Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2016

ΜΥΡΗΣ· ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ ΤΟΥ 340 μ.Χ.

Τι συμφορά όταν έμαθα, που ο Μύρης πέθανε,
πήγα στο σπίτι του -  μ' όλο που το αποφεύγω
να εισέρχωμαι στων χριστιανών τα σπίτια,
προ πάντων όταν έχουν θλίψεις ή γιορτές...

Στάθηκα σε διάδρομο... Δεν θέλησα
να προχωρήσω πιο εντός, γιατί αντελήφθην
που οι συγγενείς του πεθαμένου μ' έβλεπαν
με προφανή απορίαν και με δυσαρέσκεια...

Τον είχανε σε μια μεγάλη κάμαρη
που από την άκρην όπου στάθηκα
είδα κομμάτι: όλο τάπητες πολύτιμοι,
και σκεύη εξ αργύρου και χρυσού...

Στέκομουν κ' έκλαια σε μια άκρη του διαδρόμου.
Και σκέπτομουν  που οι συγκεντρώσεις μας κ' οι εκδρομές
χωρίς τον Μύρη δεν θ' αξίζουν πια·
και σκέπτομουν που πια δεν θα τον δω
στα ωραία κι άσεμνα ξενύχτια μας
να χαίρεται, και να γελά, και ν' απαγγέλλη στίχους
με την τελεία του αίσθηση του ελληνικού ρυθμού·
και σκέπτομουν που έχασα για πάντα
την εμορφιά του, που έχασα για πάντα
τον νέον που λάτρευα παράφορα...

Κάτι γριές, κοντά μου, χαμηλά μιλούσαν για
την τελευταία μέρα που έζησε -
στα χείλη του διαρκώς τ' όνομα του Χριστού,
στα χέρια του βαστουσ' έναν σταυρό...
Μπήκαν κατόπι μες στην κάμαρη
τέσσαρες χριστιανοί ιερείς, κ' έλεγαν προσευχές
ενθέρμως και δεήσεις στον Ιησούν -
ή στην Μαρίαν (δεν ξέρω την θρησκεία τους καλά)

Γνωρίζαμε, βεβαίως, που ο Μύρης ήταν χριστιανός.
Από την πρώτην ώρα το γνωρίζαμε, όταν
πρόπερσι στην παρέα μας είχε μπει.
Μα ζούσεν απολύτως σαν κ' εμάς.
Απ' όλους μας πιο έκδοτος στες ηδονές,
σκορπώντας αφειδώς το χρήμα του στες διασκεδάσεις·
για την υπόληψη του κόσμου ξένοιαστος,
ρίχνονταν πρόθυμα σε νύχτιες ρήξεις στες οδούς
όταν ετύχαινε η παρέα μας
να συναντήση αντίθετη παρέα...

Ποτέ για την θρησκεία του δεν μιλούσε...
Μάλιστα, μια φορά τον είπαμε
πως θα τον πάρουμε μαζί μας στο Σεράπιον·
όμως, σαν να δυσαρεστήθηκε
μ' αυτόν μας τον αστεϊσμό - θυμούμαι τώρα...
Α, κι άλλες δυο φορές στον νου μου έρχονται;
Όταν στον Ποσειδώνα κάμναμε σπονδές,
τραβήχθηκε απ' τον κύκλο μας, κ' έστρεψε αλλού το βλέμμα.
Όταν ενθουσιασμένος ένας μας
είπεν: "Η συντροφιά μας νάναι υπό
την εύνοιαν και την προστασίαν του μεγάλου,
του πανωραίου Απόλλωνος...", ψιθύρισεν ο Μύρης
(οι άλλοι δεν άκουσαν): τη εξαιρέσει εμου...

...Οι χριστιανοί ιερείς μεγαλοφώνως
για την ψυχή του νέου δέονταν...
Παρατηρούσα με πόση επιμέλεια,
και με τι προσοχήν εντατική
στους τύπους της θρησκείας τους ετοιμάζονταν
όλα για την χριστιανική κηδεία...

Κ'εξαίφνης με κυρίευσε μια αλλόκοτη
εντύπωσις· αόριστα αισθανόμουν
σαν νάφευγεν από κοντά μου ο Μύρης·
αισθανόμουν που ενώθη, χριστιανός,
με τους δικούς του, και που γένομουν
ξ έ ν ο ς εγώ, ξ έ ν ο ς π ο λ ύ!... Ένιωθα κιόλα
μια αμφιβολία να με σιμώνη: μήπως κ' είχα γελασθή
από το πάθος μου, και π ά ν τ α του ήμουν ξένος...

