαιτρ Κι Η Μαργαρίτα): Στα μέχρι τώρα παραδείγματα, κάθε σκύλος μοιάζει πάρα πολύ με το αφεντικό του. Στην περίπτωση του Μπάνγκα και του Πόντιου Πιλάτου όμως, οι χαρακτήρες είναι διαφορετικοί· ο Μπάνγκα είναι ένα γενναίο σκυλί, ενώ ο Πόντιος Πιλάτος είναι τόσο δειλός που προτιμά να "νίψει τας χείρας του" και να στείλει τον κατηγορούμενο στον σταυρό, παρά να πάρει την ευθύνη της απόφασης να τον αθωώσει. Παρ' όλα αυτά, ο Μπάνγκα μένει πιστός στον αφέντη του όλους αυτούς τους ατέλειωτους αιώνες που ο  Πιλάτος υποφέρει εξαιτίας του αμαρτήματος της δειλίας.

8.   Ο Άνθρωπος Που Αγαπούσε Τα Σκυλιά: Εδώ δεν έχουμε ένα μόνο σκυλί αλλά πολλά, αφού το κοινό στοιχείο ανάμεσα στους τρεις ήρωες αυτού του πολιτικού θρίλερ (τον Λέοντα Τρότσκι, τον δολοφόνο του, Ραμόν Μερκαντέρ, και τον Κουβανό συγγραφέα Ιβάν Κάρδενας) είναι η αγάπη τους για τα σκυλιά, με μια ιδιαίτερη αδυναμία στη ρώσικη ράτσα των Μπορζόι.

9.   Ιντεφίξ (Αστερίξ): Αυτός εδώ είναι από τους πιο αγαπημένους όλων μας! Αγαπάμε Ιντεφίξ όχι μόνο γιατί συντροφεύει τους ήρωες σε όλες τους τις περιπέτειες αλλά και για τις οικολογικές του ευαισθησίες, μιας και κάθε φορά που ο Οβελίξ ξεριζώνει ένα δέντρο για να πιάσει κάποιον άτυχο λεγεωνάριο που έχει κρυφτεί εκεί πάνω, ο Ιντεφίξ κλαίει γοερά. 

10.   Μιλού (Τεν Τεν): Μπορεί ο Τεν Τεν να είναι βαρετά άψογος, όμως οι ήρωες που τον περιβάλλουν είναι πολύ ωραίοι τύποι. Εντάξει, η αδυναμία μου είναι ο καπετάν Χάντοκ, αλλά το ίδιο καλός και εξίσου γερό ποτήρι είναι ο Μιλού. Οι αγαπημένες μου στιγμές είναι όταν εμφανίζονται ο Μιλού - άγγελος και ο Μιλού - διάβολος, προσπαθώντας να τον επηρεάσουν: τελικά πάντα νικάει ο διαβολικός Μιλού και το σκυλί γίνεται φέσι.

Παρασκευή 18 Μαρτίου 2016

ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΚΥΛΟΙ ΤΟΥΣ (ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ)

     Τελικά οι τρεις μέρες έγιναν βδομάδα, όχι επειδή έλειπα σε διακοπές τόσο καιρό ή επειδή, ας πούμε, είχα χανγκόβερ μετά από τα τρελά πάρτι του τριημέρου, αλλά για έναν τελείως βαρετό λόγο: είχα πολλή δουλειά. Προέκυψαν τόσες υποχρεώσεις μετά την επιστροφή στο νησί, που δεν προλάβαινα ούτε να πάω τον σκύλο μια βόλτα και τώρα φοβάμαι ότι μετά απ' αυτήν την κλεισούρα έχει γίνει αγρίμι... Καημένη Ρόζα! Μιλώντας για τον σκύλο μου, λοιπόν, ας δούμε διάφορους συγγραφείς παρέα με τους δικούς τους.

Ξεκινάμε με τον έξοχα εκκεντρικό Ρολάντ Τοπόρ, που κάνει ντουέτο με τον σκύλο του.

Εδώ έχουμε τον αγαπημένο Ντίκενς σε άψογη βικτωριανή πόζα, συντροφιά με τον ευμεγέθη σκύλο του τον Τούρκο. Κι οι δύο, πάντως, μου φαίνονται σαν να βαριούνται λιγάκι.

Παραμένουμε στους Αγγλοσάξονες και ιδού η περιπετειώδης Αγκάθα, ντυμένη σύμφωνα με τη μόδα της εποχής, ν' αγκαλιάζει το σκυλάκι της.

