Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2013

Ο ΠΕΜΠΤΟΣ BEATLE


     Πώς θα ήταν άραγε η μουσική χωρίς τους Beatles; Πώς θα ήταν τα '60s και το swinging London χωρίς αυτούς; Κι ακόμα, πώς θα ήταν οι ίδιοι οι Beatles χωρίς τον Brian Epstein ή αλλιώς τον πέμπτο beatle; Το πιθανότερο είναι ότι, αν ο Epstein δεν είχε πιστέψει τόσο σ'αυτούς, αν δεν είχε προσπαθήσει να τους κλείσει συμβόλαιο με δισκογραφική, παρά τις απανωτές απορρίψεις όλων σχεδόν των εταιρειών, κι αν δεν είχε επιμεληθεί την εμφάνισή τους, δίνοντάς τους το χαρακτηριστικό στυλ με τα κοστούμια και τα μακριά μαλλιά, οι Beatles σήμερα θα ήταν άγνωστοι. Την ιστορία αυτού του ανθρώπου, λοιπόν, που είδε στους άσημους Beatles από το Λίβερπουλ το συγκρότημα που σε λίγα χρόνια θ'αποθέωνε όλη η υφήλιος, αφηγείται το graphic novel "The fifth Beatle", το οποίο κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο "Dark Horse Comics" πριν από δέκα μέρες.
     Το πιο σημαντικό στην ιστορία αυτή όμως, είναι ότι ο συγγραφέας, Vivek Tiwary, δεν αντιμετωπίζει τον Brian Epstein ως τον μάνατζερ των Beatles, αλλά ως αυτόνομη προσωπικότητα, με τις δικές της επιθυμίες, φοβίες και απογοητεύσεις. Πραγματικά, ο Brian Epstein ήταν ένας πολύ βασανισμένος άνθρωπος: Εβραίος σε μια εποχή έντονου αντισημιτισμού, ομοφυλόφιλος όταν στην Αγγλία ήταν ακόμα παράνομο και εθισμένος στις αμφεταμίνες και τα βαρβιτουρικά, που τελικά τον οδήγησαν στον θάνατο, τον Αύγουστο του 1967. Ήταν, με άλλα λόγια, ένας ανεπιθύμητος, ο οποίος ωστόσο κατάφερε ν' ανοίξει δρόμους που του ήταν κλειστοί και να καθορίσει, έστω και με έμμεσο τρόπο, την εποχή του πληρώνοντας βέβαια ακριβό τίμημα.
     Πέρα από το graphic novel, οι ίδιοι συντελεστές ετοιμάζουν και την αντίστοιχη ταινία, που θα είναι η μοναδική μέχρι σήμερα όπου θα ακούγονται αυθεντικά τραγούδια των Beatles. Μέχρι να βγει η ταινία, μπορείτε να μαθαίνετε περισσότερα εδώ: thefifthbeatle.com . Αν, πάντως ο Άγιος Βασίλης διαβάζει bibliokult, τον παρακαλώ να μου φέρει το βιβλίο για τα Χριστούγεννα...




Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

BEATLEMANIA!!


     Πραγματικά, δεν ξέρω τι μ'αρέσει πιο πολύ σ'αυτή την εικόνα, που δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο εξώφυλλο του περιοδικού "Archie" τον Ιανουάριο του '65, όταν δηλαδή η beatlemania είχε κυριεύσει και την Αμερική. Είναι το φορητό πικ- απ που ονειρεύομαι κάποια στιγμή ν' αποκτήσω, παρ' όλο που δεν έχω πια δίσκους; Είναι η έκρηξη χρωμάτων στα σούπερ εφαρμοστά ρούχα της Μπέτυ και της Βερόνικα; Είναι ο ηλικιωμένος κύριος που δυσανασχετεί με τη μουσική και μου θυμίζει τον Παπαγιαννόπουλο στον "Γαμπρο απ' το Λονδίνο"; Είναι άραγε η απεικόνιση του λογοπαίγνιου beatles/ beetles; Μήπως είναι η ακρίβεια με την οποία τα σκαθάρια αντιστοιχούν στους Beatles, αφού το μόνο σκαθάρι με δαγκάνες - ή όπως αλλιώς λέγονται αυτά που προεξέχουν - είναι ο George Harrison, που είχε ως χαρακτηριστικό τα κάπως πεταχτά δόντια; Ίσως είναι το ρετρό του όλου πράγματος ή το γεγονός ότι συνδυάζει την αγάπη μου για τους Beatles με την αγάπη μου για τα κόμικς... Πάντως η Βερόνικα και η Μπέτυ, όσο κι αν ακούν τη μουσική με τα μάτια κλειστά, σημάδι ότι την απολαμβάνουν, παραμένουν κυρίες και σε καμία περίπτωση δε φτάνουν στην υστερία άλλων γυναικών φαν των Beatles. Για να καταλάβετε για τι πράγμα μιλάμε, μπορείτε να δείτε τις φωτογραφίες που τράβηξε ο Stan Wayman για λογαριασμό του LIFE στην πρώτη εμφάνιση των Beatles στην Αμερική, στο Washington Coliseum, το 1964 ή να δείτε το παρακάτω βίντεο, με ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια των Beatles της πρώτης περιόδου, που όμως δεν ακούγεται σχεδόν από τα ουρλιαχτά!



Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013

ΤΟ ΠΕΙΡΑΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ GEORGE HARRISON

Εντάξει τώρα, ξέρω ότι ο συνειρμός ανάμεσα στο Μόμπι Ντικ κι αυτό το βίντεο είναι στοιχειώδης (θαλασσόλυκος- με- ξύλινο- πόδι) και ξέρω ακόμα ότι το ρίχνω το επίπεδο, αλλά όλο Ταρκόφσκι και Ντοστογέφσκι και Μέλβιλ, όλο υπαρξιακές αναζητήσεις και προβλήματα, δε μπορώ, αγχώνομαι, χρειάζομαι κάτι πιο ανάλαφρο και αστείο. Άλλωστε, εδώ που τα λέμε, μου ήταν ΑΔΥΝΑΤΟ να αντισταθώ σε ένα βίντεο που συνδυάζει George Harrison με Monty Python!


Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2013

ΜΟΜΠΙ ΝΤΙΚ: Η ΤΑΙΝΙΑ

     Λοιπόν, ένα τελευταίο post για το "Μόμπι Ντικ" και μετά κιχ, γιατί σας έχω πρήξει. Σκέφτηκα ν'ανεβάσω την ομώνυμη ταινία του Τζον Χιούστον, όπου το διασκευασμένο σενάριο έχει αναλάβει ο συγγραφέας Ρέι Μπράντμπερι και το ρόλο του Άχαμπ παίζει ο Γκρέγκορι Πεκ, ενώ εμφανίζεται κι ο Όρσον Ουέλς σ'ένα μικρό ρόλο, αυτόν του ιερέα που ευλογεί το ταξίδι του Πίκουοντ. Μιλάμε δηλαδή για ονόματα πρώτης γραμμής που εγγυώνται για το τελικό αποτέλεσμα! Πράγματι, η ταινία είναι καταπληκτική, αν και όταν πρωτοπροβλήθηκε, το 1956, πήρε πολλές αρνητικές κριτικές, εν μέρει επειδή ο Γκρέγκορι Πεκ θεωρήθηκε ακατάλληλος για το ρόλο, μιας και τότε ήταν μόλις 38 χρονών, ενώ ο Άχαμπ υποτίθεται ότι πλησίαζε τα 60. Εμένα πάντως μια χαρά μου φαίνεται στο ρόλο του Άχαμπ, ενώ αντίθετα θεωρώ εντελώς άστοχη επιλογή τον Ρίτσαρντ Μπέιζχαρτ για το ρόλο του Ισμαήλ. Μα καλά κι αυτός ο Χιούστον, τόσοι ηθοποιοί στο Χόλιγουντ, αυτόν διάλεξε; Πρώτα- πρώτα, τότε ήταν 40 χρονών, ενώ ο Ισμαήλ υποτίθεται ότι ήταν 20+, κι ακόμα, είναι εντελώς νερόβραστος! Όχι τίποτε άλλο, αλλά, μιας και είδα την ταινία προτού διαβάσω το βιβλίο, είμαι καταδικασμένη να φαντάζομαι για πάντα τον Ισμαήλ με τη φάτσα αυτού του ξενέρωτου...