Πετάχθηκα έξω απ' το φρικτό τους σπίτι -
έφυγα γρήγορα, πριν αρπαχθή, πριν αλλοιωθή
απ' την χριστιανοσύνη τους η θύμηση του Μύρη!..

Κωνσταντίνος Καβάφης



Κυριακή 24 Ιουλίου 2016

ΚΙ ΌΜΩΣ ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΚΟΙΜΟΥΝΤΑΙ ΟΙ ΠΟΝΤΙΚΟΙ

     Το κούφιο παράθυρο στον μοναχικό τοίχο έχασκε μενεξεδένιο, γεμάτο από τον πρώιμο απογευματινό ήλιο. Σύννεφα σκόνης άστραφταν ανάμεσα στα υψωμένα απομεινάρια των καπνοδόχων. Η έρημος των ερειπίων λαγοκοιμόταν.
     Είχε τα μάτια κλειστά. Μεμιάς σκοτείνιασε ακόμα πιο πολύ. Κατάλαβε ότι κάποιος είχε έρθει και στεκόταν τώρα μπροστά του σκοτεινός, σιωπηλός. Τώρα με τσάκωσαν, σκέφτηκε. Αλλά παίζοντας λίγο τα βλέφαρα είδε μονάχα δυο πόδια ντυμένα μ' ένα παντελόνι κάπως φτωχικό. Έτσι στραβά που στέκονταν μπροστά του, μπορούσε να δει ανάμεσά τους.
     Τόλμησε να ρίξει μια γρήγορη ματιά από τα μπατζάκια προς τα πάνω και διέκρινε έναν ηλικιωμένο άντρα. Είχε ένα μαχαίρι κι ένα καλάθι στο χέρι. Και λίγο χώμα στην άκρη των δαχτύλων.
     - Κοιμάσ' εδώ, ε; ρώτησε ο άντρας και κοίταξε από πάνω το κεφάλι με τα πυκνά μαλλιά. Ο Γύργκεν, ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρα, είδε τον ήλιο ανάμεσα απ' τα πόδια του άντρα και είπε: "Όχι, δεν κοιμάμαι. Πρέπει να φυλάω εδώ πέρα".
     Ο άντρας κούνησε το κεφάλι. -Α, γι' αυτό έχεις λοιπόν αυτό το μεγάλο ξύλο;
     -Ναι, απάντησε ο Γύργκεν θαρραλέα και κράτησε σφιχτά το ξύλο.
     -Και τι φυλάς;
     -Δεν μπορώ να το πω. Τα χέρια του έσφιγγαν το ξύλο.
     -Τίποτα λεφτά μήπως; Ο άντρας άφησε κάτω το καλάθι και σκούπισε το μαχαίρι εδώ κι εκεί πάνω στο παντελόνι του.
     -Όχι, λεφτά πάνως όχι, είπε ο Γύργκεν με περιφρόνηση. Κάτι εντελώς διαφορετικό.
     -Ε, τι λοιπόν;
     -Δεν μπορώ να το πω. Κάτι άλλο τελοσπάντων.
     -Καλά, όχι λοιπόν. Τότε κι εγώ βέβαια δεν θα σου πω τι έχω μέσα στο καλάθι. Ο άντρας χτύπησε με το πόδι το καλάθι κι έκλεισε το μαχαίρι.
     -Μμ, το φαντάζομαι τι έχει το καλάθι, είπε ο Γύργκεν υποτιμητικά. Τροφή για κουνέλια.
     -Ναι, που να πάρει! είπε ο άντρας έκπληκτος, είσαι και ξύπνιος. Και πόσων χρονών είσαι;