Τον Μαρκ Τουαίην τον ξέρουμε βασικά ως γατόφιλο, φαίνεται όμως ότι αγαπούσε γενικά τα ζώα. Προσπάθησα να βρω στο ίντερνετ κάποια ρήση του σχετική με σκύλους και δεν δυσκολεύτηκα καθόλου -φαίνεται ότι ο Τουαίην είχε κάτι έξυπνο να πει για τα πάντα. Πιο πολύ μ' άρεσε αυτό: "αν πάρεις έναν πεινασμένο σκύλο και τον ταΐσεις, δε θα σε δαγκώσει. Αυτή είναι η βασική διαφορά μεταξύ ενός σκύλου και ενός ανθρώπου".

Απ' όλους όσους μάζεψα στο σημερινό ποστ, αυτός είναι ο πιο αγαπημένος μου: ο Κερτ Βόνεγκατ. Με την ανάλαφρη παιδικότητα που τον χαρακτήριζε, τρέχει στην παραλία παρέα με τον σκύλο του τον Pumpkin.

Ο Τόμας Μαν μπορεί να ήταν μεγαλοφυΐα, όμως από παιδικότητα δεν είχε ούτε ίχνος. Γι' αυτό κάπως τον αντιπαθώ, παρ' όλο που το Μαγικό Βουνό ήταν για μένα κορυφαία αναγνωστική εμπειρία. Ακόμα κι εδώ, που υποτίθεται ότι είναι πιο χαλαρός και παίζει με το ασχημούτσικο αυτό σκυλάκι, φαίνεται στημένος.

Άλλος ένας γερμανοθρεμμένος, ο Σίγκμουντ Φρόιντ, ο άνθρωπος που άλλαξε με το έργο του τον τρόπο που βλέπουμε τον εαυτό μας, χαϊδεύει βλοσυρός ένα σκυλάκι που μάλλον είναι τσόου-τσόου, αν λάβουμε υπ' όψιν μας τη γενικότερη αγάπη του Φρόιντ για την Άπω Ανατολή.

Εντάξει, ο Πολ Μακ Κάρτνεϊ μπορεί να μην έχει γράψει βιβλίο, έχει γράψει όμως στίχους και είναι ίσως ο μοναδικός στιχουργός που έχει γράψει λόγια αγάπης για το αγαπημένο του κατοικίδιο, τη Μάρθα.


Υ.Γ.: Οι περισσότερες φωτογραφίες είναι παρμένες από το literarydogs.tumblr.com

Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2015

ΑΞΙΑΓΑΠΗΤΟΙ ΚΑΚΟΙ


     Αν φέρουμε στο μυαλό μας τους αγαπημένους μας λογοτεχνικούς ήρωες, το πιθανότερο είναι ότι θα περιλαμβάνουν ανθρώπους που αγωνίστηκαν ενάντια σε αντίξοες συνθήκες, που αρνήθηκαν να συμμορφωθούν στις επιταγές τις εξουσίας ή απλώς ανθρώπους που "γεννήθηκαν για ν' αγαπούν και όχι για να μισούν", όπως έλεγε κι η Αντιγόνη. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει περίπτωση να συμπεριλάβουμε ήρωες όπως ο Κρέοντας, οι συνεργάτες της δικτατορίας Βιντέλα στο Μαπούτσε ή ο παιδεραστής στον Θεό Των Μικρών Πραγμάτων, ήρωες, δηλαδή, που με μία λέξη θα χαρακτηρίζαμε κακούς. Υπάρχουν όμως κι άλλοι κακοί, που, αν και κακοί, είναι αξιαγάπητοι, επειδή κάποια στιγμή αλλάζουν ή επειδή ο συγγραφέας τους σκιαγραφεί με χιούμορ ή, ακόμα, γιατί, ερήμην του συγγραφέα, έχουν κάποια δίκια με το μέρος τους. Ένα τέτοιο τοπ-τεν παρουσιάζεται παρακάτω:
  1. Ποσειδώνας (Οδύσσεια): Ο Ποσειδώνας είναι κακός επειδή κάνει τον ήρωα να υποφέρει και μάλιστα για δέκα ολόκληρα χρόνια. Ωστόσο, τον αντιμετωπίζουμε με μια κάποια συγκατάβαση, μιας και οι άλλοι θεοί δε φαίνεται να τον υπολογίζουν ιδιαίτερα: με το που πετάχτηκε μέχρι τη χώρα των Αιθιόπων, τα μαγείρεψαν μεταξύ τους κι έστειλαν τον Οδυσσέα στην πατρίδα του με δόξες και τιμές. Εκτός απ' αυτή τη λίστα, ο Ποσειδώνας ανήκει επάξια και στη λίστα με τους χειρότερους γονείς και κηδεμόνες· πέρα από το ότι δεν έμαθε στον γιο του βασικούς κανόνες συμπεριφοράς (ας πούμε, δεν τρώμε τους επισκέπτες μας), αντί να παραδεχτεί πως του άξιζε η τιμωρία, του 'δωσε δίκιο και προσπάθησε να πάρει εκδίκηση για χάρη του. Να πώς βγαίνουν τα κακομαθημένα.
  2. Φάγκιν (Όλιβερ Τουίστ): Στην περίπτωση του Ντίκενς ισχύει παραλλαγμένο το απόφθεγμα της Μαίη Γουέστ: όταν σχεδιάζει καλούς χαρακτήρες είναι καλός, αλλά όταν σχεδιάζει κακούς, είναι καλύτερος. Ένας από τους καλύτερους ντικενσιανούς κακούς είναι ο γερο- Φάγκιν, που προσπαθεί να κάνει τον αθώο Όλιβερ εγκληματία, όπως έκανε με όλα τα φτωχά ορφανά που είχαν την ατυχία να πέσουν στα χέρια του (πράγμα που τοποθετεί και αυτόν στη λίστα με τους απαράδεκτους κηδεμόνες). Ωστόσο, ο Ντίκενς τον σκιαγραφεί με το γνωστό του χιούμορ κι ακόμα, οι νεαροί προστατευόμενοί του (Τσίφτης, Τσάρλι Μπέιτς) είναι τόσο υπέροχοι τύποι, που σχεδόν ξεχνάς ότι ζουν ξαφρίζοντας πορτοφόλια. Στα συν, το ότι στον κινηματογράφο τον έχει υποδυθεί ο κορυφαίος Άλεκ Γκίνες -σ'έναν ιδανικό Οκτώβρη του 2015, ο κινηματογράφος Αττικον θα είχε αφιέρωμα στις ταινίες του Άλεκ Γκίνες κι όταν θα βγαίναμε από την κατάμεστη αίθουσα, θα πηγαίναμε να τσιμπήσουμε κάτι στα Wendy's του Συντάγματος και μετά θ' ανηφορίζαμε την Αμερικής για να πιούμε ένα ποτό στο παλιό Low Profile
  3. Σκρουτζ (Χριστουγεννιάτικη Ιστορία): Άλλος ένας τρομερός κακός του Ντίκενς· και μάλιστα τόσο κακός, που το όνομά του έχει γίνει συνώνυμο του τσιγκούνη -κι όπως όλοι ξέρουμε, δεν υπάρχει χειρότερος άνθρωπος από τον τσιγκούνη. Παρ' όλα αυτά, παρ' όλο που ο Σκρουτζ είναι αφόρητα παραδόπιστος, μίζερος και αναίσθητος, τον συμπαθούμε γιατί, όπως όλοι γνωρίζουμε, στο τέλος αλλάζει και γίνεται πραγματικά αξιαγάπητος. Προσθέτουμε κι εδώ στα θετικά, το ότι σε μία από τις αμέτρητες κινηματογραφικές μεταφορές της ιστορίας, τον ρόλο του Σκρουτζ έχει παίξει ο ανυπέρβλητος Bill Murray
  4. Γιαγιά Χατζήδενα (Το Μόνον Της Ζωής Του Ταξείδιον): Η γιαγιά του αφηγητή σ' αυτό το διήγημα, η γιαγιά του ίδιου του Βιζυηνού δηλαδή, είναι πραγματικά στριμμένο άντερο. Δεν έχει καλή κουβέντα για κανέναν κι αγγαρεύει όποιον μπει στο οπτικό της πεδίο με όλων των ειδών τις δουλειές. Βέβαια, εκείνος που υποφέρει περισσότερο εξαιτίας της είναι ο άντρας της, όπως φαίνεται από την τελική του φράση όταν αφηγείται στον εγγονό του την ιστορία του (οι γονείς του τον είχαν μεταμφιέσει σε κορίτσι για να γλιτώσει το παιδομάζωμα): "Μ' επάνδρεψαν λοιπόν εν πομπή και παρατάξει, κι έτσι, ψυχή μου, αντί να με πάρη κανένας Γιανίτσαρος -μ' επήρεν η γιαγιά σου." Παρ' όλα αυτά, την κατατάσσουμε στους συμπαθητικούς χαρακτήρες γιατί τον αγαπούσε τελικά τον παππού, με τον δικό της, παράξενο τρόπο κι ακόμα, λόγω της ποικιλίας και της πρωτοτυπίας των βρισιών που του απηύθυνε, με κορυφαίο το ευφάνταστο "ψωμοκαταλύτη". 
  5. Ντάμα Κούπα (Η Αλίκη Στη Χώρα Των Θαυμάτων): Προφανώς, μια βασίλισσα που κάθε λίγο και λιγάκι ξεφωνίζει "Πάρτε του το κεφάλι!" για ασήμαντα παραπτώματα, και μάλιστα το εννοεί, είναι ένας εξαιρετικά κακός άνθρωπος. Από την άλλη, μια βασίλισσα που παίζει κροκέ με σκατζόχοιρους αντί για μπάλες και φλαμίνγκος αντί για μπαστούνια, δεν μπορούμε παρά να τη συμπαθήσουμε για την εκκεντρικότητά της. 
  6. Μόμπι Ντικ (Μόμπι Ντικ): Ο ίδιος ο Χέρμαν Μέλβιλ δε φαίνεται να θεωρεί τον Μόμπι Ντικ καθόλου αξιαγάπητο ή έστω συμπαθητικό, ωστόσο, με όλη αυτή τη σφαγή των φαλαινών που συνεχίζεται ακόμα και σήμερα, δε μπορούμε να μην ταχθούμε με το μέρος του... Ακόμα όμως κι αν ακολουθήσουμε την αλληγορία του Μέλβιλ, αν δηλαδή θεωρήσουμε τον Μόμπι Ντικ ως θεϊκή νέμεση για την ύβρη του Άχαμπ ή ως προσωποποίηση της ίδιας της φύσης, που κάνει αυτό που είναι να κάνει, αδιάφορη για την ανθρώπινη δικαιοσύνη και ηθική, δε μπορούμε να μη δώσουμε δίκιο στη λευκή φάλαινα.
  7. Μπεγκεμότ (Ο Μαίτρ Κι Η Μαργαρίτα): Ανάμεσα στους υπέροχους κακούς του κορυφαίου έργου του Μπουλγκάκοφ, την πιο ξεχωριστή θέση έχει ο δαιμονικός γάτος Μπεγκεμότ. Ο συγγραφέας δεν τον περιγράφει με ιδιαίτερα κολακευτικά λόγια ("ένας γάτος τεράστιος σαν γουρούνι, μαύρος σαν κοράκι, και με πελώρια μουστάκια αξιωματικού του ιππικού) κι ούτε βοηθάει το γεγονός ότι στη σύντομη παραμονή του στη Μόσχα κατάφερε να κάνει άνω -κάτω το θέατρο "Βαριετέ", να φέρει το χάος στο πολυκατάστημα "Τοργκσίν" και να βάλει φωτιά στο "Σπίτι των Λογοτεχνών". Δεν μπορούμε, εν τούτοις, να παραβλέψουμε την αγωγή του: την αγάπη του για το σκάκι και το καλό χαβιάρι, τους ευγενικούς του τρόπους και την εκκεντρική κομψότητά του, που φτάνει μέχρι το σημείο να πασπαλίσει τα μουστάκια του με χρυσόσκονη για τον Μεγάλο Χορό του Διαβόλου. Κυρίως όμως, πρέπει ν' αναγνωρίσουμε ότι, κάποιες φορές, χρειάζονται χαοτικές καταστάσεις για να ξεσκεπάσουν τους σοβαροφανείς και τους τυχάρπαστους. 
