Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2016

ΜΥΡΗΣ· ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ ΤΟΥ 340 μ.Χ.

Τι συμφορά όταν έμαθα, που ο Μύρης πέθανε,
πήγα στο σπίτι του -  μ' όλο που το αποφεύγω
να εισέρχωμαι στων χριστιανών τα σπίτια,
προ πάντων όταν έχουν θλίψεις ή γιορτές...

Στάθηκα σε διάδρομο... Δεν θέλησα
να προχωρήσω πιο εντός, γιατί αντελήφθην
που οι συγγενείς του πεθαμένου μ' έβλεπαν
με προφανή απορίαν και με δυσαρέσκεια...

Τον είχανε σε μια μεγάλη κάμαρη
που από την άκρην όπου στάθηκα
είδα κομμάτι: όλο τάπητες πολύτιμοι,
και σκεύη εξ αργύρου και χρυσού...

Στέκομουν κ' έκλαια σε μια άκρη του διαδρόμου.
Και σκέπτομουν  που οι συγκεντρώσεις μας κ' οι εκδρομές
χωρίς τον Μύρη δεν θ' αξίζουν πια·
και σκέπτομουν που πια δεν θα τον δω
στα ωραία κι άσεμνα ξενύχτια μας
να χαίρεται, και να γελά, και ν' απαγγέλλη στίχους
με την τελεία του αίσθηση του ελληνικού ρυθμού·
και σκέπτομουν που έχασα για πάντα
την εμορφιά του, που έχασα για πάντα
τον νέον που λάτρευα παράφορα...

Κάτι γριές, κοντά μου, χαμηλά μιλούσαν για
την τελευταία μέρα που έζησε -
στα χείλη του διαρκώς τ' όνομα του Χριστού,
στα χέρια του βαστουσ' έναν σταυρό...
Μπήκαν κατόπι μες στην κάμαρη
τέσσαρες χριστιανοί ιερείς, κ' έλεγαν προσευχές
ενθέρμως και δεήσεις στον Ιησούν -
ή στην Μαρίαν (δεν ξέρω την θρησκεία τους καλά)

Γνωρίζαμε, βεβαίως, που ο Μύρης ήταν χριστιανός.
Από την πρώτην ώρα το γνωρίζαμε, όταν
πρόπερσι στην παρέα μας είχε μπει.
Μα ζούσεν απολύτως σαν κ' εμάς.
Απ' όλους μας πιο έκδοτος στες ηδονές,
σκορπώντας αφειδώς το χρήμα του στες διασκεδάσεις·
για την υπόληψη του κόσμου ξένοιαστος,
ρίχνονταν πρόθυμα σε νύχτιες ρήξεις στες οδούς
όταν ετύχαινε η παρέα μας
να συναντήση αντίθετη παρέα...

Ποτέ για την θρησκεία του δεν μιλούσε...
Μάλιστα, μια φορά τον είπαμε
πως θα τον πάρουμε μαζί μας στο Σεράπιον·
όμως, σαν να δυσαρεστήθηκε
μ' αυτόν μας τον αστεϊσμό - θυμούμαι τώρα...
Α, κι άλλες δυο φορές στον νου μου έρχονται;
Όταν στον Ποσειδώνα κάμναμε σπονδές,
τραβήχθηκε απ' τον κύκλο μας, κ' έστρεψε αλλού το βλέμμα.
Όταν ενθουσιασμένος ένας μας
είπεν: "Η συντροφιά μας νάναι υπό
την εύνοιαν και την προστασίαν του μεγάλου,
του πανωραίου Απόλλωνος...", ψιθύρισεν ο Μύρης
(οι άλλοι δεν άκουσαν): τη εξαιρέσει εμου...

...Οι χριστιανοί ιερείς μεγαλοφώνως
για την ψυχή του νέου δέονταν...
Παρατηρούσα με πόση επιμέλεια,
και με τι προσοχήν εντατική
στους τύπους της θρησκείας τους ετοιμάζονταν
όλα για την χριστιανική κηδεία...

Κ'εξαίφνης με κυρίευσε μια αλλόκοτη
εντύπωσις· αόριστα αισθανόμουν
σαν νάφευγεν από κοντά μου ο Μύρης·
αισθανόμουν που ενώθη, χριστιανός,
με τους δικούς του, και που γένομουν
ξ έ ν ο ς εγώ, ξ έ ν ο ς π ο λ ύ!... Ένιωθα κιόλα
μια αμφιβολία να με σιμώνη: μήπως κ' είχα γελασθή
από το πάθος μου, και π ά ν τ α του ήμουν ξένος...

Πετάχθηκα έξω απ' το φρικτό τους σπίτι -
έφυγα γρήγορα, πριν αρπαχθή, πριν αλλοιωθή
απ' την χριστιανοσύνη τους η θύμηση του Μύρη!..

Κωνσταντίνος Καβάφης



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου