Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016

ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΓΑΤΕΣ ΤΟΥΣ

     Εκτός από το δίλημμα Beatles ή Stones, το άλλο προαιώνιο δίλημμα είναι το σκύλος ή γάτα· ο καθένας από εμάς δίνει τη δική του απάντηση κι ο κάθε συγγραφέας τη δική του. Οι διασημότεροι γατόφιλοι συγγραφείς ήταν ο Μαρκ Τουαίην και ο Έρνεστ Χεμινγκγουέι, που είχαν αμφότεροι φωτογραφηθεί άπειρες φορές με τα γατάκια τους, και βέβαια ο T.S. Eliot, με το διάσημο "Εγχειρίδιο Πρακτικής Γατικής του γερο-Πόσουμ". Υπάρχουν όμως κι άλλοι που έχουν φωτογραφηθεί με το αγαπημένο τους κατοικίδιο κι εδώ έχω συγκεντρώσει μερικούς.

Ο υπέροχος Μαρκ Τουαίην, με το ακόμα πιο υπέροχο μαλλί (στο οποίο τον συναγωνίζεται μόνο ο Αϊνστάιν) είχε δηλώσει: "όταν ένας άντρας αγαπάει τις γάτες είμαι φίλος και σύντροφός του δίχως περαιτέρω συστάσεις".

Είναι τόσες οι φωτογραφίες του Χεμινγκγουέι στο γραφείο του, μπροστά από τη γραφομηχανή, με μια γάτα δίπλα του, που φαίνεται ότι η συντροφιά της γάτας του ήταν απαραίτητη προκειμένου να γράψει.

Τα βιβλία του Λάβκραφτ είναι ό,τι πιο τρομακτικό έχω διαβάσει. Κι αυτή η φωτογραφία όπου ποζάρει άκαμπτος και παγερός, κρατώντας τη γάτα από το λαιμό, είναι ό,τι πιο τρομακτικό έχω δει.


Αντιθέτως, αυτή η φωτογραφία του Βίτολντ Γκόμπροβιτς, που έχω ανεβάσει και στα Γραφεία Συγγραφέων, αποπνέει πάρα πολλή ζεστασιά και τρυφερότητα.

Το ίδιο κι ο καλός μας ο Ζακ Πρεβέρ, που χαϊδεύει μια μάλλον καχύποπτη γάτα στο τραπέζι ενός παρισινού καφέ.

Ο Γιούκιο Μισίμα και η γάτα του συζητούν με τα μάτια κι ένας θεός ξέρει τι λένε.

Αντιθέτως, ο Άλντους Χάξλεϊ και η δική του γάτα κοιτούν προς την ίδια κατεύθυνση· κρίνοντας από το βλέμμα, δεν ξέρω αν βλέπουν κάτι που υπάρχει ή αν έχουν πάρει κι οι δυο τους LSD και βλέπουν κάτι που δεν είναι εκεί.

Έτσι φανταζόμουν τη γάτα ενός συγγραφέα νουάρ μυθιστορημάτων όπως ο Ρέιμοντ Τσάντλερ: κατάμαυρη και ολίγον φρικαρισμένη.

Και του Χούλιο Κορτάσαρ η γάτα έχει ελαφρώς φρικάρει, παρ' όλο που την κρατάει πολύ τρυφερά.

Αντιθέτως, η γάτα του Φρανκ Ο'Χάρα δείχνει ν' απολαμβάνει τα χάδια του, μισοκλείνοντας τα μάτια.

Υ.Γ.: Οι περισσότερες φωτογραφίες έχουν παρθεί από εδώ κι εδώ.

Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2016

Η ΓΑΤΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑ

     [...] Πέρασε ήσυχα η εβδομάδα. Η ψιψίνα σαν να κατάλαβε τη φοβέρα και τη συμβουλή, φυλάχθηκε να μην ξανακάνει "τα ίδια". Την Κυριακήν όμως την αυγή, μόλις σηκώθηκε ο παπα-Ζήσιμος κι έκανε την τουαλέτα του και την πρώτη του προσευχή στην καμαρούλα του, κάποιος του χτύπησε την πόρτα με χέρι βιαστικό και φοβισμένο. Τίποτα καλό δεν προμηνούσε αυτό το κτύπημα! Ο παπάς το φοβήθηκε αμέσως.
"Ποιος είναι;", ρώτησε.
"Εγώ, ο Χρήστος!", αποκρίθηκε η φωνή του κλαμπανάρου.
"Έμπα μέσα... Τι είναι, παιδί μου;"
 Ο Χρήστος ο κλαμπανάρος μπήκε στην καμαρούλα χλωμός:
"Πάλε τα ίδια, παπά μου!"
"Ε;"
"Η γάτα, πανάθεμά τη!..."
"Ω, συμφορά μου!... Στο ίδιο μέρος;"
"Όχι, στην Αγία Πρόθεση..."
"Ω, μεγάλη συμφορά!... Ω, μεγάλη αμαρτία!... Ω, κατάρα!... ω, Θε μου και συχώρεσέ με!... ω!..."
Απελπισμένος, ο παπάς κτυπούσε τα χέρια και σήκωσε τα μάτια προς το ταβάνι, ζητώντας τον ουρανό. Ο Χρήστος ο κλαμπανάρος σώπασε μια στιγμή, για να συμμερισθεί με τα ίδια κινήματα την απελπισία του "αφεντός", κι έπειτα είπε:
"Να πω τση κυρά- παπαδιάς να μου δώσει ό,τι χρειάζεται για να παστρέψω, κι έλα γλήγορα και του λόγου σου να συγυρίσεις και να διαβάσεις την ευχή για το...". "Όχι, ευλογημένε, όχι!", τον αντίσκοψε ο παπάς με τρόμο. "Εσύ να μην αγγίξεις τίποτα· και να μην πεις λέξη τση παπαδιάς! ούτε τση Σουζάνας, ούτε κανενός!... Τώρα, τώρα, έρχουμ' εγώ... Θα τα βολέψω... Ωχ, παλιόγατα, τι μου κάνεις!" Δεν ήταν όμως τόσο εύκολο το βόλεμα, χωρίς να πάρει είδηση το σπιτικό. Κρύβουνται τέτοιες "συφορές";... Νερά, σαπούνια, πανιά, ξίδια, κουβαλήθηκαν κρυφά στο Ιερό και το καθάρισμα έγινε από τον παπά και τον κλαμπανάρο, χωρίς υποψία από μέρους της παπαδιάς, που ούτε την ενόχλησαν καθόλου. Αλλά χρειάζονταν και καινούρια στρωσίδια για την Πρόθεση και τα κλειδιά της "μπιανκαρίας" τα είχε πάντα η παπαδιά. Ο παπάς -τι να κάνει;- της έστειλε το Χρήστο. "Να μου δώσεις", της είπε, "δύο παστρικά σκεπάσματα της Αγίας Πρόθεσης· έν' απλό γι' από κάτου, κι ένα χυλισμένο για από πάνου". "Μα δεν τ' αλλάξαμε την περασμένη Κυριακή;", ρώτησε μ' απορία η παπαδιά. "Ναι, μα... δεν εβάλαμε τα καλά", αποκρίθηκε ο Χρήστος. "Ο Αιδεσιμότατος θέλει εκείνο με τα μέρλα και με τσι κόκκινους φιόγκους, που το έκαμε η σόρα- Σουζάνα". "Ο ίδιος σ' το είπε; "Ο ίδιος, ναίσκε". "Έλα Χριστέ και Παναγία! Πάει, ο γέρος μου ξεκουτιάστηκε και δεν ξέρει άλλο τι να κάνει! Μα τ' είναι σήμερα; Χριστού Λαμπρή ή τ' Αϊ Γιαννιού; Κυριακή είναι! Απλή Κυριακή!"
"Ναι, μα ξέρεις, κυρά-παπαδιά... Προχτές μου χύθηκε το μποτσολάκι με το κρασί... λίγο πάντα... μα ο Αιδεσιμότατος δε θέλει να βλέπει μάκες". Πρέπει να μπέρδευε λιγάκι τα λόγια του ο Χρήστος, γιατί μ' αυτό η παπαδιά υποψιάστηκε αμέσως. "Μωρέ, Χρήστο", του είπε· "με γελάς!... Εδώ κάτι τρέχει! Γιατί τι παναπεί;" Και διαμιάς σώπασε, κτύπησε το μέτωπό της, κι όπως ήταν ασυγύριστη, με την πρωινή της σκαμπαβία, ροβόλησε τη σκαλίτσα, βγήκε στο περβόλι, έτρεξε στα χαλίκια με τις παντούφλες της και μπήκε στην Εκκλησιά από τη γυάλινη πόρτα του περβολιού. "Καλέ, τι μου λέει ετούτος εδώ;" άρχισε αμέσως να φωνάζει του παπά. "Θέλεις, αλήθεια, ν' αλλάξεις τα σκεπάσματα της Πρόθεσης;... Μα γιατί;" "Ωχ, αδερφή!" αποκρίθηκε από το Ιερό ο παπα-Ζήσιμος, σταματώντας την ευχή που μουρμούριζε· "ζήτημα θα το κάμεις και τούτο; Έτσι θέλω! έτσι μ' αρέσει!"