 

Υ.Γ.: Μια εμπειρία εντελώς διαφορετική από τη θεατρική ή την κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου είναι το "moby dick big read project", για το οποίο σας έχω μιλήσει εδώ. Άκουσα μερικά κεφάλαια, αυτά που μου άρεσαν περισσότερο στο βιβλίο, και η αίσθηση ήταν συναρπαστική! Ακούστε το κεφάλαιο "η πρώτη φορά που κατεβάσαμε τις βάρκες" και θα με θυμηθείτε!

Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2013

ΜΟΜΠΙ ΝΤΙΚ

     Αγαπητοί αναγνώστες του bibliokult, είμαι στην ευχάριστη θέση να σας ανακοινώσω ότι, μετά από αρκετά post για το "Μόμπι Ντικ" χωρίς να το έχω διαβάσει, ήρθε η ώρα να γράψω κάτι έχοντας ολοκληρώσει το βιβλίο! Και τι βιβλίο! Εδώ δε μιλάμε πια για υψηλή λογοτεχνία, αλλά για λογοτεχνία του υψηλού. Θα μπορούσα να πω, όσο τραβηγμένο κι αν ακούγεται, ότι η ανάγνωσή του μοιάζει με μυστικιστική εμπειρία, όμοια με την ανάγνωση μιας αρχαίας τραγωδίας. Άλλωστε, ο ίδιος ο κεντρικός ήρωας, ο Άχαμπ, θυμίζει έντονα τον Οιδίποδα, όχι επειδή είναι κουτσός αλλά επειδή σ'όλο το έργο, παρά τους αντίθετους οιωνούς και παρά τις προσπάθειες όλων να τον αποτρέψουν, προχωρά αποφασισμένος να φέρει εις πέρας το έργο του, που θα είναι η καταστροφή και συγχρόνως η λύτρωσή του. Εκτός από την ίδια την ιστορία, που αναφέρεται στην ανθρώπινη ύβρη και τη θεϊκή οργή, ακόμη και η γραφή του Μέλβιλ μοιάζει αρχαϊκή, δίνει την εντύπωση ότι είναι ένθεη. 
     Πέρα από τα δικά μου ενθουσιώδη λόγια τώρα, θα' θελα να μοιραστώ μαζί σας κάτι σχετικό που βρήκα στο internet. Πρόκειται για το project "Μομπι Ντικ" της αγγλικής θεατρικής ομάδας "Finger in the Pie". Δεν είναι μια απλή θεατρική μεταφορά του μυθιστορήματος αλλά μια έρευνα διάρκειας ενός έτους, η οποία αναμένεται να ολοκληρωθεί το καλοκαίρι και να παρουσιαστεί για πρώτη φορά στο Fringe Festival, το διεθνές φεστιβάλ του Εδιμβούργου (αν, λέω, αν, σας φέρει ο δρόμος σας κατά κει, να πάτε να το δείτε και να μας πείτε κι εμάς). Σε πρώτη φάση, οι συντελεστές επικεντρώθηκαν στο μουσικό κομμάτι, συνδυάζοντας τις παλιές ναυτικές μπαλάντες (όπως αυτές) με την πολυφωνική θρησκευτική μουσική παράδοση της Βαλτικής, ενώ στη δεύτερη φάση θα επικεντρωθούν στη δραματουργία. Εν τω μεταξύ, το υλικό που συλλέγουν και η προσωρινή μορφή του έργου είναι διαθέσιμα στο site τους, οπότε στην ουσία έχουμε τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε όλα τα στάδια που θα οδηγήσουν στο τελικό αποτέλεσμα, το οποίο θα προσφέρει μια ακόμη προσέγγιση του αριστουργήματος της αμερικάνικης λογοτεχνίας. Μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα εδώ: www.fingerinthepie.com/moby-dick και να δείτε την παράσταση που δόθηκε τον Οκτώβριο στο Λονδίνο εδώ: www.fingerinthepie.com/moby-dick-full-film


Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2013

ΚΑΛΗΜΕΡΑ!

     Για το Σαββατοκύριακο, λίγη θαλασσινή αύρα: ένας χάρτης του 1915 με ποιητικό ύφος κι ένα τραγούδι ανάλογης διάθεσης, το "On The Sea" των Beach House. Για να γίνει η δόση ρομαντισμού σχεδόν θανάσιμη, διάλεξα ένα βιντεοκλίπ που αποτελείται από σκηνές της βωβής ταινίας "Sunrise" του F.W. Murnau.



Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2013

ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΤΥΧΙΑ

     Στο δωμάτιο καθόντουσαν τέσσερις γυναίκες. Η μία έραβε, οι άλλες τρεις φλυαρούσαν περί ανέμων και υδάτων. Μιλούσαν για τις τιμές, για τις ουρές, για τη γειτονοπούλα που έκανε παιδί, κατηγορούσαν τους άντρες τους, γιατί τώρα είχαν γίνει μπερμπάντηδες και έπρεπε να τους κρατάνε δεμένους σφιχτά. Εκείνη που έραβε, αναστέναξε. Δεν τα κατάφερε να κρατήσει τον άντρα της και τώρα ήταν αναγκασμένη να ράβει. Ναι, να ράβει. Έχει δυο κοριτσάκια, το ένα έξι χρονών και το άλλο τεσσάρων. Εκείνος ο τρελός σηκώθηκε και πήγε στην άκρη του κόσμου. Της είχε γράψει και την καλούσε να πάει κοντά του με τα παιδιά. Να ζουν σε μια παράγκα! Όχι, αυτή τώρα δε μετανιώνει για τίποτα.
    Όλοι λένε πως ορθά έπραξε.
    Έξω στην αυλή έπαιζε μια λατέρνα. Ένας φουσκωμένος, κιτρινοπράσινος λατερνατζής, με το τρεμάμενό του χέρι, άπλωσε μέσα από το ανοιχτό παράθυρο ένα κουτάκι με μικρά φακελάκια.
     -Κυρίες μου, είπε βραχνά, κληρώστε ένα για την ευτυχία σας.
     Η κάθε γυναίκα πήρε το φακελάκι της.
     Η μια βρήκε ένα αστραφτερό δαχτυλιδάκι - αληθινό, μια χρυσή βέρα.
     Της άλλης της έτυχε ένα μικροσκοπικό κομματάκι σαπούνι τουαλέτας.
     Η τρίτη πήρε μια δαχτυλήθρα, μια ολοκαίνουργια, αλουμινένια δαχτυλήθρα, με κεφαλάκι από πολύτιμο, φανταχτερό πράσινο γυαλί.
     Η τέταρτη, εκείνη που έραβε, βρήκε στο φακελάκι της ένα χαρτάκι που πάνω ήταν τυπωμένο με μαύρα, όλο σιγουριά, γράμματα:
     "Ευτυχία"
     Ναι, ο μεθύστακας, κουρελής λατερνατζής είχε δώσει απ' το παράθυρο στη ράφτρα την ευτυχία. Το χλωμό της πρόσωπο έγινε ρόδινο, όπως ροδίζει η μαγιάτικη μηλιά στο αντιφέγγισμα μιας μακρινής νυχτερινής πυρκαγιάς. Για μια στιγμή τα κουρασμένα μάτια της φωτίστηκαν. Ύστερα στριφογύρισε το χαρτάκι στα χέρια της, το τσαλάκωσε θυμωμένα και είπε:
     -Τι να την κάνει κανείς την ευτυχία; Καλύτερα να μου έπεφτε κανένα κομματάκι σαπούνι.
     Και πέταξε το χαρτάκι στο πάτωμα.

[1934- 35]

Βασίλι Γκρόσμαν, μτφρ. Τάνια Ραχματουλίνα, Ανθολογία Ρώσικου Διηγήματος του Μεσοπολέμου, εκδόσεις Πλέθρον