     -Εννιά.
     -Μπα, για δες, εννιά λοιπόν. Τότε βέβαια θα ξέρεις κιόλας πόσα μας κάνουν τρία επί εννιά, ε;
     -Σίγουρα, είπε ο Γύργκεν και για να κερδίσει χρόνο συνέχισε: "Είναι πολύ εύκολο". Και κοίταξε μέσα απ' τα πόδια του άντρα. "Τρία επί εννιά, ε;" ξαναρώτησε. "Είκοσι εφτά. Το ήξερα απ' την αρχή".
     -Σωστά, είπε ο άντρας, ακριβώς τόσα κουνέλια έχω.
     -Ο Γύργκεν έμεινε μ' ανοιχτό το στόμα. "Είκοσι εφτά;"
     -Μπορείς να τα δεις. Πολλά ειν' ακόμα πάρα πολύ μικρά. Θέλεις;
     -Δεν μπορώ όμως. Αφού πρέπει να φυλάω, είπε ο Γύργκεν αβέβαια.
     -Συνέχεια; ρώτησε ο άντρας, ακόμα και τη νύχτα;
     -Ακόμα και τη νύχτα. Συνέχεια. Πάντα. Ο Γύργκεν κοίταξε ψηλά πάνω απ' τα στραβά πόδια. Ήδη απ' το Σάββατο, ψιθύρισε.
     -Και δεν πηγαίνεις δηλαδή καθόλου στο σπίτι; Πρέπει να τρως κιόλας.
Ο Γύργκεν σήκωσε μια πέτρα. Από κάτω είχε μισό ψωμί. Και μια ταμπακιέρα.
     -Καπνίζεις; ρώτησε ο άντρας, έχεις και πίπα;
Ο Γύργκεν έπιασε με δύναμη το ξύλο του κι είπε διστακτικά: "Εγώ στρίβω. Η πίπα δεν μ' αρέσει.
     -Κρίμα! ο άντρας έσκυψε προς το καλάθι του, τα κουνέλια θα μπορούσες άνετα να τα δεις μια φορά. Ειδικά τα μικρά. Μπορεί να διάλεγες και κανένα. Αλλά εσύ δεν μπορείς να φύγεις από δω.
     -Όχι, είπε ο Γύργκεν λυπημένα, όχι, όχι.
     Ο άντρας πήρε το καλάθι και σηκώθηκε. "Καλά λοιπόν, αν πρέπει να μείνεις εδώ, κρίμα". Και γύρισε να φύγει. "Αν δε μαρτυρήσεις", είπε τότε βιαστικά ο Γύργκεν, "εξαιτίας των ποντικών".
     Τα στραβά πόδια έκαναν ένα βήμα προς τα πίσω. "Εξαιτίας των ποντικών;"
     -Ναι, τρώνε τους πεθαμένους. Τους ανθρώπους. Απ' αυτό ζούνε.
     -Ποιος το λέει αυτό;
     -Ο δάσκαλός μας.
     -Κι εσύ φυλάς τους ποντικούς; ρώτησε ο άντρας.
     -Όχι αυτούς βέβαια. Και μετά είπε σιγά σιγά: "Ο αδερφός μου, ειν' εκεί κάτω. Εκεί". Ο Γύργκεν έδειξε με το ξύλο τους γκρεμισμένους τοίχους. "Το σπίτι μας δέχτηκε μια βόμβα. Μεμιάς χάθηκε το φως απ' το υπόγειο. Κι αυτός χάθηκε. Φωνάξαμε κιόλας. Ήταν πολύ μικρότερος από μένα. Μόλις τεσσάρων. Πρέπει να είναι δω ακόμα. Είναι πολύ μικρότερος από μένα".
     Ο άντρας κοίταζε από πάνω το κεφάλι με τα πυκνά μαλλιά. Αλλά μετά είπε ξαφνικά: "Ναι, αλλά δεν σας είπε ο δάσκαλός σας ότι τη νύχτα οι ποντικοί κοιμούνται;"
     -Όχι, ψιθύρισε ο Γύργκεν και φάνηκε αμέσως πάρα πολύ κουρασμένος· αυτό δεν το είπε.
     Ορίστε, είπε ο άντρας, τι δάσκαλος είναι, αν δεν ξέρει ούτε καν αυτό. Κι όμως, τη νύχτα κοιμούνται οι ποντικοί. Τη νύχτα μπορείς να πηγαίνεις ήσυχα στο σπίτι. Τη νύχτα κοιμούνται πάντα. Απ' την ώρα που βραδιάζει κιόλας.
     Ο Γύργκεν έφτιαχνε με το ξύλο μικρούς λάκκους στα συντρίμμια.
     Πολλά μικρά ζωάκια, σκεφτόταν, όλο μικρά ζωάκια. Τότε είπε ο άντρας (και τα στραβά του πόδια ήταν πολύ ανήσυχα καθώς μιλούσε): "Ξέρεις τι θα γίνει;  Τώρα θα ταΐσω γρήγορα γρήγορα τα κουνέλια μου κι όταν νυχτώσει, θα σε πάρω. Μπορεί να φέρω κι ένα μαζί μου. Ένα μικρό. Τι λες;
     Ο Γύργκεν έσκαβε μικρούς λάκκους στα συντρίμμια. Πολλά μικρά κουνέλια. Άσπρα, γκρίζα, ασπρόγκριζα. "Δεν ξέρω", είπε σιγανά και κοίταξε τα στραβά πόδια, "αν στ' αλήθεια κοιμούνται τη νύχτα".
     Ο άντρας σκαρφάλωσε πάνω απ' τα ερείπια του τοίχου και βγήκε στο δρόμο. "Φυσικά", είπε από κει, "ο δάσκαλός σας πρέπει να τα μαζεύει αν δεν ξέρει ουτ' αυτό".
     Τότε ο Γύργκεν σηκώθηκε πάνω και ρώτησε: "Μπορώ μήπως να πάρω ένα; Μήπως ένα μικρό;"
     Θα προσπαθήσω, φώναξε ο άντρας φεύγοντας, αλλά πρέπει να περιμένεις εδώ, μέχρι τότε. Μετά θα 'ρθω μαζί σου στο σπίτι, εντάξει; Πρέπει να πω στον πατέρα σου πώς φτιάχνεται ένα κλουβί για κουνέλια. Γιατί αυτό μια φορά πρέπει να το ξέρετε.
     Ναι, φώναξε ο Γύργκεν. Θα περιμένω. Πρέπει, άλλωστε, να φυλάω μέχρι να νυχτώσει. Θα περιμένω οπωσδήποτε. Και φώναξε: "Έχουμε ακόμα σανίδες στο σπίτι. Σανίδες από κιβώτια", φώναξε.
     Αλλ' αυτά ο άντρας δεν τ' άκουγε πια. Προχωρούσε με τα στραβά του πόδια προς την κατεύθυνση του ήλιου. Ήταν αυτός ο κόκκινος απογευματινός ήλιος κι ο Γύργκεν μπορούσε να τον δει να λάμπει μεσ' απ' τα πόδια, τόσο στραβά ήταν. Και το καλάθι έγερνε ανήσυχα από δω κι από κει. Είχε τροφή για κουνέλια εκεί μέσα. Πράσινη τροφή για κουνέλια που είχε γίνει λίγο γκρίζα απ' τη σκόνη.

