Ακόμη εβάστουνε η βροντή . . . . . .
Κ' η θάλασσα, που σκίρτησε σαν το χοχλό που βράζει,
Ησύχασε και έγινε όλο ησυχία και πάστρα,
Σαν περιβόλι ευώδησε κ' εδέχτηκε όλα τ' άστρα·
Κάτι κρυφό μυστήριο εστένεψε τη φύση
Κάθε ομορφιά να στολιστη και το θυμό ν' αφησει.
Δεν ειν' πνοή 'ς τον ουρανό, 'ς τη θάλασσα, φυσώντας
Ούτε όσο κάνει 'ς τον ανθό η μέλισσα περνώντας
Όμως κοντά 'ς την κορασιά, που μ' έσφιξε κ' εχάρη,
Εσειότουν τ' ολοστρόγγυλο και λαγαρό φεγγάρι
Και ξετυλίζει ογλήγορα κάτι που εκείθε βγαίνει,
Κι' ομπρός μου ιδού που βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη.
'Ετρεμε το δροσάτο φως 'ς τη θεϊκιά θωριά της,
΄Σ τα μάτια της τα ολόμαυρα και 'ς τα χρυσά μαλλιά της.
Εκύτταξε τ' αστέρια, κ' εκείνα αναγαλλιάσαν,
Και την αχτινοβόλησαν και δεν την εσκεπάσαν·
Κι' από το πέλαο, που πατεί χωρίς να το σουφρώνη,
Κυπαρισσένιο ανάερα τ' ανάστημα σηκώνει,
Κι' ανεί τ'ς αγκάλες μ' έρωτα και με ταπεινοσύνη,
Κ' έδειξε πάσαν ομορφιά και πάσαν καλωσύνη.
Τότε από φως μεσημερνό η νύχτα πλημμυρίζει,
Κ' η χτίσις έγεινε ναός που ολούθε λαμπυρίζει.
Τέλος 'ς εμέ που βρίσκομουν ομπρός της μεσ΄΄ς'τα ρείθρα,
Καταπώς στέκει 'ς το Βοριά η πετροκαλαμήθρα,
Όχι 'ς την κόρη, αλλά ΄ς εμέ την κεφαλή της κλίνει·
Την κύτταζα ο βαρυόμοιρος, με κύτταζε κ' εκείνη.
Έλεγα πως την είχα ιδή πολύν καιρόν οπίσω,
Κάν σε ναό ζωγραφιστή με θαυμασμό περίσσο,
Κάνε την είχε ερωτικά ποιήση ο λογισμός μου,
Κάν τ' όνειρο, όταν μ' έθρεφε το γάλα της μητρός μου·
Ήτανε μνήμη παλαιή, γλυκειά, κι' αστοχισμένη,
Που ομπρός μου τώρα μ' όλη της τη δύναμη προβαίνει·
Σαν το νερό, που το θωρεί το μάτι ν' αναβρύζη
Ξάφνου οχ τα βάθη του βουνού, κι' ο ήλιος το στολίζει
Βρύση έγινε το μάτι μου, κι' ομπρός του δεν εθώρα,
Κ' έχασα αυτό το θεϊκό πρόσωπο για πολλή ώρα,
Γιατί άκουγα τα μάτια της μέσα 'ς τα σωθικά μου,
Που ετρέμαν και δε μ' άφιναν να βγάλω τη μιλιά μου·
Όμως αυτοί είναι θεοί, και κατοικούν απ' όπου
Βλέπουνε μεσ' ΄ς την άβυσσο και 'ς την καρδιά τ' ανθρώπου,
Κ' ένοιωθα πως μου διάβαζε καλύτερα το νου μου
Πάρεξ αν ήθελε της πω με θλίψη του χειλιού μου·
"Κύττα με μεσ' 'ς τα σωθικά, που φύτρωσαν οι πόνοι
. . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . .
Όμως εξεχειλίσανε τα βάθη της καρδιάς μου·
Τ' αδέλφια μου τα δυνατά οι Τούρκοι μου τ' αδράξαν,
Την αδελφή μου ατίμησαν, κι αμέσως την εσφάξαν,
Τον γέροντα τον κύρην μου εκάψανε το βράδυ,
Και την αυγή μου ρήξανε τη μάννα 'ς το πηγάδι
'Στην Κρήτη . . . . . . . . . . .
Μακρυά πο κείθ' εγιόμισα ταις φούχτες μου κ' εβγήκα
Βοήθα, Θεά, το τρυφερό κλωνάρι μόνο να 'χω·
Σε γκρεμό κρέμουμαι βαθύ, κι' αυτό βαστώ μονάχο".
Εχαμογέλασε γλυκά 'ς τον πόνο της ψυχής μου,
Κ' εδάκρυσαν τα μάτια της, κ' εμοιάζαν της καλής μου
Εχάθη, αλιά μου! αλλ' άκουσα του δάκρυου της ραντίδα
'Στο χέρι, που χα σηκωτό μόλις εγώ την είδα --
Διονύσιος Σολωμός, ο Κρητικός (απόσπασμα)
Κ' η θάλασσα, που σκίρτησε σαν το χοχλό που βράζει,
Ησύχασε και έγινε όλο ησυχία και πάστρα,
Σαν περιβόλι ευώδησε κ' εδέχτηκε όλα τ' άστρα·
Κάτι κρυφό μυστήριο εστένεψε τη φύση
Κάθε ομορφιά να στολιστη και το θυμό ν' αφησει.