Reading in the lamplight, James Abbot Mc Neill Whistler

Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2013

ΟΙ ΔΑΙΜΟΝΕΣ ΤΟΥ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ

    Κι από τον Τσέχοφ με τις λεπταίσθητες παρατηρήσεις  για την ανθρώπινη φύση και τις υπόκωφες συγκρούσεις που ποτέ δε φτάνουν στην επιφάνεια, περνάμε σ'έναν άλλο μεγάλο Ρώσο συγγραφέα, στον οποίο οι συγκρούσεις όχι μόνο φτάνουν στην επιφάνεια αλλά παρασύρουν τα πάντα στο πέρασμά τους. Μιλάω φυσικά για τον Ντοστογιέφσκι, που κι ο ίδιος διακατεχόταν από έντονα πάθη και πυρετικές αγωνίες, όμοια με τους ήρωές του. Πάντα είχα την εντύπωση ότι έγραφε για να σωθεί, ότι η συγγραφή ήταν το μόνο πράγμα που μπορούσε να ανακουφίσει τη βασανισμένη ύπαρξή του και το παρακάτω χειρόγραφο από τους "Δαιμονισμένους" (ή μήπως είναι πιο σωστός ο τίτλος "οι Σατανάδες", όπως προτείνει ο Μπόρχες στο διήγημα "ο Άλλος";) μου ενισχύει κατά κάποιο τρόπο αυτή την εντύπωση: δεν υπάρχει εκατοστό στο χαρτί που να μην έχει γράψει κάτι κι οι σημειώσεις του είναι τόσο ακανόνιστες, σαν να' πρεπε να καταγράψει αμέσως αυτά που του έρχονταν στο μυαλό, να προλάβει, αλλιώς θα τον έκαιγαν... Το γραπτό αποπνέει ταραχή, ανησυχία, όπως ταραγμένη κι ανήσυχη ήταν η ψυχή του κι όλο του το έργο, το οποίο, σε τελική ανάλυση, προσπαθεί να χαρτογραφήσει την ανθρώπινη ψυχή, φτάνοντας ακόμα και στα πιο επικίνδυνα, στα πιο σκοτεινά μέρη της.



Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2013

Η LAURIE ANDERSON ΓΡΑΦΕΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΝΤΡΟΦΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΗΣ, ΤΟΝ LOU REED

     Ενώ σκόπευα να συνεχίσω με μερικά ακόμη "ρώσικα" post, αποφάσισα να κάνω ένα μικρό διάλειμμα, για κάτι που ΈΠΡΕΠΕ απαραιτήτως ν' ανεβάσω στο μπλογκ. Είναι το πρώτο μέρος από ένα κείμενο που έγραψε η Laurie Anderson για τον επί 21 χρόνια σύντροφό της, τον Lou Reed, στο Rolling Stone αυτού του μήνα. Θα παραλείψω το δεύτερο μέρος που μιλάει για την αρρώστια και τον θάνατο, θα το κάνω όπως στις παλιές ελληνικές ταινίες που όλα τελειώνουν με ένα γάμο και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Όσα γράφει πάντως είναι όμορφα και συγκινητικά, χωρίς μελοδραματισμούς και χωρίς μεγάλα λόγια. Δύο άνθρωποι που ένωσαν τις πορείες τους κι έζησαν μια, όχι ιδανική, αλλά γεμάτη ζωή ως το τέλος.