     Η παπαδιά στάθηκε στα σκαλοπάτια του Ιερού και πιάστηκε από το κλειστό μισοθυρόφυλλο της ακρινής θύρας. Σαν γυναίκα δεν είχε το δικαίωμα να μπει παραμέσα. "Άσ'τα εφτούνα και λέγε μου! Μην εμαγάρισε πάλι η γάτα; Μην την έκαμε πάλι την κουτσουκέλα, η καταραμένη, ε;..." "Μη με σκοτίζεις", αποκρίθηκε ο παπάς, "μόνο δώσε του Χρήστου ό,τι σου είπε, και γλήγορα! Έλα! για τα λιγότερα, γιατί σήμερα δε μου περισσεύει όρεξη". Η παπαδιά κοίταξε μέσα στο Ιερό, για να καταλάβει από τα σημάδια. [...] "Παπά τι μου το κρύβεις;;", ξαναφώναξε· την έκανε πάλι η παλιόγατα! Είναι άλλο;" "Άι...", ούρλιασε η παπαδιά και δάγκασε με λύσσα το δάκτυλό της. "Πού είναι; Τώρα, τώρα θα την εύρω! Κι αν δεν τη σκοτώσω από το ξύλο, να μη με ματαπείς Μαρία!" [...]
"Να μου φέρεις πρώτα τα σκεπάσματα να συγυρίσω την Άγια Πρόθεση", της φώναξε στο περβόλι, "κι έπειτα να πας να βρεις τη γάτα και μακάρι να τη σουβλίσεις. Εμένα μονάχα να μη μου πεις λόγο. Τ' ακούς; Κοίταξε, μη με κολάσεις αμπονόρα, γιατί σήμερα θα λειτουργήσω!..." "Σαν να μην έφτανε, βλέπεις, το κόλασμα που σου κάνει η γάτα!", αποκρίθηκε η παπαδιά καθώς έμπαινε στο σπιτάκι. "Βλέπε τα τώρα που δε μ' άφησες να την πετάξω με το πρώτο". Στο τέλος-τι είχε να κάνει;- έβγαλε τα καλά σκεπάσματα, τα έδωσε του Χρήστου, κλάφτηκε στη Σουζάνα, που άμα άκουσε την καινούρια "συφορά" έκανε χίλιους σταυρούς, κι έπειτα άρχισε να ψάχνει να βρει τη γάτα. Μα η ψιψίνα δεν ήταν πουθενά. "Καπνός εγίνηκε και χάθηκε;", έλεγε με φούρκα η παπαδιά. "Νόημα ωστόσο που έχει εφτούνο το ζωντανό!", έλεγε η Σουζάνα. "Δεν το ματαείδα! Το κατάλαβε πως κάτι μεγάλο κακό έκαμε και κρύβεται..." "Μπορεί να την έκρυψε κι ο πατέρας σου, για να μην του τη σκοτώσω", είπε η παπαδιά. "Ξέρεις αγάπη που τση έχει;"
     Μ' αυτό ήταν καθαρή συκοφαντία! Ούτε στιγμή συλλογίστηκε ο παπα-Ζήσιμος να κρύψει τη γάτα από την οργή της συμβίας του. Μάλιστα μπορούμε να πούμε, πως την εύρισκε δίκαιη, γιατί, αλήθεια, η αγαπημένη του το παράκανε. Όχι πάλι ίσιαμε εκεί!... Κι ενώ αποτέλειωνε το συγύρισμα στο Ιερό, με τις σχετικέ ευχές, συλλογιζόταν πως έπρεπε να καταπνίξει τη συμπάθειά του και ν' αφήσει την παπαδιά να ξεκάμει τη γάτα, όπως ήθελε. Σιγά σιγά η σκληρή αυτή σκέψη υποχώρησε σ' άλλη μαλακότερη. Δεν έπρεπε να επιτρέψει στην παπαδιά να βασανίσει άδικα το ζώο. Γιατί κι ο Διάβολος αν το έκανε όργανό του, τι έφταιγε το κακόμοιρον; Όχι, δε θα το' δινε του Χρήστου να το πετάξει στη θάλασσα. Θα το' δινε του Γερόλυμου, του φίλου του, να το κρατήσει στο μαγαζί. -Και πάλι αργότερα, αφού "πήρε καιρό" κι άρχισε να ντύνεται τ' άμφιά του για τη λειτουργία, με τη βοήθεια του μικρού Νιόνιου, ακόμη μαλακότερη σκέψη του ήλθε: θα κρατούσε τη γάτα και θα πρόσεχε μόνο κάθε βράδυ να κλείνει καλά και τις τρεις θύρες του Ιερού. Αλήθεια, για τα ποντίκια της Εκκλησιάς την είχε και την άφηνε να μπαινοβγαίνει ελεύθερα. Μ' αφού ήταν τέτοια, θα την περιόριζε.
   