Δεν ειν' πνοή 'ς τον ουρανό, 'ς τη θάλασσα, φυσώντας
Ούτε όσο κάνει 'ς τον ανθό η μέλισσα περνώντας
Όμως κοντά 'ς την κορασιά, που μ' έσφιξε κ' εχάρη,
Εσειότουν τ' ολοστρόγγυλο και λαγαρό φεγγάρι
Και ξετυλίζει ογλήγορα κάτι που εκείθε βγαίνει,
Κι' ομπρός μου ιδού που βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη.
'Ετρεμε το δροσάτο φως 'ς τη θεϊκιά θωριά της,
΄Σ τα μάτια της τα ολόμαυρα και 'ς τα χρυσά μαλλιά της.
Εκύτταξε τ' αστέρια, κ' εκείνα αναγαλλιάσαν,
Και την αχτινοβόλησαν και δεν την εσκεπάσαν·
Κι' από το πέλαο, που πατεί χωρίς να το σουφρώνη,
Κυπαρισσένιο ανάερα τ' ανάστημα σηκώνει,
Κι' ανεί τ'ς αγκάλες μ' έρωτα και με ταπεινοσύνη,
Κ' έδειξε πάσαν ομορφιά και πάσαν καλωσύνη.
Τότε από φως μεσημερνό η νύχτα πλημμυρίζει,
Κ' η χτίσις έγεινε ναός που ολούθε λαμπυρίζει.
Τέλος 'ς εμέ που βρίσκομουν ομπρός της μεσ΄΄ς'τα ρείθρα,
Καταπώς στέκει 'ς το Βοριά η πετροκαλαμήθρα,
Όχι 'ς την κόρη, αλλά ΄ς εμέ την κεφαλή της κλίνει·
Την κύτταζα ο βαρυόμοιρος, με κύτταζε κ' εκείνη.
Έλεγα πως την είχα ιδή πολύν καιρόν οπίσω,
Κάν σε ναό ζωγραφιστή με θαυμασμό περίσσο,
Κάνε την είχε ερωτικά ποιήση ο λογισμός μου,
Κάν τ' όνειρο, όταν μ' έθρεφε το γάλα της μητρός μου·
Ήτανε μνήμη παλαιή, γλυκειά, κι' αστοχισμένη,
Που ομπρός μου τώρα μ' όλη της τη δύναμη προβαίνει·
Σαν το νερό, που το θωρεί το μάτι ν' αναβρύζη
Ξάφνου οχ τα βάθη του βουνού, κι' ο ήλιος το στολίζει
Βρύση έγινε το μάτι μου, κι' ομπρός του δεν εθώρα,
Κ' έχασα αυτό το θεϊκό πρόσωπο για πολλή ώρα,
Γιατί άκουγα τα μάτια της μέσα 'ς τα σωθικά μου,
Που ετρέμαν και δε μ' άφιναν να βγάλω τη μιλιά μου·
Όμως αυτοί είναι θεοί, και κατοικούν απ' όπου
Βλέπουνε μεσ' ΄ς την άβυσσο και 'ς την καρδιά τ' ανθρώπου,
Κ' ένοιωθα πως μου διάβαζε καλύτερα το νου μου
Πάρεξ αν ήθελε της πω με θλίψη του χειλιού μου·
"Κύττα με μεσ' 'ς τα σωθικά, που φύτρωσαν οι πόνοι
. . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . .
Όμως εξεχειλίσανε τα βάθη της καρδιάς μου·
Τ' αδέλφια μου τα δυνατά οι Τούρκοι μου τ' αδράξαν,
Την αδελφή μου ατίμησαν, κι αμέσως την εσφάξαν,
Τον γέροντα τον κύρην μου εκάψανε το βράδυ,
Και την αυγή μου ρήξανε τη μάννα 'ς το πηγάδι
'Στην Κρήτη . . . . . . . . . . .
Μακρυά πο κείθ' εγιόμισα ταις φούχτες μου κ' εβγήκα
Βοήθα, Θεά, το τρυφερό κλωνάρι μόνο να 'χω·
Σε γκρεμό κρέμουμαι βαθύ, κι' αυτό βαστώ μονάχο".
Εχαμογέλασε γλυκά 'ς τον πόνο της ψυχής μου,
Κ' εδάκρυσαν τα μάτια της, κ' εμοιάζαν της καλής μου
Εχάθη, αλιά μου! αλλ' άκουσα του δάκρυου της ραντίδα
'Στο χέρι, που χα σηκωτό μόλις εγώ την είδα --
Διονύσιος Σολωμός, ο Κρητικός (απόσπασμα)
Howard Pyle, 1910 (πηγή: www.theparisreview.org)
αξεπέραστε Σολωμέ!!
ΑπάντησηΔιαγραφήπολύ ωραίος ο πίνακας και ταιριάζει απόλυτα με το ποίημα
Στηβ
Ο μεγαλύτερος των Ελλήνων ποιητών! Οι στίχοι του, το λέει ο ίδιος, "κοιτάνε μες στα σωθικά που φύτρωσαν οι πόνοι"αλλά που δεν αφήνουν καμμιά ομορφιά να περάσει απαρατήρητη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΩραία δεμένη είναι αυτή η ανάρτηση με τα στοιχεία του πίνακα!
Να έχεις μια καλή ημέρα!
Πολύ πολύ όμορφο.. dz
ΑπάντησηΔιαγραφήΣας ευχαριστώ και τους τρεις! Καληνύχτα!
ΑπάντησηΔιαγραφή