Βόλφγκανγκ Μπόρχερτ

Romualdas Rakauskas

Σάββατο 16 Ιουλίου 2016

Η ΥΠΕΡΟΧΗ ΦΙΛΗ ΜΟΥ

     Πριν από ένα περίπου μήνα διάβασα το  μυθιστόρημα "Η Υπέροχη Φίλη Μου" (εκδόσεις Πατάκη), το οποίο αποτελεί το πρώτο μέρος της τετραλογίας της Νάπολης από τη συγγραφέα που είναι γνωστή με το ψευδώνυμο Έλενα Φερράντε. Είναι γεγονός ότι το ξεκίνησα κάπως απρόθυμα, επειδή είχα ακούσει πάρα μα πάρα πολλά γι' αυτό, πράγμα που συνήθως με κάνει καχύποπτη, κι ακόμα επειδή με απωθούσε το κιτς εξώφυλλο που θύμιζε γυναικεία παραλογοτεχνία. Ωστόσο, το συνιστούσαν άνθρωποι (και sites) που εμπιστεύομαι, οπότε είπα να δώσω μια ευκαιρία. Και φυσικά δεν το μετάνιωσα -τι βιβλίο!
     Η ιστορία επικεντρώνεται στη φιλία δύο κοριτσιών, της Έλενας και της Λίλας, που μεγαλώνουν σε μια φτωχογειτονιά της Νάπολης τη δεκαετία του πενήντα. Οι πληγές του πολέμου, η παντοκρατορία της μαφίας και τα πολιτικά πάθη αναφέρονται υπαινικτικά, μας επιτρέπουν όμως να εντοπίσουμε τις αιτίες που συνθέτουν το βίαιο, μίζερο σκηνικό της ζωής των κοριτσιών, από το οποίο προσπαθούν με όλη τους τη δύναμη να ξεφύγουν. Η Έλενα, που έχει και το ρόλο της αφηγήτριας, προσπαθεί μέσα από τα γράμματα να σπάσει τα δεσμά της τάξης της (το όνειρο αυτό δεν είχε ακόμα ξεφτίσει κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες), βιώνοντας παράλληλα την ενοχή ότι προδίδει τον κόσμο μέσα στον οποίο μεγάλωσε. Αντίθετα, η Λίλα δεν μπορεί να ξεφύγει από τα όρια του περιβάλλοντός της, οπότε προσπαθεί να εξασφαλίσει τον εαυτό της με το μόνο μέσο που της επιτρέπεται, το γάμο. Σ' όλη αυτή την προσπάθεια των κοριτσιών να βρουν τη θέση τους μέσα στον κόσμο, παίρνοντας δύναμη και θάρρος η μια από την άλλη, φανερώνεται η περιπλοκότητα και το μεγαλείο της γυναικείας φιλίας. Μέσα από την ιστορία της Έλενας και της Λίλας, η Φερράντε κατορθώνει ν' αποτυπώσει την ωμή δύναμη της ζωής και τη βίαιη απόγνωση της εργατικής τάξης, που προσπαθεί σπασμωδικά ν' αντιδράσει στην προκαθορισμένη μοίρα της. χωρίς να καταφεύγει σε κανενός τύπου μυθοποίηση, πράγμα που εδώ στην Ελλάδα ο μόνος που, κατά τη γνώμη μου, το κατάφερε με παρόμοιο τρόπο δεν ήταν συγγραφέας αλλά σκηνοθέτης -ο Δαμιανός με τη Ευδοκία του.
     Εν τούτοις, το μεγαλύτερο επίτευγμα της Φερράντε είναι η απόδοση των κοινωνικών εντάσεων και των αντιφάσεων των ηρώων με μία γλώσσα μοναδική, ζωντανή και αφτιασίδωτη. Η ίδια η Φερράντε, δια στόματος Έλενας, περιγράφει με ακρίβεια το γράψιμό της: "Είχα την αίσθηση -για να το πω με σημερινούς όρους- πως όχι μόνο ήξερε να λέει τα πράγματα με το όνομά τους, αλλά είχε αναπτύξει εκείνο το χάρισμα που ήδη γνώριζα απ' όταν ήταν παιδί: μόνο που τώρα το έκανε ακόμη καλύτερα, έπαιρνε τα γεγονότα και με τελείως φυσικό τρόπο, τα διατύπωνε φορτισμένα με ένταση· ενίσχυε την πραγματικότητα αποδίδοντάς τη με λέξεις που τις μπόλιαζε με ενέργεια".
     Περιμένω με ανυπομονησία να κυκλοφορήσουν στα ελληνικά και τα υπόλοιπα βιβλία της τετραλογίας.

(πηγή: time.com)

Παρασκευή 8 Ιουλίου 2016

Ο ΟΡΕΣΤΗΣ ΚΥΝΗΓΗΜΕΝΟΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΡΙΝΥΕΣ

     Σήμερα (και αύριο), στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, παρουσιάζεται η Ορέστεια του Αισχύλου, σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά. Η μοναδική σωζόμενη τριλογία της αρχαιότητας (Αγαμέμνων, Χοηφόροι, Ευμενίδες) αφηγείται την ιστορία του ματωμένου οίκου των Ατρειδών, η οποία πήρε τέλος μόνο όταν οι θεσμοί της πόλης - κράτους ανέλαβαν δράση. Μ' αυτόν τον τρόπο, ο Αθηναίος τραγικός, έδειξε ότι μόνο μια οργανωμένη κοινωνία πολιτών μπορεί να υποτάξει τα ζωώδη ανθρώπινα ένστικτα και να τερματίσει τον φαύλο κύκλο που χαρακτηρίζει το δίκαιο του αίματος. Παρακάτω ο πίνακας του John Singer Sargent "Ο Ορέστης Κυνηγημένος Από Τις Ερινύες" (1921). (πηγή: www.wikiart.org)


Κυριακή 3 Ιουλίου 2016

ΚΑΛΗΜΕΡΑ!

     Εχθές το βάρυνα πολύ το κλίμα, οπότε σήμερα είπα να το κάνω πιο ανάλαφρο, καταφεύγοντας στον ακατανίκητο συνδυασμό "παλιό Χόλιγουντ + κλακέτες", από την ταινία του '42 You were never lovelier, με τη Ρίτα Χέιγουορθ και τον Φρεντ Αστέρ.




