Τη Ζέιντι Σμιθ την αγαπάμε τόσο για τα μυθιστορήματά της όσο και για τα κείμενά της: είναι γεμάτα χιούμορ και ζεστασιά κι ακόμα, είναι τα κείμενα ενός ανθρώπου που αγαπά το διάβασμα, που βλέπει τη λογοτεχνία ως αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής του. Γι' αυτό, όταν διάβασα το παρακάτω άρθρο της στο www.rookiemag.com (ένα σάιτ που απευθύνεται κυρίως σε κορίτσια στην εφηβεία, αλλά μάλλον το διαβάζουμε και πολλοί άλλοι), έπρεπε οπωσδήποτε να το μεταφράσω και να το ανεβάσω στο μπλογκ...
Για πολύ καιρό ήθελα να κρατάω ημερολόγιο. Προσπάθησα στη διάρκεια της εφηβείας αλλά πάντα τα παράταγα. Ονειρευόμουν ότι ήμουν πολύ ειλικρινής, σαν τον Τζο Όρτον, του οποίου τα ημερολόγια θαύμαζα πάρα πολύ· τα βρήκα στη βιβλιοθήκη όταν ήμουν περίπου δεκατεσσάρων. Τα διάβασα εν μέρει από λογοτεχνικό ενδιαφέρον κι εν μέρει ως πορνογράφημα, συνεπαρμένη που ακολουθούσα τον Τζο σε τόσες γωνιές της πόλης, στις οποίες εγώ είχα μόνο περπατήσει ενώ αυτός είχε καταφέρει να κάνει παράνομο σεξ. Σκέφτηκα: αν πρόκειται να γράψεις ημερολόγιο, θα' πρεπε να είναι σαν αυτό, θα' πρεπε να είναι απόλυτα ελεύθερο, ειλικρινές. Αλλά διαπίστωσα πως δε μπορούσα να γράψω για σεξουαλικές επιθυμίες (υπερβολικά ντροπαλή, υπερβολικά ανειλικρινής), ούτε μπορούσα να περιγράψω κάποια σεξουαλική δραστηριότητα -δεν είχα καμία- οπότε το ημερολόγιο ξέπεσε σ' έναν κοινότυπο απολογισμό ψεύτικων ερώτων και φανταστικών ειδυλλίων και σύντομα το σιχάθηκα και το άφησα στην άκρη. Λίγο αργότερα προσπάθησα ξανά, αυτή τη φορά επικεντρώνοντας το γράψιμο μόνο στο σχολείο, σαν χαρακτήρας της Τζούντι Μπλουμ, περιγράφοντας με λεπτομέρειες περιστατικά στο προαύλιο και δράματα σχετικά με φιλίες, αλλά ποτέ δεν κατάφερα να βγάλω από το μυαλό μου ένα πιθανό κοινό, οπότε αυτό κατέστρεψε την προσπάθεια: ήταν σαν να κάνω τα μαθήματά μου. Πάντα προσπαθούσα να παρουσιάσω τα πράγματα ευνοϊκά για μένα, σε περίπτωση που έπεφτε στα χέρια κανενός όχι και πολύ σόι από το σχολείο και το έδειχνε σε όλους. Το ανειλικρινές γράψιμο στο ημερολόγιο -αυτή τη φωνή που δεν ακούει κανείς πέρα από σένα- ήταν καταθλιπτικό ως ιδέα. Νιώθω ότι η ζωή από μόνη της έχει αρκετά τεχνητά στοιχεία, χωρίς να ωραιοποιούμε τις εσώτερες σκέψεις μας. Ή ίσως συμβαίνει το αντίθετο: μερικοί άνθρωποι μπορούν να γράψουν με ειλικρίνεια, με απλότητα για το πώς νιώθουν, ενώ εγώ δε μπορώ να σταματήσω να το ωραιοποιώ.
Ως νεαρή, διάβασα πολύ τα Ημερολόγια της Βιρτζίνια Γουλφ και ξανά σκέφτηκα ότι πραγματικά θα' πρεπε να κρατήσω ημερολόγιο. Ήξερα αρκετά καλά τον εαυτό μου τότε για να γνωρίζω ότι η αναδιήγηση των προσωπικών μου συναισθημάτων σε ένα ημερολόγιο μου ήταν εντελώς αφόρητη, παραείχα συνείδηση του εαυτού μου και παραήμουν τεμπέλα για τον καθημερινό όγκο εργασίας. Επομένως, προσπάθησα ν' αντιγράψω τη φόρμα και το στιλ της Γουλφ στο "Ημερολόγιο ενός Συγγραφέα" και να κάνω καταχωρίσεις μόνο τις μέρες που κάτι λογοτεχνικό μου είχε συμβεί, είτε κάτι που έγραψα, είτε κάτι που διάβασα, είτε συναντήσεις με άλλους συγγραφείς. Εκείνο το ημερολόγιο είχε διάρκεια μία μέρα ακριβώς. Κάλυπτε ένα απόγευμα που πέρασα με τον Τζεφ Ευγενίδη και μου πήρε δώδεκα σελίδες και μισή νύχτα. Ξέχνα το! Με τέτοιους αριθμούς, το να γράφεις για τη ζωή θα κρατά περισσότερο από το να τη ζεις. Νομίζω ότι μέρος του προβλήματος ήταν η αναγκαιότητα να γράφω σε πρώτο πρόσωπο, μια φόρμα που μέχρι πρόσφατα έβρισκα επίπονη και αγχωτική. Δε μπορούσα να τη χρησιμοποιήσω με άνεση παρά μόνο σε σύντομα, δοκιμιακά ξεσπάσματα. Όταν ήμουν νεώτερη, ακόμα και η εμφάνιση του Εγώ πάνω στη σελίδα μ' έκανε λιγάκι ν'αρρωσταίνω -αυτή η αυτοσυνειδησία ξανά- και πάντα προσπαθούσα να το συσκοτίσω με ένα εμείς. Παρατηρώ πως όταν ήρθα στην Αμερική αυτό άρχισε ν'αλλάζει και μετά, χιονοστιβάδα· κοιτάζοντας τώρα τη σελίδα βλέπω περισσότερες πτώσεις του εγώ απ' ό,τι σε μια στροφή του Γουόλτ Γουίτμαν. Παρ' όλα αυτά, ακόμα και τώρα έχω ένα νοητικό κώλυμα όταν έχει να κάνει με ημερολόγια. Μου έρχονται οι ίδιες παιδιάστικες ερωτήσεις. Για ποιον είναι; Ποια είναι αυτή η φωνή; Ποιον προσπαθώ να κοροϊδέψω -εμένα;
Συνειδητοποιώ ότι δε θέλω να καταγράφω τις μέρες μου. Έχω το είδος του μυαλού που διαγράφει όλα όσα περνάνε, σχεδόν αμέσως. Ποτέ δεν ξέρω τι έκανα σε ποια ημερομηνία ή πόσων χρονών ήμουν όταν αυτό ή εκείνο συνέβη -και μ'αρέσει έτσι. Πιστεύω ότι όταν θα είμαι πολύ γρια και το μυαλό μου θα έχει "φύγει", δε θα είναι πολύ διαφορετικά απ' ό,τι τώρα, σ' αυτό το μίασμα της μη- μνήμης, το οποίο, παρ' όλο που εξαγριώνει τους κοντινούς μου, μάλλον κάπως μου ταιριάζει, μιας και δεν προσπαθώ, έστω από ευσυνειδησία, να το αλλάξω.
Αναρωτιέμαι αν δεν είναι λοξά συνδεδεμένο με τον τρόπο που γράφω, στον οποίο, ας πούμε, ένα χαλάκι σε ένα διαμέρισμα όπου έζησα πριν χρόνια θα ξαναεμφανιστεί, ακριβώς όπως ήταν κάποτε, το ίδιο ακριβώς χαλάκι, ίδια πλέξη και ύφασμα, κι όμως δε μπορώ να πω πότε ακριβώς έζησα εκεί, με ποιον έβγαινα ή ακόμα αν ο πατέρας μου ήταν ζωντανός ή νεκρός εκείνη την εποχή. Ίσως το πρώτο είδος του συστήματος της μη μνήμης -αυτό το οποίο δε μπορεί να συγκρατήσει ημερομηνίες ή σημαντικά γεγονότα- επιτρέπει στο άλλο είδος συστήματος μνήμης να λειτουργήσει, η απουσία του πρώτου κάνει χώρο για το δεύτερο, καθαρίζει ένα μονοπάτι γι' αυτό το ό,τι - κι - αν - είναι που μοιάζει να ξεπετάγεται μέσα από το μυαλό μου σαν ένα ντροπαλό νυκτόβιο ζώο, που σέρνει πίσω του παράξενα αντικείμενα όπως χαλάκια, μια μαραμένη παιώνια ή ένα αγαπημένο αυτοκόλλητο φράουλα που έχω να δω από το 1986 αλλά ακόμα έχει το σχήμα και τη μυρωδιά φράουλας.
Όταν μιλάμε για αυτοβιογραφικό γράψιμο, το αληθινό, ειλικρινές, ημερολογιακό γράψιμο, το μόνο που έχω να δείξω για τον εαυτό μου -μπροστά στον Άγιο Πέτρο και όποιον άλλο- είναι ο λογαριασμός μου στο Yahoo!, τον οποίο άνοιξα εκεί γύρω στο 1996 κι ακόμα συνεχίζει. Εκεί μέσα (αν και θα προτιμούσα να πεθάνω παρά να το διαβάσω όλο από την αρχή) είναι ίσως το πιο κοντινό πράγμα σε έναν ειλικρινή απολογισμό της ζωής μου, τουλάχιστον όσον αφορά στο γράψιμο. Αυτή είμαι εγώ, και τα καλά και τα άσχημα, όλες οι ευγενικές πράξεις και τα βρώμικα ψέμματα και οι οικογενειακοί καυγάδες και οι βιβλιο-φιλίες και οι ον λάιν αγορές μόδας. Όπως οι περισσότεροι άνθρωποι (φαντάζομαι), ένας προσωπικός μου εφιάλτης είναι η ιδέα ο οποιοσδήποτε να περιηγείται μέσα σ' αυτόν τον λογαριασμό, διαβάζοντας ό,τι τον ευχαριστεί και ασκώντας κριτική. Συγχρόνως, όταν θα έχω πεθάνει, αν τα παιδιά μου θέλουν να δουν πώς ήμουν στην καθημερινότητά μου, όχι ως συγγραφέας, όχι ως ένα λίγο- πολύ ευπαρουσίαστο άτομο, αλλά απλώς ως το ανόητο ανθρώπινο ον πίσω από όλα αυτά, καλά θα έκαναν να κοιτάξουν εκεί.
πηγή: www.rookiemag.com/2015/02/life-writing/
Η Ζέιντι Σμιθ είναι η συγγραφέας των μυθιστορημάτων «Λευκό Χαμόγελο σε Μαύρο Φόντο», «Συλλέκτης Αυτογράφων», «Στην Ομορφιά που Χάνεται» (εκδόσεις Ψυχογιός) και «Στην Καρδιά της Πόλης» (εκδόσεις Μεταίχμιο), καθώς και της συλλογής δοκιμίων «Changing My Mind».
Για πολύ καιρό ήθελα να κρατάω ημερολόγιο. Προσπάθησα στη διάρκεια της εφηβείας αλλά πάντα τα παράταγα. Ονειρευόμουν ότι ήμουν πολύ ειλικρινής, σαν τον Τζο Όρτον, του οποίου τα ημερολόγια θαύμαζα πάρα πολύ· τα βρήκα στη βιβλιοθήκη όταν ήμουν περίπου δεκατεσσάρων. Τα διάβασα εν μέρει από λογοτεχνικό ενδιαφέρον κι εν μέρει ως πορνογράφημα, συνεπαρμένη που ακολουθούσα τον Τζο σε τόσες γωνιές της πόλης, στις οποίες εγώ είχα μόνο περπατήσει ενώ αυτός είχε καταφέρει να κάνει παράνομο σεξ. Σκέφτηκα: αν πρόκειται να γράψεις ημερολόγιο, θα' πρεπε να είναι σαν αυτό, θα' πρεπε να είναι απόλυτα ελεύθερο, ειλικρινές. Αλλά διαπίστωσα πως δε μπορούσα να γράψω για σεξουαλικές επιθυμίες (υπερβολικά ντροπαλή, υπερβολικά ανειλικρινής), ούτε μπορούσα να περιγράψω κάποια σεξουαλική δραστηριότητα -δεν είχα καμία- οπότε το ημερολόγιο ξέπεσε σ' έναν κοινότυπο απολογισμό ψεύτικων ερώτων και φανταστικών ειδυλλίων και σύντομα το σιχάθηκα και το άφησα στην άκρη. Λίγο αργότερα προσπάθησα ξανά, αυτή τη φορά επικεντρώνοντας το γράψιμο μόνο στο σχολείο, σαν χαρακτήρας της Τζούντι Μπλουμ, περιγράφοντας με λεπτομέρειες περιστατικά στο προαύλιο και δράματα σχετικά με φιλίες, αλλά ποτέ δεν κατάφερα να βγάλω από το μυαλό μου ένα πιθανό κοινό, οπότε αυτό κατέστρεψε την προσπάθεια: ήταν σαν να κάνω τα μαθήματά μου. Πάντα προσπαθούσα να παρουσιάσω τα πράγματα ευνοϊκά για μένα, σε περίπτωση που έπεφτε στα χέρια κανενός όχι και πολύ σόι από το σχολείο και το έδειχνε σε όλους. Το ανειλικρινές γράψιμο στο ημερολόγιο -αυτή τη φωνή που δεν ακούει κανείς πέρα από σένα- ήταν καταθλιπτικό ως ιδέα. Νιώθω ότι η ζωή από μόνη της έχει αρκετά τεχνητά στοιχεία, χωρίς να ωραιοποιούμε τις εσώτερες σκέψεις μας. Ή ίσως συμβαίνει το αντίθετο: μερικοί άνθρωποι μπορούν να γράψουν με ειλικρίνεια, με απλότητα για το πώς νιώθουν, ενώ εγώ δε μπορώ να σταματήσω να το ωραιοποιώ.