  8. Ρασπούτιν (Η Μπαλάντα Της Αλμυρής Θάλασσας): ο κακομούτσουνος πειρατής Ρασπούτιν, πάντα έτοιμος να πει ψέματα, να κλέψει και να σκοτώσει, έτοιμος να πουλήσει και τη μάνα του ακόμα για να κερδίσει κάτι παραπάνω, θεωρεί αναφαίρετο δικαίωμά του να κάνει ό,τι του αρέσει χωρίς να δίνει λόγο σε κανέναν. Ακόμα περισσότερο, θεωρεί ότι οι άλλοι, και κυρίως ο Κόρτο Μαλτέζε, έχουν την υποχρέωση να τον βοηθήσουν κάθε φορά που μπλέκει ή τα κάνει θάλασσα, πράγμα που συμβαίνει αρκετά συχνά, χωρίς αυτό να του δημιουργεί καμιά υποχρέωση ν' ανταποδώσει στους άλλους τη χάρη. Παρ' όλα αυτά, ο Κόρτο ποτέ δεν μπορεί να του κρατήσει κακία για πολύ κι εμείς δεν μπορούμε ν' αντιπαθήσουμε αυτό το μεγάλο παιδί που θέλει πάντα να γίνεται το δικό του. 
  9. Μις Τρέντσμπολ (Ματίλντα): Αν υπάρχει ένας χώρος όπου επιβεβαιώνεται περίτρανα ο αφορισμός του Σαρτρ  "η κόλαση είναι οι άλλοι", αυτός είναι το σχολείο. Ο διευθυντής, οι καθηγητές και οι συμμαθητές βρίσκονται εκεί για να κάνουν τη ζωή των άλλων δύσκολη, μόνο και μόνο επειδή μπορούν. Ειδικά η διευθύντρια της Ματίλντας, με τη θηριώδη εμφάνισή της και τις σαδιστικές τιμωρίες που επινοεί για τους μαθητές της, είναι χειρότερη κι από το πιο καυτό καζάνι της κόλασης. Κι όμως, λίγο ο ντουλαποειδής σωματότυπος, λίγο η αποτυχημένη καριέρα της στη σφαιροβολία κι η ακόμα πιο αποτυχημένη καριέρα της στην εκπαίδευση και βέβαια, η τελική κατατρόπωσή της από τη μικροσκοπική Ματίλντα, μας κάνουν να τη λυπόμαστε, αν όχι να τη συμπαθούμε, τη φουκαριάρα τη διευθύντρια... 
  10. Μπάρυ Κεντ (Άντριαν Μολ): Στα αναρίθμητα βάσανα του Άντριαν Μολ, που έχουν να κάνουν με τους γονείς του, τα σπυράκια του, τη Θάτσερ και την αγαπημένη του Πανδώρα, πρέπει να προσθέσουμε ένα ακόμα: τον bully του σχολείου, τον σκίνχεντ Μπάρυ Κεντ. Ο Μπάρυ Κεντ καταφεύγει σε όλα τα γνωστά βασανιστήρια του bullying ενάντια στον κακομοίρη τον Άντριαν: τον κοροϊδεύει, τον απειλεί και του παίρνει το χαρτζιλίκι. Όλ' αυτά όμως, μέχρι που η γιαγιά του Άντριαν παίρνει την κατάσταση στα χέρια της και -άγνωστο με ποιο τρόπο- πείθει τον Μπάρυ Κεντ ν' αφήσει ήσυχο τον εγγονό της. Στη συνέχεια, οι σχέσεις τους βελτιώνονται σε τέτοιο βαθμό, που ο Άντριαν μπαίνει στη συμμορία του Μπάρυ Κεντ κι όταν αργότερα κλείνουν τον Μπάρυ στη φυλακή, ο Άντριαν πάει να τον επισκεφτεί. Ωστόσο, ο Μπάρυ εξακολουθεί να βασανίζει ακούσια τον παλιό του συμμαθητή, γιατί απέκτησε τελικά τη λογοτεχνική καριέρα που ο Άντριαν ονειρευόταν για τον εαυτό του, από τότε που έγινε γνωστός ως "Μπαζ, ο Σκίνχεντ Ποιητής", κερδίζοντας χειροκροτήματα και παρακλήσεις για αυτόγραφα ακόμα και από τους φοιτητές της Οξφόρδης.

Σάββατο 13 Ιουνίου 2015

ΕΠΙΚΑ ΔΙΑΒΑΣΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΚΗ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΗ ΑΔΡΑΝΕΙΑ

     Όπως είπα και στο προηγούμενο ποστ, αυτόν τον καιρό το' χω ρίξει στον Ντίκενς. Είναι βέβαια λιγάκι παράξενο, ενώ βρίσκομαι σε μια πανέμορφη παραλία στην Πάρο, με τον ήλιο να λάμπει και τη θάλασσα να στραφταλίζει, να διαβάζω για μέρη που περιγράφονται κάπως έτσι: "Πιο βρωμερό και πιο άθλιο μέρος δεν είχε ξαναδεί. Ο δρόμος είταν πολύ στενός κι όλο λάσπη κι ο αέρας γεμάτος βρωμερές αναθυμιάσεις.Υπήρχαν αρκετά μικρομάγαζα, μα το μόνο εμπόρευμα που πλεόναζε είταν κοπάδια ολόκληρα από κουτσούβελα που ακόμα και την προχωρημένη αυτή ώρα μπαινόβγαιναν απ' τις πόρτες ή ξεφώνιζαν απ' το εσωτερικό των σπιτιών. Τα μοναδικά μέρη που φαίνονταν να ευημερούν ανάμεσα στο γενικό μαρασμό αυτού του τόπου είταν τα καπηλειά·" (Όλιβερ Τουίστ, Κάρολος Ντίκενς, μτφρ. Π. Αναγνωστόπουλος, εκδόσεις Γκοβόστη).
     Μπορεί να φαίνεται κάπως παράταιρο. Δε διαφωνώ. Ωστόσο, το καλοκαίρι είναι η ιδανική εποχή για να διαβάσουμε κλασική λογοτεχνία και μάλιστα κάποιο από εκείνα τα ογκώδη, περιπετειώδη και πολυπρόσωπα μυθιστορήματα που μας συνεπαίρνουν και μας απορροφούν σε τέτοιο σημείο, που σχεδόν ξεχνάμε ότι έχουμε δική μας ζωή -όπως περιγράφει τόσο ωραία και η Ζέιντι Σμιθ σ' ένα κείμενό της. Το καλοκαίρι με τους αργούς ρυθμούς του μας επιτρέπει όχι μόνο ν' αφιερώσουμε περισσότερο χρόνο στην ανάγνωση βιβλίων αλλά και να δώσουμε πιο πολλή προσοχή, να μεταφερθούμε στον χρόνο και τον χώρο και να εμπλακούμε στενότερα στις περιπέτειες των πολύπαθων ορφανών, των ερωτευμένων κυριών και των ιδεαλιστών στρατιωτικών.
     Με βάση τα παραπάνω, λοιπόν, οι συγγραφείς και τα βιβλία που θα πρότεινα γι' αυτό το καλοκαίρι είναι τα εξής:

  1. Ντίκενς, φυσικά. Πρώτος- πρώτος ο Όλιβερ Τουίστ (εκδόσεις Γκοβόστη)  κι ακόμα οι Μεγάλες Προσδοκίες (εκδόσεις Πόλις) κι ο Ζοφερός Οίκος (εκδόσεις Gutenberg).
  2. Τολστόι! Όπως λέει κι η Ζέιντι Σμιθ "Όταν το μόνο που κάνω είναι να παρακολουθώ ένα τετράχρονο να σκάβει μια μεγάλη λακκούβα στην άμμο, είναι ωραίο να ξέρω ότι κάπου αλλού ο ρωσικός στρατός προελαύνει". Πόλεμος και Ειρήνη (εκδόσεις Πατάκη) και Άννα Καρένινα (εκδόσεις Άγρα).
  3. Τσίρκας. Πριν από μερικά χρόνια, είχα περάσει όλο τον Ιούλιο διαβάζοντας τις Ακυβέρνητες Πολιτείες (εκδόσεις Κέδρος)· είχα τόσο πολύ βυθιστεί μέσα στην ιστορία, που νόμιζα ότι, βγαίνοντας από την εξώπορτα, δε θα βρεθώ στα ήσυχα δρομάκια της γειτονιάς, με τους γηραιούς κυρίους που πίνουν τον καφέ τους στο μπαλκόνι και τα παιδάκια που κάνουν ποδήλατο, αλλά στα λαβυρινθώδη σοκάκια του Καΐρου, όπου οι κατάσκοποι κι οι πράκτορες μηχανορραφούν, ρυθμίζοντας την τύχη της Ελλάδας μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. 
  4. Πάστερνακ. Δόκτωρ Ζιβάγκο. Ξέρουμε κι αγαπάμε την ομώνυμη ταινία, με τον Ομάρ Σαρίφ και την Τζούλι Κρίστι να προσπαθούν να ζήσουν τον έρωτά τους στη δίνη των γεγονότων της Ρώσικης Επανάστασης, οπότε σίγουρα θ' αγαπήσουμε ακόμα περισσότερο το ίδιο το μυθιστόρημα, που έχει εκδοθεί από τις εκδόσεις Ποταμός.
  5. Το Έπος Του Γκίλγκαμες (εκδόσεις Ιστός). Πριν λίγες μέρες διάβασα αυτό το άρθρο, στο οποίο ο συγγραφέας μιλάει για τον πανικό που νιώθει όταν κάποιος μη συστηματικός αναγνώστης του ζητά να του προτείνει ένα βιβλίο: η πρώτη του σκέψη είναι να προτείνει την Καρδερίνα της Ντόνα Ταρτ, όμως για κάποιο λόγο διακατέχεται από την ακατανίκητη επιθυμία να φωνάξει "Το Έπος Του Γκίλγκαμες!", καταπιέζοντας τελικά τον εαυτό του να μην το κάνει. Έχει πλάκα, γιατί έχω νιώσει ακριβώς το ίδιο, με τα ίδια δύο βιβλία· η Καρδερίνα είναι η ιδανική επιλογή: είναι πρόσφατο, είναι βραβευμένο και όλοι μιλάνε γι' αυτό με τα καλύτερα λόγια. Αντιθέτως, το Έπος Του Γκίλγκαμες είναι ένα έπος των Ασσυρίων που γράφτηκε πριν από τέσσερις χιλιάδες χρόνια και μιλάει για τα κατορθώματα του ομώνυμου βαβυλωνιακού ήρωα, που θυμίζουν τα κατορθώματα του Αχιλλέα και του Οδυσσέα στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Φαντάζομαι λοιπόν να τα λέω αυτά σε κάποιον που μου ζήτησε απλώς να του προτείνω ένα βιβλίο και, καθώς οι φράσεις "πριν τέσσερις χιλιάδες χρόνια", "ασσυριακό έπος" και "βαβυλωνιακός ήρωας" βουίζουν μέσα στο κεφάλι του, ν' αποφασίζει να μη με ρωτήσει ποτέ ξανά για κανένα βιβλίο ή μάλλον, ποτέ ξανά, για τίποτα, μιας και το πιθανότερο είναι ν' αρχίσω να του μιλάω για τους Χετταίους και τους Φοίνικες, κι άλλους πολιτισμούς χαμένους στα βάθη των αιώνων. Επειδή όμως εδώ στο μπλογκ μπορώ να γράφω ό,τι μου κατέβει χωρίς να καταπιέζω και να λογοκρίνω τον εαυτό μου, προτείνω ανεπιφύλακτα, το έργο από το οποίο άρχισαν όλα, την ιστορία του μυθικού βασιλιά της μυθικής πόλης Ουρούκ, του Γκίλγκαμες.
Υ.Γ.: Πολλές από τις εκδόσεις που προτείνω πιο πάνω είναι εξαντλημένες. Αν δεν τις βρείτε, μπορείτε να κοιτάξετε στις δανειστικές βιβλιοθήκες -αυτό κάνω κι εγώ!


Τρίτη 9 Ιουνίου 2015

Ο ΝΤΙΚΕΝΣ ΠΑΙΡΝΕΙ ΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ

     Εδώ και λίγο καιρό, μ' έχει πιάσει μια μανία με τον Ντίκενς· αν και γνώριζα τις υποθέσεις των πιο γνωστών έργων του από τις κινηματογραφικές μεταφορές τους ή από τα Κλασικά Εικονογραφημένα, ποτέ δεν είχα ενδιαφερθεί να διαβάσω τα ίδια τα μυθιστορήματα -μου φαίνονταν λίγο παιδικά, λίγο ξεπερασμένα, λίγο παλιομοδίτικα. Όταν όμως άρχισα να διαβάζω το Παλαιοπωλείο, συνειδητοποίησα τι έχανα τόσο καιρό! Μετά το Παλαιοπωλείο, ήρθε η σειρά του Όλιβερ Τουίστ και τώρα διαβάζω τις Μεγάλες Προσδοκίες, απολαμβάνοντας σε κάθε βιβλίο την περίτεχνη έκφραση, την εύστοχη ειρωνεία και τη ζωντάνια των χαρακτήρων. Όσο περισσότερο λοιπόν διαβάζω, τόσο πιο πολύ παρατηρώ το εξής: όλοι οι ήρωες, κάθε λίγο και λιγάκι, παίρνουν τους δρόμους: για να πάνε στο Λονδίνο, για να φύγουν από το Λονδίνο, για να συναντήσουν κάποιον, για να ξεφύγουν από κάποιον άλλο, για να ξεχάσουν κάποιον τρίτο· όλοι, περπατάνε για ώρες ή για μέρες, μίλια ολόκληρα, κι ο συγγραφέας μας δίνει λεπτομερείς πληροφορίες για τις διαδρομές τους -λέει, για παράδειγμα, όταν περιγράφει την είσοδο του Όλιβερ στο Λονδίνο: "η ώρα ήταν σχεδόν έντεκα όταν έφτασαν στα διόδια του Ίσλινγκτον. Πέρασαν απ' το Άντζελ στο δρόμο του Σαιν Τζων· κατηφόρισαν το δρομάκι που τελειώνει στο Θέατρο Σάντλερ Γουέλς· από κει μπήκαν στην Έξμαουθ Στρητ και στο Κόπις Ρόου· κατέβηκαν στη μικρή πλατεία πλάι στο Φτωχοκομείο· διέσχισαν τον κλασικό χώρο που είχε κάποτε τ' όνομα "Χόκλεϋ -ιν -δι- Χόουλ", από κει έφτασαν στο Μικρό Λόφο Σάφρον κι ύστερα στο Μεγάλο Λόφο Σάφρον", δίνοντάς μας την εντύπωση ότι ήταν μια διαδρομή που ήξερε πολύ καλά.
    Και πραγματικά θα την ήξερε, όπως ήξερε ένα σωρό διαδρομές στην αγγλική μητρόπολη, μιας και ανήκε στη μεγάλη φυλή των μανιωδών πεζοπόρων, όπως κι ο Σέξπιρ, ο Μπλέικ και ο ντε Κουίνσι. Σύμφωνα με τον Matthew Beaumont, στο βιβλίο του Nightwalking: A Nocturnal History of London (για το οποίο διάβασα στο flavorwire.com, από όπου πήρα και τις παρακάτω πληροφορίες), αυτή η δραστηριότητα του ήταν άκρως απαραίτητη για τη συγγραφή των έργων του. Μάλιστα ο Chesterton, στη μονογραφία του για τον Ντίκενς υποστήριζε ότι χρωστούσε την αυθεντικότητα και την ιδιοφυΐα του στο ότι "κατείχε το κλειδί για τον δρόμο· τ' αστέρια του ήταν οι λάμπες των δρόμων· ο ήρωάς του ήταν ο άνθρωπος των δρόμων". Κι ο ίδιος, άλλωστε, ήταν, κατά κάποιον τρόπο, άνθρωπος των δρόμων. Περπατώντας στους δρόμους του Λονδίνου στο φως της μέρας και κυρίως στο σκοτάδι της νύχτας, προσπαθούσε να λύσει τα μυστήρια της πόλης, καθώς και τα μυστήρια της δικής του, αινιγματικής ύπαρξης. Περιπλανιόταν χωρίς σκοπό, ωστόσο συχνά κατέληγε σε μέρη που τον είχαν σημαδέψει. Για παράδειγμα, όπως εξομολογείται στον Φόρστερ, φίλο και ομότεχνό του, σ' ένα γράμμα του το 1847, πολλές φορές τα βήματά του τον έφερναν στον χώρο του εργοστασίου βερνικιού στο οποίο δούλευε όταν ήταν παιδί κι ο πατέρας του ήταν στη φυλακή για χρέη. Άλλες φορές χασομερούσε έξω από το σπίτι της Μαρίας Γουίντερ, της γυναίκας που είχε παλιότερα απαρνηθεί τον έρωτά του. Φαίνεται δηλαδή ότι αυτή η νυχτερινή περιπλάνηση έφερνε ξανά στην επιφάνεια τραυματικές εμπειρίες της ζωής του κι ήταν παράλληλα μια περιπλάνηση στο παρελθόν του.
     Εκτός όμως από την επίδραση που είχε στην ψυχολογία του, το περπάτημα ασκούσε καθοριστική επίδραση και στο γράψιμό του, που ήταν για τον Ντίκενς μια ακόμα ψυχαναγκαστική δραστηριότητα. Το περπάτημα ήταν αυτό που τον αποφόρτιζε από την πίεση που ένιωθε όταν έγραφε. Όπως εξομολογούνταν σ' ένα γράμμα προς τον φίλο του Cornelius Felton, καθηγητή ελληνικών στο Harvard, "Πάνω από τα Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα (το βιβλίο που έστελνε στον Felton), ο Τσάρλς Ντίκενς έκλαψε και γέλασε κι έκλαψε ξανά και παθιάστηκε με τον πιο εκπληκτικό τρόπο κατά τη σύνθεσή του· γι' αυτό περπάτησε στους σκοτεινούς δρόμους του Λονδίνου, δεκαπέντε και είκοσι μίλια, πολλές νύχτες, όταν όλοι οι νηφάλιοι άνθρωποι είχαν πάει για ύπνο".
     Αν για κάποιο λόγο όσο καιρό έγραφε ένα βιβλίο δε μπορούσε να τριγυρίσει στους νυχτερινούς λονδρέζικους δρόμους, ένιωθε ότι δε μπορούσε να λειτουργήσει, ότι η πλοκή του έμενε στάσιμη και οι χαρακτήρες του δεν εξελίσσονταν. Τον Αύγουστο του 1846, όταν ζούσε με την οικογένειά του στη Λοζάννη κι έγραφε το Ντόμπι και Υιος, παραπονιόταν στον Φόρστερ για την έλλειψη δρόμων και προσώπων· "δε μπορώ να εξηγήσω πόσο τα χρειάζομαι. Φαίνεται σαν να προμηθεύουν το μυαλό μου με κάτι που δε αντέχω να χάσω. Ο μόχθος του καθημερινού γραψίματος χωρίς το Λονδίνο, αυτόν τον μαγικό φανό, είναι τεράστιος. Οι ήρωές μου λιμνάζουν χωρίς πλήθη γύρω τους". Ο Ντίκενς αρρώσταινε όταν δεν είχε πρόσβαση στη φαντασμαγορία της μητρόπολης, ιδίως τη νύχτα, που έμοιαζε περισσότερο με μαγικό φανό. Ακόμα και σε αστικά κέντρα όπως η Γενεύη και η Γένοβα ένιωθε κλειστοφοβικά, γιατί δεν είχε την ίδια ελευθερία να περιπλανιέται. Δεν ένιωθε όμως το ίδιο και στο Παρίσι, όπου, όπως μας πληροφορεί ο Φόρστερ, την ίδια μέρα που έφτασε μαζί με την οικογένειά του, τους άφησε και έκανε μια "κολοσσιαία" βόλτα στην πόλη. Οι πολύωρες αυτές βόλτες έδιναν στον Ντίκενς τη δυνατότητα να λυτρωθεί από αφόρητα συναισθήματα και ν' απαλλαγεί από τα φαντάσματά του. Τον Ιανουάριο του 1847, όπως αναφέρει ο Πίτερ Άκροιντ, "έσφαξε", κατά τη δική του έκφραση, τον Πολ Ντόμπι (ήρωα στο Ντόμπι και Υιος) και μετά περπάτησε στους δρόμους του Παρισιού ως την αυγή. Μ' αυτόν τον τρόπο προσπάθησε να ξεφορτωθεί ένα από τα φαντάσματά του, "να το χάσει μέσα στο πλήθος", όπως έλεγε ο ίδιος. Πολλές φορές όμως, μέσω της φαντασίας ή των αναμνήσεών του, οι ίδιοι αυτοί νυχτερινοί περίπατοι εμφάνιζαν ως δια μαγείας άλλα φαντάσματα, από τα οποία δεν μπορούσε -και μάλλον δεν ήθελε- να ξεφύγει.