 Σ' όλο αυτό το διάστημα, η Ψιψίνα εξακολουθούσε να είναι κρυμμένη. Κανείς από το κελί δεν την είδε, μολονότι την εγύρευαν όλοι. Αλίμονό της αν "εκομπαρίριζε" εκείνη την αυγή! Μα ήταν πολύ πονηρή ή πολύ τυχερή· και δεν εφάνηκε καθόλου ως το μεσημέρι. Μόνο που την ώρα που η παπαδιά εκκένωσε στην απλάδα το ραγού, ακούστηκε από το περβόλι ένα δειλό νιαούρισμα. Ο παπα-Ζήσιμος, περιμένοντας στην τραπεζαρία, πετάχθηκε αμέσως. Αλαφιασμένη, πετάχθηκε αμε΄σως κι η παπαδιά· μα ο παπάς την κράτησε στην πορτούλα της κουζίνας. "Στάσου", της είπε, "είναι δική μου δουλειά! Έγνοια σου, και θα την κάμω εγώ που να με θυμάται". Η παπαδιά υποχώρησε γιατί είχε και το φαϊ, κι ο παπάς έκραξε με γλύκα τη γάτα και, μόλις εζύγωσε, την άρπαξε απότομα από τη μέση. "Έλα εδώ", της είπε· "έλα εδώ, να σε μάθω εγώ πως..." Δεν απόσωσε τη φράση, μον' ανέβηκε τη σκάλα της σοφίτας, πέταξε κει μέσα τη γάτα, την κλείδωσε, πήρε το κλειδί και κατέβηκε. "Τση έδωσα κάτι κλοτσιές, μα κάτι κλοτσιές!...", είπε ψέματα τη στιγμή που καθόταν στο τραπέζι, τάχα θυμωμένος. "Εσύ; Ούτε καν θα την άγγιαξες, κάνω όρκο!", είπε η παπαδιά. "Ας είναι, έπειτα τη λογαριάζω εγώ". "Ναι, αν τη βρεις!" "Έφυγε;" "Αμή ματαγυρίζει εφτούνη, άμα είδε πως τη δέρνω κι εγώ; Μέρεςθα κάμει τώρα να πατήσει εδώ μέσα".
     Έτσι ο παπα-Ζήσιμος κατόρθωσε να προφυλάξει τη γάτα του από το θυμό της παπαδιάς, ώσπου πέρασαν οι πρώτες επικίνδυνες ώρες. Ύστερα ξανανέβηκε κρυφά στη σοφίτα, για να της ρίξει λίγο φαϊ, και προσπάθησε να μερέψει τη συμβία του με λόγια. Ήταν εκεί κι ο Άνθιμος ο αναγνώστης, κι ο φίλος του ο Γερόλυμος, κι ένας άλλος ενορίτης, που είχαν μάθει εμπιστευτικά την αυγινή συφορά και λυπηθήκανε πολύ. "Ε, παιδιά μου", τους έλεγε ο παπα-Ζήσιμος, ενώ έπιναν τον καφέ στη σάλα. "Πόσοι κι από μας τους ανθρώπους δε μαγαρίζουν τα Άγια και δε βεβηλώνουν τα Ιερά κάθε μέρα, χωρίς να'χουν περισσότερη συναίσθηση από τη γάτα μου! Είδα εγώ τέτοιους στη ζωή μου!... Πρέπει όμως να συγχωράμε αυτούς τους δυστυχισμένους, όπως συγχωράμε και το ζώο που δεν έχει λογικό. Δεν το κάνουν από κακό. Μονάχα δεν ξέρουν τι κάνουν".
"Καλά λέει ο παπάς", επεδοκίμασε ο Γερόλυμος.
"Μπορεί να λέει καλά ο παπάς", είπε τότε η παπαδιά· "εγώ όμως αν ξανακάμει τέτοιο πράμα η γάτα του θα την πνίξω. Δε μου γλιτώνει!".