Σάββατο 2 Ιουλίου 2016

ΧΕΜΙΝΓΚΓΟΥΕΪ ΚΑΙ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ

     Στις 2 Ιουλίου του 1961, ο Έρνεστ Χεμινγκγουέι, σε ηλικία 61 ετών, τερματίζει τη ζωή του τινάζοντας τα μυαλά του στον αέρα με μια καραμπίνα. Τον ίδιο τρόπο είχε επιλέξει κι ο πατέρας του, Κλάρενς, το 1928. Με όπλο αυτοκτόνησε κι ο αδερφός του, Λέστερ, ενώ η αδερφή του, Ούρσουλα, κι η εγγονή του, Μάργκο, προτίμησαν την υπερβολική δόση χαπιών. Αυτοκτονία θα μπορούσε να θεωρηθεί κι ο θάνατος του γιου του Χεμινγκγουέι, Γκρέγκορι, ο οποίος πέθανε στη φυλακή ως τρανσέξουαλ με το όνομα Γκλόρια, κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες. Όλες αυτές οι αυτοκτονίες στην οικογένεια έκαναν τα ΜΜΕ να μιλάνε για την "κατάρα των Χεμινγκγουέι" και τους γιατρούς για την ύπαρξη γονιδίων που αυξάνουν την πιθανότητα αυτοκτονίας.
     Ειδικότερα η περίπτωση του διάσημου συγγραφέα έχει κάνει πολλούς ν' αναρωτηθούν τι ήταν αυτό που οδήγησε έναν καταξιωμένο άνθρωπο των γραμμάτων, που συνδύαζε τον κόσμο του πνεύματος με τον κόσμο της δράσης, που ριχνόταν στην περιπέτεια κι είχε ζήσει σε μια ζωή όσα οι περισσότεροι από μας δε θα ζούσαμε ούτε σε δέκα, να μην αντέχει πια να είναι ζωντανός.  Βέβαια, όλες αυτές οι περιπέτειες που ενέπνευσαν τα έργα του (η συμμετοχή στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Ισπανικό Εμφύλιο, το κυνήγι άγριων ζώων στην Αφρική -κάποτε είχε πει στην Άβα Γκάρντνερ ότι σκοτώνει τόσα ζώα για να μη σκοτώσει τον εαυτό του- και το ψάρεμα στ' ανοιχτά της Καραϊβικής) θα μπορούσαν να θεωρηθούν πρόβες θανάτου, μιας και είναι αυξημένες οι πιθανότητες να πάει κάτι στραβά σε μια τέτοια δοκιμασία. Και πραγματικά, σε πολλές περιπτώσεις τα πράγματα πήγαιναν στραβά: ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα στη Νορμανδία, καθώς προσπαθούσε ν' αποφύγει γερμανικά πυρά, η συντριβή του αεροπλάνου του στο Ναϊρόμπι και διάφορα άλλα ατυχήματα του άφησαν πολλαπλά τραύματα και προβλήματα υγείας. Αν προσθέσουμε και τις απίστευτες ποσότητες αλκοόλ που κατανάλωνε καθημερινά, η ζωή του μοιάζει σαν μια συνεχής πρόκληση προς τον θάνατο.
     Σήμερα, οι απόψεις συγκλίνουν στο ότι ο Χεμινγκγουέι είχε μία ναρκισσιστική προσωπικότητα και ότι υπέφερε από μανιοκατάθλιψη που οι ρίζες της μπορούν να ανιχνευθούν στην οικογενειακή κληρονομικότητα καθώς και στις διαταραγμένες σχέσεις της οικογένειάς του. Γυρνάμε λοιπόν στην τεράστια συζήτηση γύρω από το αν γεννιόμαστε ή γινόμαστε, αν η φύση μας ή το περιβάλλον μας έχουν την ευθύνη για τη συμπεριφορά μας. Η περίπτωση Χεμινγκγουέι δείχνει ότι μάλλον πρόκειται για ένα συνδυασμό των δύο. Ωστόσο, όταν μιλάμε για μια πράξη τόσο τρομερή όσο η αυτοκτονία, μια πράξη που δηλώνει πως ο δράστης της βρίσκει περισσότερη ανακούφιση και παρηγοριά στην ανυπαρξία παρά στην ύπαρξη, καλό είναι να αντιμετωπίζουμε με σεβασμό, να κάνουμε λίγο στην άκρη και να μην αναζητούμε με τόση επιμονή απαντήσεις που δεν μπορούμε να πάρουμε.

(πηγές: www.todayinliterature.com και www.independent.co.uk)