Ως νεαρή, διάβασα πολύ τα Ημερολόγια της Βιρτζίνια Γουλφ και ξανά σκέφτηκα ότι πραγματικά θα' πρεπε να κρατήσω ημερολόγιο. Ήξερα αρκετά καλά τον εαυτό μου τότε για να γνωρίζω ότι η αναδιήγηση των προσωπικών μου συναισθημάτων σε ένα ημερολόγιο μου ήταν εντελώς αφόρητη, παραείχα συνείδηση του εαυτού μου και παραήμουν τεμπέλα για τον καθημερινό όγκο εργασίας. Επομένως, προσπάθησα ν' αντιγράψω τη φόρμα και το στιλ της Γουλφ στο "Ημερολόγιο ενός Συγγραφέα" και να κάνω καταχωρίσεις μόνο τις μέρες που κάτι λογοτεχνικό μου είχε συμβεί, είτε κάτι που έγραψα, είτε κάτι που διάβασα, είτε συναντήσεις με άλλους συγγραφείς. Εκείνο το ημερολόγιο είχε διάρκεια μία μέρα ακριβώς. Κάλυπτε ένα απόγευμα που πέρασα με τον Τζεφ Ευγενίδη και μου πήρε δώδεκα σελίδες και μισή νύχτα. Ξέχνα το! Με τέτοιους αριθμούς, το να γράφεις για τη ζωή θα κρατά περισσότερο από το να τη ζεις. Νομίζω ότι μέρος του προβλήματος ήταν η αναγκαιότητα να γράφω σε πρώτο πρόσωπο, μια φόρμα που μέχρι πρόσφατα έβρισκα επίπονη και αγχωτική. Δε μπορούσα να τη χρησιμοποιήσω με άνεση παρά μόνο σε σύντομα, δοκιμιακά ξεσπάσματα. Όταν ήμουν νεώτερη, ακόμα και η εμφάνιση του Εγώ πάνω στη σελίδα μ' έκανε λιγάκι ν'αρρωσταίνω -αυτή η αυτοσυνειδησία ξανά- και πάντα προσπαθούσα να το συσκοτίσω με ένα εμείς. Παρατηρώ πως όταν ήρθα στην Αμερική αυτό άρχισε ν'αλλάζει και μετά, χιονοστιβάδα· κοιτάζοντας τώρα τη σελίδα βλέπω περισσότερες πτώσεις του εγώ απ' ό,τι σε μια στροφή του Γουόλτ Γουίτμαν. Παρ' όλα αυτά, ακόμα και τώρα έχω ένα νοητικό κώλυμα όταν έχει να κάνει με ημερολόγια. Μου έρχονται οι ίδιες παιδιάστικες ερωτήσεις. Για ποιον είναι; Ποια είναι αυτή η φωνή; Ποιον προσπαθώ να κοροϊδέψω -εμένα;
Συνειδητοποιώ ότι δε θέλω να καταγράφω τις μέρες μου. Έχω το είδος του μυαλού που διαγράφει όλα όσα περνάνε, σχεδόν αμέσως. Ποτέ δεν ξέρω τι έκανα σε ποια ημερομηνία ή πόσων χρονών ήμουν όταν αυτό ή εκείνο συνέβη -και μ'αρέσει έτσι. Πιστεύω ότι όταν θα είμαι πολύ γρια και το μυαλό μου θα έχει "φύγει", δε θα είναι πολύ διαφορετικά απ' ό,τι τώρα, σ' αυτό το μίασμα της μη- μνήμης, το οποίο, παρ' όλο που εξαγριώνει τους κοντινούς μου, μάλλον κάπως μου ταιριάζει, μιας και δεν προσπαθώ, έστω από ευσυνειδησία, να το αλλάξω.