Γρηγόριος Ξενόπουλος, "Άνθρωποι και ζώα στη Νεοελληνική Πεζογραφία", επιμέλεια- ανθολόγηση Δ. Παπακώστας, Ωκεανίδα.

Υ.Γ.: Οι εικόνες είναι παρμένες από το theanimalarium.blogspot.gr

Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2016

Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗΣ

     Πριν από ένα χρόνο, με αφορμή μια φωτογραφία τραβηγμένη στο Rijksmuseum του Άμστερνταμ, όπου μερικοί έφηβοι έχουν γυρισμένη την πλάτη στη "Νυχτερινή Περίπολο" του Ρέμπραντ κι έχουν όλη την προσοχή τους στραμμένη στο κινητό τους, είχα γράψει ένα κείμενο για τον τρόπο με τον οποίο η φωτογράφιση μιας όμορφης εικόνας αποτρέπει την αποθήκευσή της στη μνήμη μας, αφού δεν προϋποθέτει καμία ενεργό προσπάθεια εκ μέρους μας. Για να εκφράσω πληρέστερα τον προβληματισμό μου, ανέφερα κάποιες σχετικές παρατηρήσεις του Αλαίν ντε Μποττόν, ο οποίος με τη σειρά του, αναφερόταν στις απόψεις του Άγγλου ζωγράφου και κριτικού Τέχνης του 19ου αιώνα, Τζον Ράσκιν. Ο Ράσκιν, λοιπόν, θεωρούσε ότι, για να οικειοποιηθεί κανείς την ομορφιά, έπρεπε να μάθει να βλέπει αντί απλώς να κοιτάζει. Μ' αυτόν τον τρόπο "αντί να κοιτάζουμε αόριστα ό,τι μας φαίνεται ωραίο, ερχόμαστε στο σημείο να κατανοούμε βαθύτερα τα συστατικά του μέρη και άρα να σχηματίζουμε διαρκέστερες αναμνήσεις." Ο τρόπος με τον οποίο, κατά τον Ράσκιν, μπορούμε να φτάσουμε σ' αυτό το σημείο είναι το σχέδιο, όχι όμως προκειμένου να γίνουμε καλλιτέχνες αλλά προκειμένου να μάθουμε να βλέπουμε. Όπως παρατηρεί ο ντε Μποττόν, αφορμώμενος από τις ιδέες του Ράσκιν, "η σχεδίαση ενός αντικειμένου, όσο αδέξια κι αν είναι, μας απομακρύνει γρήγορα από την ασαφή εντύπωση της εμφάνισής του και μας οδηγεί σε ακριβέστερη επίγνωση των συστατικών μερών και των ιδιαιτεροτήτων του". Επομένως, αυτό το διερευνητικό, συγκεντρωμένο βλέμμα πάνω σε κάτι που μας έχει εντυπωσιάσει, μας επιτρέπει να το διατηρήσουμε περισσότερο στη μνήμη μας. Όπως θα έλεγε ο Ράσκιν, "σκιτσάροντας, μπορούμε να συγκρατήσουμε στο νου μας την εικόνα του σύννεφου που αργοσβήνει, του φύλλου που τρεμοπαίζει, των ίσκιων που σαλεύουν".