      Γνώρισα τον Λου στο Μόναχο, όχι στη Νέα Υόρκη. Ήταν το 1992, και παίζαμε κι οι δύο στο Kristallnacht Festival του John Zorn, το οποίο τιμούσε την επέτειο της "Νύχτας των Κρυστάλλων", το 1938, που σηματοδότησε την έναρξη του Ολοκαυτώματος. [...]
     Ο John ήθελε να γνωριστούμε μεταξύ μας και να παίξουμε μαζί στη σκηνή, σε αντίθεση με τη συνήθη "βγαλ' τους έξω και μετά βαλ' τους μέσα" πρακτική των φεστιβάλ. Γι' αυτό ο Λου μου ζήτησε να διαβάσω κάτι με τη μπάντα του. Το έκανα και ήταν δυνατό και έντονο και πολύ διασκεδαστικό. Μετά την παράσταση, ο Λου είπε, "Το έκανες ακριβώς όπως το κάνω κι εγώ!" Γιατί χρειαζόταν εμένα να κάνω κάτι που θα μπορούσε εύκολα να κάνει εκείνος, δεν ήταν ξεκάθαρο, αλλά σίγουρα το εννοούσε ως κομπλιμέντο. Μου άρεσε από την πρώτη στιγμή αλλά με εξέπληξε το ότι δεν είχε βρετανική προφορά. Για κάποιο λόγο πίστευα ότι οι Velvet Underground ήταν Βρετανοί και δεν είχα παρά μια ασαφή ιδέα για το τι έκαναν (ξέρω, ξέρω). Ήμουν από έναν άλλο κόσμο. [...]
     Όπως αποδείχτηκε, ο Λου κι εγώ δεν μέναμε μακριά ο ένας από τον άλλο στη Νέα Υόρκη και μετά το φεστιβάλ, ο Λου πρότεινε να βγούμε μαζί. Νομίζω ότι του άρεσε όταν είπα "Ναι! Οπωσδήποτε! Είμαι σε περιοδεία, αλλά όταν επιστρέψω -για να δούμε, σε τέσσερις περίπου μήνες από τώρα- σίγουρα να βρεθούμε." Αυτό τράβηξε για λίγο καιρό και τελικά ρώτησε αν ήθελα να πάμε στο Συνέδριο της Κοινότητας Μηχανικών Ήχου (Audio Engineering Society Convention). Είπα ότι θα πήγαινα έτσι κι αλλιώς κι ότι θα τον συναντούσα στα μικρόφωνα. Το Συνέδριο Μηχανικών Ήχου είναι το καλύτερο και μεγαλύτερο μέρος για να χαζέψεις νέο εξοπλισμό και περάσαμε ένα χαρούμενο απόγευμα κοιτώντας ενισχυτές και καλώδια. Δεν είχα ιδέα ότι επρόκειτο για ραντεβού, αλλά όταν πήγαμε για καφέ μετά από αυτό, είπε "Θα'θελες να δούμε καμιά ταινία;" Ναι αμέ. "Και μετά απ' αυτό, να πάμε για φαγητό;" ΟΚ. "Και μετά να περπατήσουμε λιγάκι;" Εμ... Από τότε και στο εξής, δεν χωρίσαμε, στην πραγματικότητα, ποτέ.
     Ο Λου κι εγώ παίζαμε μουσική μαζί, γίναμε καλύτεροι φίλοι και μετά αδελφές ψυχές, ταξιδέψαμε, ακούσαμε και κάναμε κριτική ο ένας στη δουλειά του άλλου, ασχοληθήκαμε με διάφορα πράγματα μαζί (κυνήγι πεταλούδας, διαλογισμός, καγιάκ). Επινοήσαμε γελοία αστεία. Κόψαμε το κάπνισμα 20 φορές. Μάθαμε να κρατάμε την αναπνοή μας κάτω από το νερό. Πήγαμε στην Αφρική. Τραγουδήσαμε όπερα  σε ασανσέρ. Γίναμε φίλοι με παράξενα άτομα. Ακολουθούσαμε ο ένας τον άλλο στις περιοδείες όποτε μπορούσαμε. Πήραμε ένα γλυκό σκυλάκι που έπαιζε πιάνο. Μοιραστήκαμε ένα σπίτι χωριστό από τους δικούς μας χώρους. Προστατεύαμε κι αγαπούσαμε ο ένας τον άλλο. Βλέπαμε πάντα πολλή τέχνη και μουσική και θεατρικά έργα και παραστάσεις και τον παρακολουθούσα ν' αγαπά και να εκτιμά άλλους καλλιτέχνες και μουσικούς. Ήταν πάντα τόσο γενναιόδωρος. Ήξερε πόσο δύσκολο ήταν. Αγαπούσαμε τη ζωή μας στο West Village και τους φίλους μας. Τελικά, κάναμε ό, τι καλύτερο μπορούσαμε.
     Όπως πολλά ζευγάρια, ο καθένας μας δημιούργησε τρόπους για να υπάρχει -στρατηγικές και μερικές φορές συμβιβασμούς, που μας έδιναν τη δυνατότητα να είμαστε μέρος ενός ζευγαριού. Μερικές φορές χάναμε λίγο παραπάνω από ό, τι μπορούσαμε να δώσουμε ή παραδινόμασταν υπερβολικά ή νιώθαμε εγκαταλελειμμένοι. Μερικές φορές θυμώναμε πραγματικά. Αλλά ακόμη κι όταν ήμουν τρελή από θυμό, ποτέ δε βαριόμουν. Μάθαμε να συγχωρούμε ο ένας τον άλλο. Και, με κάποιο τρόπο, για 21 χρόνια, τα μυαλά μας κι οι καρδιές μας μπλέχτηκαν μαζί. 
     Ήταν άνοιξη του 2008 όταν περπατούσα σ'ένα δρόμο στην Καλιφόρνια, νιώθοντας αυτολύπηση και μιλώντας στο κινητό με τον Λου. "Υπάρχουν τόσα πράγματα που ήθελα να κάνω και ποτέ δεν έκανα" είπα.

"Όπως;"

"Ξέρεις, ποτέ δεν έμαθα γερμανικά, ποτέ δε σπούδασα Φυσική, ποτέ δεν παντρεύτηκα."

"Γιατί δεν παντρευόμαστε;" ρώτησε. "Θα σε συναντήσω στα μισά. Θα έρθω στο Κολοράντο. Τι λες για αύριο;"

"Δε νομίζεις ότι αύριο είναι πολύ νωρίς;"

"Όχι, δεν το νομίζω."

[...]



Υ.Γ. Όταν πέθανε ο Lou Reed, δεν έγραψα τίποτα στο μπλογκ, αλλά στενοχωρήθηκα σαν να πέθανε ένας παλιός γνωστός που τον συμπαθούσα. Θυμάμαι την πρώτη φορά που άκουσα τη φωνή του στο ραδιόφωνο. Ήταν καλοκαίρι του 1993 και το τραγούδι ήταν το "I'm waiting for my man". Η Εθνική Πινακοθήκη είχε τότε μια έκθεση για τον Andy Warhol, οπότε ο ραδιοφωνικός παραγωγός μιλούσε για το Factory, τους Velvet Underground κι ένα σωρό άλλα πράγματα, θαυμαστά για μια έφηβη που ζούσε σ'ένα αθηναϊκό προάστειο στις αρχές της δεκαετίας του 90 και ποτέ δεν είχε περπατήσει στην άγρια πλευρά. Ήταν η εποχή που είχα αρχίσει να συνειδητοποιώ ότι αυτό ήταν το πιο μεγάλο δώρο που μπορούσαν να μου προσφέρουν οι μουσικές, τα βιβλία και οι ταινίες: τη δυνατότητα να βγαίνω έξω από τα στενά περιθώρια της δικής μου ζωής, να γνωρίζω άλλους τόπους, άλλες εποχές κι άλλους ανθρώπους, πολύ κοντά και πολύ μακριά από μένα κι έτσι να διαστέλω τα όρια της ύπαρξής μου. Αντίο Lou Reed. 


Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2013

Ο ΤΣΕΧΟΦ ΣΕ ΚΙΝΟΥΜΕΝΑ ΣΧΕΔΙΑ

     Άλλο ένα ρώσικο animation σήμερα, το οποίο έχει πολλά κοινά με το προηγούμενο. Κι εδώ ο ήρωας είναι ένα μικρό ζώο που χάνεται και περιπλανιέται, μέχρι που ξαναβρίσκεται στην ασφάλεια των αγαπημένων του προσώπων κι όλα όσα πέρασε μοιάζουν πια με όνειρο. Είναι άλλη μια απλή ιστορία που μας αφήνει μια γλυκειά αίσθηση, μόνο που η συγκεκριμένη ιστορία είναι γραμμένη από έναν από τους μεγαλύτερους Ρώσους συγγραφείς, τον Τσέχοφ. Πρόκειται για ένα παιδικό παραμύθι που μιλά για ένα μικρό, πιστό σκυλί, την Καστάνκα. Κάποια στιγμή απομακρύνεται από τα αφεντικά της, έναν ξυλουργό και τον γιο του, και χάνεται. Τελικά βρίσκει έναν νέο ιδιοκτήτη, ο οποίος είναι κλόουν στο τσίρκο, και τον συντροφεύει στο νούμερό του. Όταν όμως βλέπει ανάμεσα στο κοινό της παράστασης τα παλιά της αφεντικά, τα ακολουθεί πανευτυχής στο ξυλουργείο που μυρίζει πριονίδι και κόλλα... Λέγεται ότι ο Τσέχοφ έγραψε την "Καστάνκα" παρακινημένος από την αγάπη του για το τσίρκο, το οποίο τον γοήτευε αφάνταστα και το επισκεπτόταν σε κάθε δυνατή ευκαιρία, είτε στη Μόσχα, είτε στο εξωτερικό, για να γελάσει σαν παιδί με τους κλόουν. Μ' αρέσουν οι άνθρωποι που έχουν καταφέρει να κρατήσουν ζωντανό το παιδί μέσα τους κι επιτρέπουν στον εαυτό τους κάθε τόσο να διασκεδάζουν ανέμελα, ειδικά όταν οι συνθήκες είναι αντίξοες, όπως ήταν η περίπτωση του Τσέχοφ. Πιστεύω ότι είναι ένα χαρακτηριστικό που τους κάνει πιο ανθρώπινους κι ο Τσέχοφ, όπως φαίνεται από τα έργα του, ήταν γεμάτος ανθρώπινη ζεστασιά.


Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2013

YURI NORSTEIN

     Είχα σκεφτεί μετά από τον Ταρκόφσκι να γράψω για τον animator Yuri Norstein, όχι μόνο επειδή είναι κι αυτός Ρώσος, αλλά επειδή τα έργα του έχουν την ίδια ποιητική μελαγχολία και την ίδια ονειρική ατμόσφαιρα με τα έργα του Ταρκόφσκι. Καθώς λοιπόν αναζητούσα περισσότερες πληροφορίες για τον Norstein, ανακάλυψα ότι ήταν ο πρώτος που τιμήθηκε με το βραβείο Ταρκόφσκι, που θέσπισε η σοβιετική κυβέρνηση το 1989, πράγμα που επιβεβαιώνει την εκλεκτική συγγένεια μεταξύ των δύο καλλιτεχνών. Ο Norstein, λοιπόν, θεωρείται ο κορυφαίος καλλιτέχνης κινουμένων σχεδίων παγκοσμίως κι έχει τιμηθεί με πολλά διεθνή βραβεία. Ειδικότερα, το "the tale of tales" έχει ψηφιστεί ως το καλύτερο animation όλων των εποχών. Πέρα από τις διακρίσεις, όμως, ο Norstein είναι γνωστός για έναν ακόμα λόγο: για το πάθος και την επιμονή με την οποία αφιερώνεται στο έργο του. Κι όταν μιλάω για επιμονή, εννοώ μια δουλειά που κρατά 32 χρόνια προκειμένου να μεταφέρει  τη νουβέλα του Γκόγκολ "Το Παλτό" σε κινούμενα σχέδια. Αυτή η καθυστέρηση προκάλεσε, το 1985, την απόλυσή του από τα σοβιετικά studio "soyuzmultifilm", όπου δούλευε για περισσότερα από 20 χρόνια. Παρ' όλο που του έγιναν πολλές προτάσεις να δουλέψει στο εξωτερικό, ο Norstein τις απέκρουσε λέγοντας ότι θα ήταν αδύνατο να τελειώσει το έργο σε συνθήκες που θα πλησίαζαν την άνεση. Ως το 2004 λοιπόν είχε ολοκληρώσει ένα 25λεπτο απόσπασμα της ταινίας, το οποίο προβλήθηκε σε διάφορες εκθέσεις ανά τον κόσμο, και το 2007 ανακοίνωσε ότι ως το τέλος του χρόνου θα είναι έτοιμα τα πρώτα 30 λεπτά της ταινίας (της οποίας η συνολική διάρκεια θα είναι μία περίπου ώρα), πράγμα που τελικά δεν έγινε. Συνεχίζει, επομένως, να δουλεύει πάνω στο ίδιο έργο, παραμένοντας προσηλωμένος στο προσωπικό του όραμα, αδιάφορος για τα χρήματα ή τη δημοσιότητα, με μοναδικό σκοπό ένα αποτέλεσμα που θα ανταποκρίνεται σ' αυτό που έχει στο μυαλό του. Κι αυτό είναι κάτι που έχουν τη δύναμη να κάνουν μόνο οι μεγάλοι καλλιτέχνες.

Το παρακάτω animation, "ο Σκατζόχοιρος στην Ομίχλη", είναι, κατά τη γνώμη μου, το καλύτερό του. 


Κι αυτό είναι ένα πολύ μικρό απόσπασμα από "Το Παλτό", το οποίο, κατά τον Norstein, είναι ένα λογοτεχνικό έργο τόσο σημαντικό, όσο και οποιοδήποτε από τα κεφάλαια της Βίβλου.