Αναρωτιέμαι αν δεν είναι λοξά συνδεδεμένο με τον τρόπο που γράφω, στον οποίο, ας πούμε, ένα χαλάκι σε ένα διαμέρισμα όπου έζησα πριν χρόνια θα ξαναεμφανιστεί, ακριβώς όπως ήταν κάποτε, το ίδιο ακριβώς χαλάκι, ίδια πλέξη και ύφασμα, κι όμως δε μπορώ να πω πότε ακριβώς έζησα εκεί, με ποιον έβγαινα ή ακόμα αν ο πατέρας μου ήταν ζωντανός ή νεκρός εκείνη την εποχή. Ίσως το πρώτο είδος του συστήματος της μη μνήμης -αυτό το οποίο δε μπορεί να συγκρατήσει ημερομηνίες ή σημαντικά γεγονότα- επιτρέπει στο άλλο είδος συστήματος μνήμης να λειτουργήσει, η απουσία του πρώτου κάνει χώρο για το δεύτερο, καθαρίζει ένα μονοπάτι γι' αυτό το ό,τι - κι - αν - είναι που μοιάζει να ξεπετάγεται μέσα από το μυαλό μου σαν ένα ντροπαλό νυκτόβιο ζώο, που σέρνει πίσω του παράξενα αντικείμενα όπως χαλάκια, μια μαραμένη παιώνια ή ένα αγαπημένο αυτοκόλλητο φράουλα που έχω να δω από το 1986 αλλά ακόμα έχει το σχήμα και τη μυρωδιά φράουλας.
Όταν μιλάμε για αυτοβιογραφικό γράψιμο, το αληθινό, ειλικρινές, ημερολογιακό γράψιμο, το μόνο που έχω να δείξω για τον εαυτό μου -μπροστά στον Άγιο Πέτρο και όποιον άλλο- είναι ο λογαριασμός μου στο Yahoo!, τον οποίο άνοιξα εκεί γύρω στο 1996 κι ακόμα συνεχίζει. Εκεί μέσα (αν και θα προτιμούσα να πεθάνω παρά να το διαβάσω όλο από την αρχή) είναι ίσως το πιο κοντινό πράγμα σε έναν ειλικρινή απολογισμό της ζωής μου, τουλάχιστον όσον αφορά στο γράψιμο. Αυτή είμαι εγώ, και τα καλά και τα άσχημα, όλες οι ευγενικές πράξεις και τα βρώμικα ψέμματα και οι οικογενειακοί καυγάδες και οι βιβλιο-φιλίες και οι ον λάιν αγορές μόδας. Όπως οι περισσότεροι άνθρωποι (φαντάζομαι), ένας προσωπικός μου εφιάλτης είναι η ιδέα ο οποιοσδήποτε να περιηγείται μέσα σ' αυτόν τον λογαριασμό, διαβάζοντας ό,τι τον ευχαριστεί και ασκώντας κριτική. Συγχρόνως, όταν θα έχω πεθάνει, αν τα παιδιά μου θέλουν να δουν πώς ήμουν στην καθημερινότητά μου, όχι ως συγγραφέας, όχι ως ένα λίγο- πολύ ευπαρουσίαστο άτομο, αλλά απλώς ως το ανόητο ανθρώπινο ον πίσω από όλα αυτά, καλά θα έκαναν να κοιτάξουν εκεί.
πηγή: www.rookiemag.com/2015/02/life-writing/
Η Ζέιντι Σμιθ είναι η συγγραφέας των μυθιστορημάτων «Λευκό Χαμόγελο σε Μαύρο Φόντο», «Συλλέκτης Αυτογράφων», «Στην Ομορφιά που Χάνεται» (εκδόσεις Ψυχογιός) και «Στην Καρδιά της Πόλης» (εκδόσεις Μεταίχμιο), καθώς και της συλλογής δοκιμίων «Changing My Mind».
Ωραία μετάφραση,μπράβο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ πάρα πολύ!
Διαγραφή