     Δεν ξέρω αν οι υπεύθυνοι του Rijksmuseum είχαν υπόψιν τους την "Τέχνη του Ταξιδιού" (εκδόσεις Πατάκης) του Αλαίν ντε Μποττόν, όπου καταγράφονται όλα τα παραπάνω, ωστόσο η απόφασή τους ν' ανακηρύξουν το Σάββατο σε "Μέρα Σχεδίου" στο μουσείο είναι σίγουρα στην ίδια κατεύθυνση. Συγκεκριμένα, κάθε Σάββατο, οι επισκέπτες μπορούν να προμηθεύονται μολύβια και μπλοκ σχεδίου από το γραφείο πληροφοριών του μουσείου για ν' αρχίσουν να σχεδιάζουν. Επίσης, κάθε τόσο διοργανώνονται από το μουσείο ανοιχτά μαθήματα σχεδίου, προκειμένου οι επισκέπτες να διευκολυνθούν σ' αυτόν τον τρόπο προσέγγισης των έργων Τέχνης (περισσότερες πληροφορίες: www.rijksmuseum.nl/en/startdrawing). Α, σίγουρα ο Τζον Ράσκιν θα ήταν πολύ χαρούμενος γι' αυτή την πρωτοβουλία!

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2016

ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΚΩΣΤΗ

     Ένα από τα πολλά στοιχεία που έχω πάρει από τη μάνα μου είναι η αγάπη για τα αυτοβιογραφικά βιβλία και κυρίως γι' αυτά που είναι γραμμένα από γυναίκες, γυναίκες οι οποίες καταφέρνουν να βρουν τον δρόμο τους και ν' αρθρώσουν τον δικό τους λόγο μέσα σε μια κοινωνία φτιαγμένη από άντρες για άντρες. Όταν, λοιπόν, η μητέρα μου μού έδωσε να διαβάσω το βιβλίο της Ξένιας Καλογεροπούλου "Γράμμα στον Κωστή" (εκδόσεις Πατάκη), δεν μπορούσα να τ' αφήσω από τα χέρια μου: μέσα σε μια μέρα το είχα τελειώσει κι ύστερα μετάνιωσα που το διάβασα τόσο λαίμαργα, αντί να πάρω τον χρόνο μου και να το κάνω να κρατήσει περισσότερο. Ήταν όμως αδύνατο. Είναι τέτοια η αμεσότητα του λόγου και η ζωντάνια της αφήγησης, που απορροφήθηκα από τις αναμνήσεις που καταγράφει, άλλοτε μελαγχολικά, άλλοτε με χιούμορ, ποτέ όμως με πικρία. Το πατρικό της στο Ψυχικό, τα ελληνικά νησιά της δεκαετίας του '40 και του '50, οι αθηναϊκοί θίασοι και οι περιοδείες τους στην επαρχία συνθέτουν μια Ελλάδα που δεν υπάρχει πια, υπάρχουν όμως οι άνθρωποι που διαμορφώθηκαν μέσα σ' αυτήν, όπως η ίδια η συγγραφέας, οι αγαπημένες της φίλες Μαρίνα Καραγάτση και Άλκη Ζέη, καθώς και πολλά άλλα πρόσωπα που αναφέρονται στο βιβλίο με τρυφερότητα, γενναιοδωρία και κατανόηση.
     Ωστόσο, το πρόσωπο που σφραγίζει με την απουσία/παρουσία του όλο το βιβλίο, είναι ο Κωστής Σκαλιόρας, ο αγαπημένος της, που έφυγε από τη ζωή το 2013 και που, γράφοντάς του αυτό το γράμμα, συνεχίζει να μοιράζεται τη ζωή της μαζί του. Μ' αυτό το βιβλίο, λοιπόν, μετουσιώνει τον πόνο της απώλειας σε δημιουργία, αποκαλύπτοντας παράλληλα τον εαυτό της, έναν άνθρωπο γεμάτο αρχοντιά και ταπεινότητα, με δίψα για ζωή και ανθρώπινη επικοινωνία. Πάνω απ' όλα, το "Γράμμα στον Κωστή" αξίζει γιατί μας δείχνει πώς είναι το να ζει κανείς τη ζωή του με νόημα και ουσία, αγαπώντας και δημιουργώντας, πώς είναι, δηλαδή, το να ζει τη ζωή του καλά.

Υ.Γ.: Πάντα θεωρούσα την Καλογεροπούλου μια πολύ όμορφη γυναίκα, η οποία, μάλιστα, όσο μεγαλώνει γίνεται ακόμα πιο όμορφη και λαμπερή. Νομίζω ότι στην περίπτωσή της ταιριάζει αυτό που μου είχε πει πριν χρόνια μια αγαπημένη φίλη: "όταν είμαστε νέοι, έχουμε το πρόσωπο που μας έχει δώσει η φύση· όταν μεγαλώνουμε, έχουμε το πρόσωπο που εμείς οι ίδιοι έχουμε φτιάξει για τον εαυτό μας".


Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2016

Ο ΧΕΡΜΑΝ ΜΕΛΒΙΛ ΩΣ ΆΧΑΜΠ

     Σ' αυτό το βιβλικό πορτρέτο του Μέλβιλ (πηγή: miguelalmagro.tumblr.com), ο Miguel Almagro έχει προσθέσει την ουλή του Άχαμπ, του καπετάνιου που καταδιώκει απεγνωσμένα τον Μόμπι Ντικ για ν' αναμετρηθεί μαζί του και τελικά να χάσει. Άλλωστε, ο Μέλβιλ ήταν ο Άχαμπ και αναμετρήθηκε κι εκείνος με τον Μόμπι Ντικ, με το ίδιο του το μυθιστόρημα, το οποίο δεν είχε την ανταπόκριση που περίμενε -κι αυτό τον συνέτριψε. Εδώ που τα λέμε, όλοι μας είμαστε ο Άχαμπ, όλοι μας έχουμε αναμετρηθεί με πράγματα που πιστεύουμε ότι μπορούμε να δαμάσουμε, μόνο και μόνο για να ηττηθούμε από αυτά. Τουλάχιστον μετά έχουμε μια ιστορία να διηγηθούμε.

Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2016

ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ

Εν μέσω λογισμών και παραλογισμών
άρχισε κι η βροχή να λιώνει τα μεσάνυχτα
μ' αυτόν τον νικημένο πάντα ήχο
σι, σι, σι.
Ήχος συρτός, συλλογιστός, συνέρημος,
ήχος κανονικός κανονικής βροχής.

Όμως ο παραλογισμός
άλλη γραφή κι άλλην ανάγνωση
μου' μαθε για τους ήχους.
Κι όλη τη νύχτα ακούω και διαβάζω τη βροχή,
σίγμα πλάι σε γιώτα, γιώτα κοντά στο σίγμα,
κρυστάλλινα ψηφία που τσουγκρίζουν
και μουρμουρίζουν ένα εσύ, εσύ, εσύ.

Κάθε σταγόνα κι ένα εσύ,
όλη τη νύχτα
ο ίδιος παρεξηγημένος ήχος,
αξημέρωτος ήχος,
αξημέρωτη ανάγκη εσύ,
βραδύγλωσση βροχή,
σαν πρόθεση ναυαγισμένη
κάτι μακρύ να διηγηθεί
και λέει μόνο εσύ, εσύ,
νοσταλγία δισύλλαβη,
ένταση μονολεκτική,
το ένα εσύ σα μνήμη,
το άλλο σαν μομφή
και σαν μοιρολατρία,
τόση βροχή για μια απουσία,
τόση αγρύπνια για μια λέξη,
πολύ με ζάλισε απόψε η βροχή
μ' αυτή της τη μεροληψία
όλο εσύ, εσύ, εσύ,
σαν όλα τ' άλλα να' ναι αμελητέα
και μόνο εσύ, εσύ, εσύ.

Κική Δημουλά, Το Λίγο Του Κόσμου, 1971


Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2016

ΤΑ ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ ΠΟΥ ΠΕΡΑΣΕ

Όπως και πέρσι, μια ματιά στα πιο αγαπημένα ποστ της χρονιάς που πέρασε, με βάση τον αριθμό των προβολών τους:

  1. Η Τέχνη Της Παρατήρησης: Στο πιο δημοφιλές ποστ  της περασμένης χρονιάς (Σ'ευχαριστώ Μάγδα!) υπάρχει το ερώτημα κατά πόσο η συνεχής φωτογράφηση των πάντων με τα κινητά μας τηλέφωνα έχει αλλάξει τον τρόπο που παρατηρούμε τον κόσμο γύρω μας. Ο Αλαίν ντε Μποτόν, ο Τζον Ράσκιν και μερικές φωτογραφίες μας βοηθούν ν' απαντήσουμε.
  2. Γκιακ: Πολλοί διάβασαν την παρουσίαση του βιβλίου του Δημοσθένη Παπαμάρκου· ελπίζω μετά να διάβασαν και το ίδιο το -εξαιρετικό- βιβλίο.
  3. Για Μια Χούφτα Βινύλια: Η παρουσίαση ενός ακόμη αγαπημένου βιβλίου είχε πολλές προβολές στο bibliokult κι αυτό μ' έκανε πάρα πολύ χαρούμενη!
  4. Το Γράμμα Του Αλμπέρ Καμύ Στον Δάσκαλό Του: Το συγκινητικό γράμμα του νομπελίστα συγγραφέα στον παλιό του δάσκαλο διαβάστηκε πολλές φορές μέσα από το μπλογκ την χρονιά που πέρασε.
  5. Ο Ντίκενς Παίρνει Τους Δρόμους: Ένα ποστ που συνδυάζει δύο αγαπημένα θέματα, τον Ντίκενς και το περπάτημα, βρίσκεται πολύ ψηλά και στις δικές μου προτιμήσεις!
  6. Η Έβδομη Σφραγίδα: Μπορεί αυτή η εξαιρετική ανάλυση της ταινίας του Μπέργκμαν να μην έχει γραφτεί από μένα, δικαίως όμως βρίσκεται στα πιο δημοφιλή της χρονιάς.
Και τα δικά μου αγαπημένα, που έχουν πιο προσωπικό χαρακτήρα:
  1. Αξιαγάπητοι Κακοί: Πρώτο -πρώτο, ένα ποστ που καταδιασκέδασα γράφοντάς το και σκοπεύω να γράψω κι άλλα παρόμοια στο μέλλον -του τύπου "οι δέκα πιο εκνευριστικοί λογοτεχνικοί χαρακτήρες", "οι δέκα πιο υπερεκτιμημένοι λογοτεχνικοί έρωτες" κτλ.
  2. Πάντα Θα Μου Φέρνεις Λουλούδια: Ένα κάπως ιδιοσυγκρασιακό ποστ που ανέβασα τη μέρα των γενεθλίων μου.
  3. Ένας Έλληνας Φίλος: Αυτή η άγνωστη λεπτομέρεια της ζωής του Ρεμπώ, που είχε μάλιστα κι ένα ελληνικό άρωμα, με καταγοήτευσε.
  4. Για Τις Μαμάδες: Γιατί αγαπώ τις μαμάδες.
  5. Παράξενες Συνήθειες: Γιατί μ' αρέσουν τα λογοτεχνικά κουτσομπολιά και μ' αρέσει να επιβεβαιώνω την άποψη ότι από κοντά, κανείς δεν είναι τελείως φυσιολογικός.
  6. Μόνος Στο Βερολίνο: Μόνο και μόνο γιατί το ίδιο το βιβλίο είναι συγκλονιστικό.
Υ.Γ.: Ziggy Stardust, σ' ευχαριστώ για το soundtrack της ζωής μου. Ήσουν υπέροχος.